Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ (5)

Λόγος εις την Γέννησιν του Σωτήρος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ό Θεόδοτος επίσκοπος Άγκυρας ήκμασε κατά το πρώτον ήμισυ του Ε' αιώνος και υπήρξε οπό τους πλέον σημαντικούς διδασκάλους της Εκκλησίας εις την κρίσιμο εκείνη εποχή των μεγάλων αγώνων δια τον καθορισμό και την ορθή διατύπωση των δογμάτων της Ορθοδοξίας. Ό ίδιος ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της Γ' Οικουμενικής Συνόδου του 431, ή οποία συνεκλήθη εις την Έφεσο υπό την προεδρία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και κατεδίκασεν ως αιρετικό τον Νεστόριον, αρχιεπίσκοπο τότε Κωνσταντινουπόλεως, ό όποιος ηρνείτο ότι εις τον Χριστόν είχεν ενωθεί ή θεία και ή ανθρωπινή φύσις. Από την Έκκλησίαν εθεωρείτο ανέκαθεν εξαιρετικώς έγκυρος συγγραφεύς, όπως δείχνει ή ευρεία συζήτησης περί αυτού εις τας Συνόδους της Ιέρειας (754) και της Νικαιας (787).



Ό παρών Λόγος του εις την Γέννησιν του Σωτήρος δεν είναι ένας συνηθισμένος πανηγυρικός. Είναι μία εορταστική ομιλία πού εξυπηρετεί κυρίως τους σκοπούς της δογματικής διδασκαλίας. Συμφώνως προς υπότιτλο τον όποιον φέρει ό λόγος εις τα χειρόγραφα, πρέπει να ανεγνώσθη εις την προαναφερθείσα Γ' Οικουμενική Σύνοδο παρουσία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και δια τούτο έχει όλως ιδιαιτέρα ιστορική και δογματική αξία. Ή σύνοδος αυτή συνεκλήθη κατά μήνα Ιούλιο και ως εκ τούτου ό λόγος πρέπει πιθανότατα να εξεφωνήθη κατά τα αμέσως προηγούμενα Χριστούγεννα. Ίσως όμως και να εγράφη ειδικώς δια την Σύνοδο με αυτόν τον ανεπίκαιρο μεν, σχετικό όμως προς το συζητούμενο θέμα τίτλο. Ή πρωτοτυπία του έγκειται εις το γεγονός ότι παρουσιάζει το περιεχόμενο και την σπουδαιότητα της εορτής των Χριστουγέννων εν σχέση προς την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, συνδέοντας έτσι άρρηκτος το δόγμα με την λειτουργική της ζωήν. Προς τούτοις ό ιερός συγγραφεύς, καθώς αντικρούει την διδασκαλία του Νεστορίου, δίδει απαντήσεις και εις πολλά ευλόγα ερωτήματα του συγχρόνου άνθρωπου επί του ζητήματος της θείας Ενσαρκώσεως και μάλιστα με τρόπον γλαφυρό και κατανοητό. Η μετάφρασης του λόγου γίνεται δια πρώτη φοράν, ενώ εις το κείμενον του το όποιον είχομεν ύπ' όψιν, έγιναν ορισμένε διορθώσεις.
ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΆΓΚΥΡΑΣ

Λόγος εις την Γέννησιν του Σωτήρος
Μεγαλειώδες το θέμα της παρούσης εορτής, αφού είναι κάτι πού φέρει σωτηρίαν εις όλους τους ανθρώπους. Μεγαλειώδης και ή παρούσα συνάθροισης, ή οποία με ευχαριστία αποδέχεται το χάρισμα. Και το χάρισμα δίδεται πάντοτε αφθονότερων εις όσους το αποδέχονται με ευχαριστία. Διότι ή δωρεά παρέχεται εις μέτρον ανάλογο προς το μέγεθος της ευχαριστίας εκείνων πού την λαμβάνουν. Διότι, όταν λαμβάνεις μίαν δωρεάν και ευχάριστης εκείνον πού σου την δίδει, δεν προσφέρεις μόνον μίαν ανταπόδοση δια όσα έλαβες, αλλά κάμνεις τον δωρητή και οφειλέτη περισσοτέρων δωρημάτων. Υποδεχθείτε λοιπόν και σεις με ευχαριστία το χαριζόμενον, καθιστώντας έτσι μεγαλειώδη αυτήν την πανήγυρη προς χάριν μας.


