Παρόλο ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονται μες στη καρδιά του χειμώνα, ο χριστιανός αισθάνεται μια παράξενη ζέστα αυτές τις ημέρες του «αγίου Δωδεκαημέρου». Αυτή η ζέστα είναι κάπως ακατάληπτη για τους πολλούς. Λένε ακόμα ότι τα Χριστούγεννα είναι σπιτική γιορτή, συμμαζώνει τα σκόρπια μέλη της οικογένειας, τα παιδιά και τα εγγόνια, να γιορτάσουν μαζί με τους γονείς και τους παππούδες τους.
Ναι, είναι κι αυτός ένας λόγος.
Μα ο βαθύτερος λόγος είναι, ότι δίνουμε αυτές τις ημέρες το σπήλαιο της ύπαρξής μας, για να γεννηθεί μέσα ο Χριστός. Η αιώνια πορεία του ανθρώπου προς τη λύτρωσή του, προς τη σωτηρία και τη θέωσή του, βρίσκει-με τη γέννηση του Χριστού- ένα βέβαιο και στέρεο σημείο ν’ ακουμπήσει την κουρασμένη αγωνία του: κι αυτό είναι ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού. Το βασικότερο και κρισιμότερο σημείο στη γιορτή των Χριστουγέννων είναι αυτή η σάρκωση, η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Ο χριστιανός πρέπει να ιδεί την θείαν «κένωσιν» του Θεού του, που γεννιέται γυμνός μέσα σ’ ένα σπήλαιο για να ενδύσει τον κόσμο. Εκείνος, που είναι ντυμένος τη γη και τον ουρανό, ξεντύθηκε για να ντύσει τον άνθρωπο. Εδώ είναι που ο άνθρωπος ψαύει το μυστήριο της ενώσεως του με τον εξ ουρανού καταβάντα Θεόν. Ο άνθρωπος είναι πεσμένος στη λάσπη της γης. Ο Θεός βρίσκεται στα υπερουράνια σκηνώματα. Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, να ενωθεί με τον Θεόν, δίχως να κατεβεί Εκείνος, ή χωρίς ν’ ανεβεί αυτός ο χωματένιος σβώλος γης λίγο πιο πάνω από τη λάσπη του; Ο Θεός, από φιλανθρωπία συγκαταβαίνει και γίνεται άνθρωπος, να ενωθεί με τον άνθρωπο και να τον σώσει- ως εδώ είναι ο πρώτος όρος για τη σωτηρία του. Πρέπει όμως και ο άνθρωπος να θέλει και να αγωνίζεται για ν’ ανεβεί προς το Θεό, που του απλώνει το χέρι του. Αν ο άνθρωπος δεν απλώνει τα χέρια του προς τα υψηλά, το χέρι του Θεού θα μείνει μόνο, χωρίς ανταπόκριση στην ουράνια πρόσκληση της θεώσεως. Επιγραμματικότατα ο μυστικός και θείος Μάξιμος ο ομολογητής, αποδίδει αυτή την δογματικήν αλήθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας για τη σωτηρία του ανθρώπου: «τοσούτον τω ανθρώπω τον Θεόν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τω Θεώ δι’ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε. Και τοσούτον υπό Θεού τον άνθρωπον κατά νουν αρπάζεσθαι προς το γνωστόν, όσον ο άνθρωπος τον αόρατον φύσει Θεόν διά των αρετών εφανέρωσε».
Κάθε χρόνο, που ακούω στην Εκκλησία να ψάλλεται το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…», θαρρώ πως αγαπώ περισσότερο την υμνογραφία της ορθοδόξου εκκλησίας μας. Όλες οι εκκλησιαστικές λειτουργικές τέχνες, ως αναγωγικές, μεταρσιώνουν τον άνθρωπο με μια ιεροπρεπή μυστικότητα. Όμως η τέχνη της υμνογραφίας, αντάμα με την κατανυκτική βυζαντινή μουσική της Ορθοδοξίας, θαρρώ πως έχουν το χάρισμα να σου οδηγούν την ψυχή ως τι πόρτες του Παραδείσου. Η κάθε μια λέξη, από τ’ αγιασμένα τροπάρια της Εκκλησίας μας, κρύβει ένα μυστικό βάθος, ένα πλούτο πνευματικής πείρας, που διδάσκει με τον αμεσότερο τρόπο.