Συγκατάβασις και όχι ατίμωσης της Θεότητας
Θέμα δε της εορτής δεν είναι άλλο παρά ή φανέρωσης του Θεού προς τους ανθρώπους• ή έλευσις Εκείνου πού ήταν και είναι πάντοτε παρών ή παρουσία Αυτού πού γεμίζει τα πάντα δια της παρουσίας του• ή θέα Αυτού πού βλέπει τα πάντα. «Εις τα ίδια ήλθεν», λέγει ή Γραφή, «και οί ίδιοι αυτόν ου παρέλαβαν». "Η μάλλον «εν τω κοσμώ ην, και ό κόσμος δι' αυτόν εγένετο, και ό κόσμος αυτόν ουκ έγνω». Πάντως όμως δια την άγνοια αυτήν δεν μπορεί να προσαφθεί κατηγορία εις τους ανθρώπους. Διότι λόγω της Θεότητας της φύσεως Του ό Θεός είναι απρόσιτος εις τους ανθρωπίνους συλλογισμούς. Δεν είναι δηλαδή ίδιον της φύσεως του ανθρωπίνου νου το να Τον βλέπη. Ή θεία φύσις ξεφεύγει από τον νουν των ανθρώπων είναι υψηλότερα από τους δικούς μας λογισμούς. Λόγω λοιπόν της ανωτέρας φύσεως Του στερούμεθα εμείς την θεογνωσία και δια να μη συμβεί αυτό, ό Αόρατος προσλαμβάνει φύσιν ορατή Εκείνος πού δεν είναι δυνατόν να κρατηθεί δια της αφής δέχεται σώμα ψηλαφητό ό αόρατος Θεός γίνεται ορατός• ό Λόγος ψηλαφάτε ό μονογενής Υιός του Θεού γίνεται συγγενής των δούλων Του, δια να μη παραμείνει κρυμμένη από την γνώσιν των ανθρώπων ή υπερβατική δια τον άνθρωπον φύσις Του.


Και μη νομίσεις πώς έτσι ό Υιός κατέστη κάτι το ξένον και διαφορετικό από τον Θεόν. Όχι! Ή έλευσης του Θεού ήταν κάτι που προεμελετάτο από παλαιά. Και φανερώθη ό Θεός δια μέσου των ανθρωπίνων τύπων πάντοτε και χρησιμοποιώντας στοιχεία ορατά από εμάς. Ας έλθει, λόγου χάριν, μπροστά μας ό Ιουδαίος. Ας παρουσιαστή αυτός πού αμφισβητεί την εμφάνειαν του Θεού (το ότι δηλαδή φανερώθηκε εις τους ανθρώπους με ανθρώπινη φύση). Ας μου πει, πώς είδε ό Μωυσής τον Θεόν; Μήπως είδε την φύσιν Του την αόρατο; Ποσώς! Διότι αυτή είναι απρόσιτος εις τους ανθρωπίνους λογισμούς. Πώς Τον είδε λοιπόν; Πες μου! Είδε φωτιά να άνάβη από την βάτον και παρά ταύτα να μην αναλίσκει την βάτον. Διατί λοιπόν απιστείς περί εκείνου πού εγεννήθη από Παρθένον και όμως δεν έφθειρε την παρθενία;


Δηλαδή εσύ, όταν ακούς ότι ό Θεός ομιλεί μέσα από την βάτον και λέγει εις τον Μωυσήν: «Εγώ είμαι ό Θεός του Αβραάμ και ό Θεός του Ισαάκ και ό Θεός του Ιακώβ» και ότι ό Μωυσής έπεσε και τον προσκύνησε, το πιστεύεις, χωρίς να λαμβάνεις ύπ' όψιν την φωτιά πού φαινόταν, αλλά τον Θεόν πού ομιλούσε. Όταν όμως εγώ κάμνω λόγον περί μήτρας παρθενικής, τότε νιώθεις αηδία και αποστροφή; Πες μου, ποιον είναι άραγε ευτελέστερο πράγμα: ή βάτος ή μία παρθενική μήτρα καθαρή από πάθη της αμαρτίας; Δεν καταλαβαίνεις ότι τα παλαιά δεν ήσαν παρά μία προεικόνισης των νεωτέρων και των τωρινών; Διότι αυτά εδώ τα μυστήρια είναι πού προτυπώνονται δια των παλαιών. Δια τούτο ή βάτος ανάβει και ή φωτιά φεγγοβολή, και πάλι όμως σαν φωτιά δεν ενεργεί ούτε βεβαίως και τιμωρεί. Μα δεν βλέπεις εις την βάτον την Παρθένον; Δεν βλέπεις εις την φωτιά την φιλανθρωπία Αυτού πού ήλθε κοντά μας; Ό κριτής εν μέσω των κρινόμενων, και όμως κρίσης δεν γίνεται. Ό δικαστής εν μέσω των υποδίκων, και όμως πουθενά τιμωρία. Ό κριτής έφθασε• όχι κρίνοντας, αλλά διδάσκοντας• όχι καταδικάζοντας, αλλά ιατρεύοντας. Βλέπεις λοιπόν πώς εκείνη ή αβλαβής φωτιά προεμήνυσε αυτήν εδώ την φιλανθρωπία;


Μη σου φανεί παράξενο το ότι, ενώ είναι Θεός, γεννάται από μήτρα παρθενική. Διότι τίποτε δεν θεωρεί ό Θεός ατιμωτικό, όταν αυτό προξενεί σωτηρία εις τους ανθρώπους,. Άλλωστε, παρακαλώ, μη θεώρησης την φύσιν του Θεού τόσον ευτελή, ώστε να είναι δυνατόν να γίνει ποτέ προσιτή εις ατιμώσεις. Διότι κανένα από τα ευτελή εκείνα στοιχεία πού προσέλαβε προς χάριν μας δεν προσβάλλει εκείνη την φύσιν. Αλλά ιδιοποιείται εκείνη τα ευτελέστερα, δια να σώσει την φύσιν την δική μας. Εφ' όσον λοιπόν τα ευτελή αυτά στοιχεία την μεν φύσιν του μακαρίου Θεού δεν την ατιμάζουν, προκαλούν δε προς τούτοις και σωτηρίαν εις τους ανθρώπους, πώς λέγεις εσύ ότι τα αίτια της σωτηρίας μας έχουν γίνει πρόξενα ατιμίας δια τον Θεόν;


Και Θεός και Άνθρωπος
Έγινε λοιπόν ό Θεός σήμερα ορατός δια της Παρθένου και ή Παρθένος και παρθένος έμεινε και μητέρα έγινε. Διότι δεν προκαλεί φθοράν ό πρόξενος της αφθαρσίας• ό δημιουργός της αφθαρσίας δεν έφθειρε τίποτε. Επειδή όμως και ό Φωτεινός – Επίσκοπος Σιρμίου, αιρετικός του Δ αιώνος- καλεί τον γεννηθέντα απλό άνθρωπον και αρνείται ότι είναι Υιός Θεού και Εκείνον, πού εξήλθε από μήτρα, τον θεωρεί άνθρωπον κεχωρισμένον από τον Θεόν, ας μου πει τώρα, πώς μία ανθρωπινή φύσις πού εγεννήθη δια μέσου μίας μήτρας παρθενικής φύλαξε άφθαρτο την παρθενία της μήτρας; Διότι κανενός ανθρώπου ή μητέρα δεν έμεινε παρθένος. Βλέπεις πώς το γεγονός αυτό μου παρέχει την δυνατότητα να αντιλαμβάνομαι διττώς την φύσιν του τεχθέντος; αφού δηλαδή εγεννήθη όπως εμείς, ήταν άνθρωπος• και αφού φύλαξε την μητέρα Του παρθένον, είναι Θεός, δι' όσους βέβαια σκέπτονται λογικώς.


Θεός ήταν πράγματι αυτός πού ήλθε να κατοίκηση εις τον κόσμον όχι μεταβαίνοντας από τον ένα τόπον εις τον άλλον, άλλα ενδυόμενος την δική μου φύσιν. Και τούτο, διότι, όπως είπα, ό κατά την φύσιν Του αόρατος ηθέλησε να γίνει ορατός. Επομένως, με την γέννησίν Του δεν έκαμε αρχήν του να ύπάρχη ως Θεός, αλλά του να είναι ορατός εις τους ανθρώπους. αφού δηλαδή ήταν Θεός, από την πολλήν Του φιλανθρωπία διάλεξε να γίνει άνθρωπος, ώστε εμείς συναντώντας τον Κριτήν να τον περιπτυχθούμε ως συγγενή μας• δια να μπορούμε να έχουμε θάρρος, εμείς πού δεν έχουμε παρρησίαν από ιδικά μας κατορθώματα. Διότι όσοι οδηγούνται προ του δικαστικού βήματος και δεν έχουν παρρησίαν από άρετας ιδικάς τους, προσπαθούν να αποκτήσουν παρρησίαν μέσω κάποιου συγγενούς τους.


Ποίον λοιπόν το συμπέρασμα; Ό Θεός έρχεται εδώ να κατοίκηση ως άνθρωπος, όχι μετατοπιζόμενος, άλλα αναδεικνύοντας ορατή την αόρατο φύσιν Του και βλεπόμενος ως άνθρωπος και εμφανιζόμενος εις τους ανθρώπους ως συγγενής τους, καθώς και ό Ευαγγελιστής διακηρύττει λέγοντας: «ό Λόγος σαρξ εγένετο».


Και πώς, λέγουν, έγινε ό Λόγος σάρκα; Πώς είναι δυνατόν ό Θεός Λόγος να έγινε άνθρωπος; Τον τρόπον ζητάς να μάθεις των θαυμάτων του Θεού; Μα αν ήταν προσιτό εις εμάς το ακατάληπτο αυτής της υποθέσεως, τότε δεν θα επρόκειτο περί θαύματος, αλλά περί φυσικού γεγονότος. Έφ' όσον λοιπόν το γεγονός είναι θαύμα και σημείον, άφησε την υπόθεσιν εις τον θαυματουργούντα Δεσπότην. Εκείνο πού εγώ θέλω είναι το να γνωρίσεις ότι τούτο έγινε και το να καρπωθείς δια της πίστεως το εξ αυτού του γεγονότος προερχόμενον κέρδος. Το πώς δε έγινε, αυτό άφησε το εις Εκείνον πού το ενήργησε. Θυμήσου άλλωστε ότι εσύ δείχνεις εμπιστοσύνη εις τον ιατρόν εις ό,τι σου παραγγέλλει και δεν περιεργάζεσαι τον τρόπον της θεραπείας, αλλά εμπιστεύεσαι την ανάρρωσίν σου εις την τέχνη του. Αλλά ούτε και κανείς άλλος πού είναι άπειρος εις μίαν τέχνη δεν περιεργάζεται τον τρόπον του τεχνίτου, παρά γνωρίζει μόνο το τι γίνεται, ενώ δια τον τρόπον επαφίεται εις την τέχνη. Εσύ όμως αναζητάς την λογικήν εξήγησιν όλων όσων εθαυματουργήθησαν από τον Θεόν, μήπως τάχα επειδή χρειάζεσαι να ξέρης τα καθ' έκαστα, δια να θαυματουργής και συ όπως ό Θεός;