Ένα πρόχειρο παράδειγμα, από την πρώτη φράση του πρώτου κανόνος των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται»! αυτός ο ενεστώς χρόνος του «γεννάται», κι όχι «εγεννήθη»; Είναι πολύ συνηθισμένο βέβαια, στους ρήτορες, όπως λέγει ένας παλαιός ερμηνευτής, να «προσφέρουν τα περασμένα πράγματα εις χρόνον ενεστώτα, για να δείξουν αυτά ως παρόντα εις τα ομμάτια των ακροατών και ακολούθως να κάμουν αυτούς περισσότερον θεατάς, παρά ακροατάς». Όμως, για τον καθένα χριστιανό που το ακούει, το διαβάζει ή το ψάλλει, εκείνο το «γεννάται» δηλώνει μια καινούργια γέννηση του Χριστού μέσα του: Τώρα, αυτή τη στιγμή «γεννάται» ο Χριστός, ετοίμασε το σπήλαιό σου- λέγει στον καθένα μας, διώξε από μέσα σου κάθε αμαρτωλή σου πράξη ή σκέψη και τρέξε να τον προϋπαντήσεις. Υψώσου από τη γη κι από τα γήινα, για να δώσεις την αγάπη σου όλη σ’ Εκείνον, που κατεβαίνει τώρα στη γη για σένα. Αν δεν έχεις τίποτ’ άλλο να του προσφέρεις για δώρο, όπως οι Μάγοι κι οι ποιμένες, βγάλε από πάνω σου τις αμαρτίες και πρόσφερέ τις –θ’ αδειάσει έτσι ο τόπος «εν τω καταλύματι» σου, για να φιλοξενήσεις τον Ερχόμενον ως νήπιον. Μην αργείς και μην αναβάλλεις, τώρα «Χριστός γεννάται», τώρα υποδέξου Τον στη φάτνη της ψυχής σου…
Όλοι οι χριστιανοί και οι «ψάλλοντες και οι αναγινώσκοντες και οι ακούοντες, τα τροπάρια των Χριστουγέννων- όπως λέγει ο άγ. Νικόδημος ο αγιορείτης- ας παρακαλέσωμεν τον γεννηθέντα Δεσπότην και την αυτόν γεννήσασαν Θεοτόκον Μαρίαν, να μας αξιώσουν να περάσωμεν τας ημέρας ταύτας, τας καλουμένας Δωδεκαήμερον, με ευταξίαν και σεμνότητα με σωφρωσύνην και χριστοήθειαν, με ελεημοσύνην και φιλοπτωχίαν και με κάθε άλλην αγαθοεργίαν και αρετήν, καθώς πρέπει εις τους χριστιανούς. Όχι με τρυφάς και ξεφαντώματα, όχι με τραγούδια και παιγνίδια, όχι με χορούς και με άλλα μιαρά, εις τα οποία χαίρει μεν και σκιρτά ο διάβολος, λυπείται δε και θρηνεί ο Δεσπότης Χριστός. Όστις, ίσως, δια τούτο εκλαυθμήρισεν εν τω σπηλαίω όταν εγεννήθη, διά να φανερώσει τας αταξίας των χριστιανών, αι οποίαι γίνονται κατ’ αυτάς τας ημέρας… Οι χριστιανοί κατά τας ημέρας ταύτας του Δωδεκαημέρου, ενταμωνόμενοι λέγουν ο ένας εις τον άλλον: τώρα είναι Δωδεκαήμερον, όθεν ας φάγωμεν, ας πίωμεν, ας ευθυμήσωμεν, τώρα είναι απόλυσις εις όλα τα φαγητά, όθεν ας ξεφαντώσωμεν. Πολλοί δε από αυτούς, αντί να ειπούν «απόλυσις» λέγουν «τώρα είναι απώλεια». Και τη αληθεία, συμβαίνει εκείνο το σοφόν γνωμικόν: «η γλώσσα αμαρτάνουσα τα’ αληθή λέγει», επειδή απώλεια είναι η τοιαύτη απόλυσις και κατάλυσις, διότι η απόλυσις των φαγητών προξενεί την τρυφή, η τρυφή προξενεί την μέθην και η μέθη προξενεί κάθε αμαρτίαν… Ναι, πρέπει να ευθυμούν και να χαίρουν εν τω Δωδεκαημέρω, αλλ’ όχι σαρκικώς, αλλά πνευματικώς, όχι διά φαγητά και πιοτά, αλλά διότι ηξιώθησαν να ιδούν βρέφος νεογέννητον τον Δεσπότην των απάντων και διότι μέλλουν (μετ’ ολίγας ημέρας) να ιδούν τον αυτόν Δεσπότην βαπτιζόμενον εν τω Ιορδάνη. Διά τούτο λοιπόν, όσοι χριστιανοί αγαπούν την σωτηρίαν των, πρέπει να παρακαλούν το προαιώνιον βρέφος και την τούτον υπέραγνον Μητέρα, ίνα αξιωθούν να περάσουν μεν αναμαρτήτως τας δώδεκα ημέρας ταύτας, να προσκυνούν δε θεαρέστως τα άγια Θεοφάνεια, χάριτι του γεννηθέντος και μετ’ ολίγον βαπτισθησομένου Χριστού».
Πόσο πνευματικώτερα, αλήθεια, θα γιορτάζαμε τις γιορτές του Δωδεκαημέρου αν ήμασταν εδραιωμένοι στην Πατερική παράδοση της Ορθοδοξίας και ζούσαμε τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας!…
«ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»
Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Ημερολογίο: Το 44 π.Χ. άρχισε να ισχύει το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Βάσει αυτού η Α΄ Οικ. Σύνοδος καθόρισε τον εορτασμό του Πάσχα. Το ΙΣΤ΄ αι. καθιερώθηκε το Γρηγοριανό Ημερολόγιο το οποίο σταδιακά υιοθετήθηκε από τα διάφορα κράτη. Το νέο Ημερολόγιο, η Ελλάδα το καθιέρωσε το 1923 και η Εκκλησία της Ελλάδας το Μάρτιο του 1924. Ένα τμήμα του πληρώματος της Εκκλησίας παρέμεινε πιστό στο παλαιό Ημερολόγιο, το Ιουλιανό. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι δεν έχουν «κοινωνίαν» με καμία Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ενώ θα μπορούσαν να έχουν, όπως έχει το Άγιον Όρος, το οποίο, παρ’ ότι ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο, «κοινωνεί» και με την Ελληνική και με τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Πηγή: http://www.pigizois.net/