Άλλα αυτό πού έλεγα το επαναλαμβάνω και τώρα: Ένα πράγμα του οποίου γνωρίζουμε την λογικήν εξήγησιν δεν είναι ούτε θαύμα ούτε σημείον. Λέγω ένα παράδειγμα: Ό οικοδόμος κτίζει μίαν οικίαν. Γνωρίζουμε την λογική μέθοδο, γνωρίζουμε τα υλικά και πώς ανεμίχθησαν, μπορούμε να περιγράψουμε αυτό πού έγινε, παρά το γεγονός ότι λόγω απειρίας δεν είμαστε ικανοί να το κάνουμε οι ίδιοι.


Έπλασε δια τον εκ γενετής τυφλόν οφθαλμούς από πηλό ό μονογενής Λόγος του Θεού. Αυτό υπερβαίνει την δική μας λογικήν. Το αποκαλούμε θαύμα, διότι δεν ερευνάται με ανθρωπίνους συλλογισμούς. Το ονομάζουμε σημείον, διότι συνέβη καθ' υπέρβασιν των νόμων της φύσεως. Και ναι μεν γνωρίζουμε ότι συνέβη, τον τρόπον όμως δεν μπορούμε να τον εξηγήσουμε. Διότι από πηλό κατασκευάζονται κεραμίδια και πλίνθοι• δεν πλάθεται ή ευγένεια των οφθαλμών, δεν γίνονται οί λεπτοί υμένες, δεν συντίθεται ή ποικιλία της οράσεως, δεν τορνεύονται με τόση ευμορφίαν αποχρώσεων αι λεπτομέρειαι του περιγράμματος τους. Δεν είναι ίδιον της φύσεως του πηλού να προάγεται εις την ευγενή διάπλασιν των οφθαλμών. Λοιπόν αυτό ακριβώς το όποιον δεν επιδέχεται ή φύσις του χώματος —διότι είναι φύσει αδύνατον να πάρη σχήμα οφθαλμού— αυτό το εδέχθη τώρα, πού ό θαυματουργών Κύριος έσυρε την φύσιν προς το θέλημα Του, μια και αυτός δεν είναι υπόδουλος εις την λογικήν της φύσεως.


Λοιπόν μη σκοντάφτης εις την αδυναμία της ανθρωπινής φύσεως και μη λέγεις: Πώς χώρεσε ή ανθρωπινή φύσις τον Θεόν; Πώς έγινε ό Θεός άνθρωπος; Πώς έγινε ό Θεός Λόγος σάρκα πού βλέπεται; Άλλα πίστευε μεν ότι έγινε, την δε γνώσιν του τρόπου δώσε την εις Εκείνον πού το έκανε.


Εάν δε θέλεις να αποσαφήνισης το εν λόγω ζήτημα και με ένα παράδειγμα, εγώ να σου δείξω πώς το ασώματο σωματούται, το αόρατο βλέπεται, το αψηλάφητο ψηλαφάτε, χωρίς να μεταβληθεί ως προς την ιδίαν φύσιν, αλλά προσλαμβάνοντας σχήμα βλεπόμενο και ψηλαφώμενο: Ό λόγος αυτός —ό προφορικός λέγω, των ανθρώπων— τον όποιον χρησιμοποιούμε, δια να συνομιλούμε μεταξύ μας και να εξηγούμε ό ένας εις τον άλλον τας σκέψεις μας, είναι κάτι πού ούτε το βλέπουμε ούτε το ψηλαφούμε με το χέρι, αλλά μόνον το ακροαζόμαστε με την ακοήν.


Προσωνυμίαι του Μονογενούς
Όμως όταν σου φέρνω τον προφορικό λόγο ως παράδειγμα δια τον ενυπόστατον Θεόν Λόγον, προς Θεού μη νομίσεις, ότι λέγω πώς ό Θεός Λόγος είναι προφορικός. Ονομάστηκε Λόγος ό Μονογενής, επειδή ή θεία Γραφή ήθελε να έκφραση το απαθές της γεννήσεως του• διότι και ό νους των ανθρώπων γεννά τον λόγον απαθώς. Δια τούτο ή θεία Γραφή αλλού τον αποκαλεί Υιόν του Πατρός, άλλου τον ονομάζει Λόγον, άλλου πάλι τον αποκαλεί απαύγασμα, χρησιμοποιώντας δι' Αυτόν όλα αυτά τα ονόματα, δια να κατανοείς εσύ τα περί του Χριστού λεγόμενα χωρίς κίνδυνο βλασφημίας. Χρησιμοποίησε δηλαδή δι' Αυτόν διαφορετικός κατά περίσταση προσωνυμίας, επειδή ήθελε να προσάρμοση την διδασκαλία της εις το περί Θεού δόγμα.


Ιδού κάπως τι θέλω να πω : Τον αποκαλεί Μονογενή Υίόν του Πατρός, επειδή θέλησε έτσι να παραστήσει το δόγμα της ομοουσιότητας. Επειδή δηλαδή ό Υιός σου είναι της ιδίας φύσεως με εσένα, δια τούτο, θέλοντας ή Γραφή να κατάδειξη μίαν την ουσία Πατρός και Υιού, ονομάζει Υίόν τον Πατρός τον μονογενή πού εγεννήθη από αυτόν. Έπειτα, επειδή εις εμάς οι λέξεις γέννησις και Υιός εμφαίνουν και το πάθος πού επισυμβαίνει κατά την γέννησιν, δια τούτο αυτόν τον Υιόν τον αποκαλεί και Λόγον, φανερώνοντας με αυτό το όνομα το απαθές της γεννήσεως. Αλλ' επειδή πάλι, όταν κάποιος γίνει πατέρας, ως άνθρωπος είναι αποδεδειγμένως μεγαλύτερος εις την ηλικία από τον υιόν του και ή προσωνυμία αυτή υπονοεί ότι ό πατέρας είναι προγενέστερος του υιού, δια να μην υπόθεσης ότι το αυτό συμβαίνει και εις την θείαν φύσιν και να εννοήσεις ότι ό Μονογενής συνυπάρχει διαρκώς μαζί με τον Πατέρα, καλεί τον Μονογενή απαύγασμα του Πατρός. Διότι το απαύγασμα γεννάται βεβαίως από τον ήλιον, με κανένα τρόπον όμως δεν νοείται μεταγενέστερο του ηλίου• αλλά από τότε πού υπάρχει ό ήλιος, από τότε ακριβώς νοούμεν ότι γεννάται και το απαύγασμα.
Επομένως το ότι συνυπήρχε πάντοτε ό Υιός μαζί με τον Πατέρα, ας σου το εξαγγέλλει το απαύγασμα.• το απαθές της γεννήσεως ας το υποδηλώνει ό Λόγος• το ομοούσιον ας το γνωστοποιεί ό Υιός.


Ό προφορικός και ό γραπτός λόγος
'Αλλά ας επανέλθουμε εις το θέμα μας και ας εξηγήσουμε την εμφάνειαν του Θεού Λόγου, πού ετέχθη σήμερον, και ας δείξουμε με ένα παράδειγμα πώς αυτό πού φύσει δεν βλέπεται γίνεται ορατό και αυτό πού εκ της ασωμάτου φύσεως του δεν ψηλαφάτε το ευρίσκουμε να ψηλαφάτε. Ό λόγος λοιπόν (εννοώ αυτόν πού προφέρουν τα χείλη μας εις τας συνομιλίας μας, αυτόν πού όλοι χρησιμοποιούμε) είναι λόγος ασώματος, δίχως ούτε αντιληπτός να γίνεται δια της δράσεως ούτε να ψηλαφάτε δια της αφής. Ας υποθέσουμε δηλαδή πώς κάποιος ομιλεί προς κάποιον άλλον. Μήπως άραγε εμφανίζεται ό εκφερόμενος λόγος; Μήπως άραγε ψηλαφούμε με το χέρι τον λόγον πού εκχύνεται από το στόμα του; Εάν όμως αυτά πού είπε τα γράψεις εις το χαρτί, αυτό πού προηγουμένως δεν έβλεπες, τώρα το βλέπεις• και την μορφή του λόγου, την οποίαν προηγουμένως δεν ψηλαφούσες, τώρα την ψηλαφάς μέσω του χαρτιού και των γραμμάτων. Ποία ή αιτία; Διότι ό ασώματος λόγος ενεδύθη το σώμα του χάρτου και το σχήμα των στοιχείων.


Τώρα λοιπόν που έγινε σαφές το παράδειγμα και θυμήθηκες μίαν τόσο συνηθισμένη περίπτωσιν, έλα να δείξουμε πώς ό μονογενής Υιός του Θεού, ό Θεός Λόγος, αυτός πού συνυπήρχε προαιωνίως μαζί με τον Πατέρα, ενώ πριν ήταν ασώματος κατά την φύσιν, υστέρα προσέλαβε την ανθρώπινη φύσιν και ετέχθη δια της Παρθένου, όχι κάμνοντας αρχήν του να υπάρχη ως Θεός, άλλα κάμνοντας αρχήν του να εμφανιστεί ως άνθρωπος. Μη πεις δηλαδή: Αφού ό Μονογενής έχει γεννηθεί από τον Πατέρα, πώς ετέχθη πάλι από την Παρθένον; Από τον Πατέρα έχει γεννηθεί ως προς την θείαν φύσιν, από την Παρθένον γεννάται χάριν οικονομίας• το πρώτον ως Θεός, το δεύτερον ως άνθρωπος.


Διότι κατ' αντιστοιχία και ό δικός σου λόγος είναι γέννημα της διανοίας σου. Όταν λοιπόν εσύ αυτόν τον λόγον πού έτεκεν ό νους σου θέλησης να τον Βάλης μέσα εις στοιχεία και γράμματα και να τον αποτύπωσης εις το χαρτί, πιάνεις και γράφεις με το χέρι τα γράμματα. Και τότε τρόπον τινά γεννάς και πάλι τον λόγον δια της χειρός, χωρίς αυτό να σημαίνει πώς, όταν αυτός εγράφη με το χέρι, τότε και έλαβε αρχήν του να υπάρχει• ούτε ότι, όταν το χέρι απετύπωνε τα γράμματα, τότε και αυτός ήλθε εις την ύπαρξιν. Άλλα από τον νουν μεν έχει ό λόγος γεννηθεί, από το χέρι δε εδέχθη την αρχήν του να φαίνεται, όταν εκείνο απετύπωνε τα γράμματα.


Τώρα λοιπόν πού έγινε το παράδειγμα σαφές και ή εικών αυτή μας εφάνη τόσο γνώριμη, έλα να εφαρμόσουμε την εικόνα εις το πρωτότυπο: Εδώ νους, εκεί Πατήρ. Εδώ βλέπεις λόγον πού γεννάται από τον νουν, εκεί σκέψου ουσιώδη και ενυπόστατον Λόγον γεννημένον από τον Πατέρα. Εδώ βλέπεις χέρι να γεννά λόγον δια μέσου των γραμμάτων, εκεί σκέψου Παρθένον να γεννά τον Λόγον δια του σώματος. Προς Θεού, όχι ότι δι' αυτού του τόκου έδωσε την αρχήν της Θεότητας, αλλά το να εμφανιστεί ό Θεός εις τους ανθρώπους με το να γίνη άνθρωπος.


Ό άνθρωπος αντάξιο κατοικητήριο του Θεού
Έτσι, αφού Εκείνος έγινε αυτό πού είμαι κι εγώ, εγεννήθη κατ' ανάγκην το ίδιο όπως και εγώ, παίρνοντας κατ' ανάγκην μαζί με την φύσιν μου και την γέννησίν μου. Δια τούτο και γέννησιν προσέλαβε ό Θεός Λόγος, και δια μητέρα διάλεξε την Παρθένον, και εις τον κόσμον ήλθε δια μέσου μήτρας πού εκοσμείτο με την παρθενία. Τίποτε άλλωστε από όσα έπλασε ό Θεός δεν το βδελύσσεται, επειδή ακριβώς κανένα από τα έργα Του δεν επλάσθει ανάξιο Αυτού. Όλα είναι καλά, και μάλιστα καλά λίαν, εάν τα δούμε όπως τα είδεν ό Πλάστης τους, όταν τα δημιούργησε. Διότι «είδεν ό Θεός τα πάντα όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν». Βλέπε τα όλα με απαθείς οφθαλμούς και, εάν τα βλέπεις όπως ό Θεός, είναι λίαν καλά. Εξόρισε την εμπάθεια, και θα γνωρίσεις την ευγενή κατασκευήν του δημιουργήματος. τι το θαυμαστόν λοιπόν, αν ό Θεός εσκήνωσεν εις ιδικόν Του έργον και ιδικόν Του οίκον;


Εσύ όμως λέγεις ότι εις μεν τον ουρανόν κατοικεί ανταξίως, τον ανθρωπον όμως τον θεωρείς ανάξιον προς διαμονήν Του, διακρίνοντας έτσι τα πράγματα όχι σύμφωνα με την λογικήν, αλλά με την εμπάθεια και την προκατάληψιν. Διότι πες μου, τι είναι υψηλότερων: ό ουρανός ή ό άνθρωπος; Παρακαλώ όμως, μη στρέψης την προσοχήν σου εις την λαμπρότητα των στοιχείων μήτε να κάνης διάκρισιν των φύσεων με βάσιν την ευμορφίαν και τα χρώματα μήτε να εντυπωσιασθείς από την εκπεμπόμενη από τον ήλιον ακτινοβολία μήτε από το ότι «εγώ δέρμα τε και κρέας ενδέδυμαι», κατά τον θείον Ιώβ. Άλλα την ευγένεια εξέτασε της λογικής ψυχής• βλέπε την κατασκευήν του άνθρωπου και θαύμασε αυτήν την ζώσαν ύπαρξιν. Έχει νουν πού μπορεί να εξουσιάζει και να κυβερνά όλα τα ζώα. Του εδόθησαν χέρια πού υπηρετούν εις την σοφία του νου, όργανα προς εργασίαν κάθε είδους τέχνης. Μόνος αυτός από όλα τα κτίσματα επλάσθει ελεύθερος από καταναγκασμό μόνον τον άνθρωπον έκτισε ό Θεός κύριον της ιδίας προαιρέσεως. Δεν βλέπεις τον ήλιον πού αναγκαστικώς διατρέχει προκαθορισμένη διαδρομή; Δεν βλέπεις την πορείαν του πού έχει μίαν και μοναδική κατεύθυνση; Διατί; Διότι δεν επλάσθει κύριος της ιδίας προαιρέσεως. Ενώ εσύ βγαίνεις έξω ελεύθερος• κάνεις ότι θέλεις• δεν έχεις κάποιον καταναγκασμό να σε ωθεί δια της βίας• έχεις κατεστάθη ελεύθερος εις την ψυχήν. Ό ήλιος είναι δούλος της ανάγκης• ό άνθρωπος όμως ελεύθερος κατά την προαίρεσιν. Ποίος λοιπόν είναι ανώτερος, πες μου: ό δούλος ή ό ελεύθερος; Ό υπό τον ζυγόν της ανάγκης ή ό λυμένος από κάθε δεσμό ανάγκης; Καθόλου θαυμαστόν, καθόλου παράδοξο, αν ό Θεός κατοίκησε μέσα εις τον ανθρωπον, τον όποιον μόλις έπλασε ως δική Του εικόνα, αμέσως ευηρεστήθη εις αυτόν.


Την περί του ανθρώπου πρόθεσίν του ό Θεός την έδειξε ευθύς αμέσως εις την αρχήν της δημιουργίας, όταν έλαβε χώμα από την γήν και τον έπλασε κατασκευάζοντας μίαν εικόνα της ιδικής Του θεότητας. Διατί λοιπόν αυτόν πού έμελλε να τίμηση ως προς την κατασκευήν, τον έπλασε από τόσο ευτελή πρώτη ύλη; Διατί δεν έλαβε από την λαμπρότητα του ηλίου, δια να δημιουργήσει από αυτήν και τον ίδιον τον άνθρωπον, αλλά τον διαπλάθει από γήν και χώμα, στοιχείων πού κείται κάτω εις το έδαφος και το πατούν όλοι; Θέλεις να μάθεις δια ποίον λόγον; Μια και έμελλε να τίμηση τον άνθρωπον με την δική Του εικόνα, του δίδει ευτελή την πρώτη ύλη, ώστε ή υπερβολική τιμή να μην κάνη τον άνθρωπον να επαρθεί και να παραφρονήσει. Έτσι ώστε, όταν τον τίμηση υπέρ την φύσιν του, να συσταλή με την μνήμην της φύσεως του και να καταλάβει ότι το μέγεθος της τιμής δεν είναι αποτέλεσμα της ιδικής του αξίας, αλλά της χάριτος εκείνου που του το έδωσε. Αρα και τούτο φιλανθρωπία του Κτιστού ήταν, το ότι ή εικόνα του Θεού είχε την σύστασίν της από την γήν. Διότι αυτή ή σύστασης της ήταν μία εγγύησης, δια να ταπεινοφρονή.


Ώστε ό άνθρωπος είναι ευγενής ύπαρξης, παρά το γεγονός ότι υστέρα περιέπεσε εις ατιμίαν με τα παθήματα που του συνέβησαν. Μη τον βλέπεις τώρα πού σκόνταψε, αλλά αναλογίσου την ευγένεια της εικόνος του Θεού κατά την προ της παραβάσεως περίοδο. Διατί λοιπόν τον καταφρονείς ως ευτελή, τώρα πού εξέπεσε, χωρίς να υπολογίζεις την πάλαιαν τιμήν του, την οποίαν του έδωσε πάλι πίσω ό Θεός με πολλήν γενναιοδωρία, ενώνοντας πλέον την εικόνα Του με τον Εαυτόν Του; Άρα τίποτε το απάδον προς την φιλανθρωπία Εκείνου δεν συνέβη. Ούτε είναι άλλωστε ατιμωτικό δι' ένα αγαθόν κύριον το να γίνει συμμέτοχος του δούλου εις τα του δούλου, δια να ωφελήσει τον δούλον. Με αυτά δεν ατιμάζεται ό αγαθός, αλλά φαίνεται καλύτερα το τι ακριβώς αυτός είναι.


Και μη σου φανεί το πράγμα παράξενο. Διότι και τώρα, αν εσύ κατάρτισης τον εαυτόν σου οίκον Θεού, κατοικεί και εις εσένα• αν και όχι το ίδιο όπως και εις τον Χριστόν διότι εις τον Χριστόν «κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητας σωματικώς». τι θαυμαστόν γεγονός! Όλον το πλήρωμα της θεότητας κατοικεί σωματικώς εις ένα και συγχρόνως πληροί τα πάντα και ξεπερνά την κτίσιν, ευρισκόμενος Όλος εις Ένα, και δίχως να χωρίζεται καθόλου από τα κτίσματα.


Και μη σου φαίνεται αδύνατον αυτό πού είπαμε. Παραδείγματος χάριν, κι εγώ τώρα προφέρω κάποιον λόγον. Αυτός ό λόγος υπάρχει εις τον ένα και συγχρόνως έλαβε ύπαρξιν και εις πάντας• και ολόκληρο τον λόγον τον χώρεσε ένας και από το πλήθος ό λόγος δεν περιορίζεται. Αν λοιπόν αυτό το πράγμα πού γίνεται και μετά χάνεται και εις τον ένα κατοικεί ολόκληρο και εις όλους υπάρχει, διατί σου φαίνεται παράξενο, αν ό Θεός και ολόκληρος εις τον Χριστόν κατοίκησε και εις τα πάντα ευρίσκεται;


Ό Θεός πάσχει
Θέμα λοιπόν της σημερινής πανηγύρεως το ότι ό Θεός έγινε άνθρωπος, προσλαμβάνοντας τα ανθρώπινα, δια να μας μεταδώσει τα θεϊκά• οικειοποιούμενος τα ακατηγόρητα πάθη της φύσεως μας, δια να μας χαρίσει την απάθεια υφιστάμενος θάνατον, δια να μας δωρίσει την αθανασίαν. Και λέγομε ότι ιδιοποιήθηκε τα ακατηγόρητα πάθη των ανθρώπων, όχι μεταβληθείς ως προς την φύσιν Του, αλλά προσλαμβάνοντας τούτο με την θέλησίν Του. Και πολύ ορθώς τα πράττει αυτά, διότι θέλει να σώσει τον άνθρωπον.


Δια ποίαν λοιπόν αιτία ιδιοποιήθηκε τα ακατηγόρητα πάθη των ανθρώπων; Επειδή ήθελε να αναίρεση το πάθος με πάθος και να κατάργηση τον θάνατον με θάνατον και να καταπαλαίση τα ομοειδή με τα ομοειδή. Οικειοποιείται τον σταυρόν, ιδιοποιείται το ράπισμα, έκαμε δικά Του τα δεσμά. Ούτως ώστε τα πάθη, με το να γίνουν θεϊκά, κατά των παθών να λάβουν την εξουσίαν. Ούτε δηλαδή ή φύσις του Θεού εζημιώθη (διότι εδέχθη τα πάθη χωρίς να αλλοιωθεί) και τα πάθη έλαβαν ισχύν από τον Θεόν κατά των ομοειδών τους .Έτσι λοιπόν ό θάνατος, με το να γίνει του Θεού, καταργεί τον θάνατον. Και πεθαίνοντας Εκείνος καταλύει την έξουσίαν του θανάτου, επειδή ήταν και Θεός και άνθρωπος μαζί. Διότι δεν εσταύρωσαν απλό άνθρωπον οι Ιουδαίοι ούτε κάρφωσαν μόνον την ορατή φύσιν. 'Αλλά τα τολμήματα αυτά τα κατέφεραν κατά του Θεού, πού ήταν μέσα εις εκείνη και είχε οικειοποιηθεί τα πάθη της ηνωμένης προς αυτόν φύσεως.


Και δια να σου γίνει και αυτό σαφές, ας επαναφέρουμε τον λόγον εις το παράδειγμα πού είπαμε εις την αρχήν. Ας φαντασθούμε ένα βασιλέα να εκφέρει κάποιον λόγον και αυτόν να τον αποτυπώνουν με γράμματα εις ένα χαρτί, δια να αποστείλουν εις τας πόλεις την λεγομένη Σάκραν – αυτοκρατορικό έγγραφο- δηλαδή ένα λόγον ντυμένο σε χαρτί και γράμματα, πού να χαρίζει ελευθέρια ή να φέρνει άλλα δώρα βασιλικά εις τους έχοντας ανάγκην. Ας υποθέσουμε όμως ότι αυτή ή Σάκρα, όπως ονομάζεται εις την γλώσσαν των Ιταλών, περιπίπτει εις χείρας αναξιόπιστου και απείθαρχου ανθρώπου και εχθρού της πόλεως και αντιπάλου του βασιλέως, ό όποιος παίρνει το χαρτί και το σχίζει. τι σχίσθηκε εις αυτήν την περίπτωσιν; πες μου: το χαρτί μόνον ή και ό βασιλικός λόγος; Και βεβαίως, εάν σχίσθηκε μόνον το χαρτί, θα ήταν εύκολων δια τον δράστη να πλήρωση μόνον την φθοράν του υλικού και να απαλλασσόταν ή το πολύ να του επιβαλλόταν πρόστιμο πέντε μόνον οβολών. Αντιθέτως όμως, καταδικάζεται εις την εσχάτη των ποινών και τιμωρείται και παίρνει τον δρόμο προς τον θάνατον, όχι επειδή κατέστρεψε μόνο ένα χαρτί, αλλά επειδή έσχιζε λόγον βασιλικόν.


Βεβαίως ό λόγος του βασιλέως κατά την φύσιν του δεν είναι δυνατόν να πάθη τίποτε, ούτε να κρατηθεί εις τα χέρια ούτε να σχισθεί. Παρά ταύτα όμως και αυτός εσχίσθη με το να οικειοποιηθεί το πάθος του χαρτιού και των γραμμάτων. Βλέπεις πώς και το απαθές δέχεται πάθος, όταν γίνει συμμέτοχο παθητικής φύσεως; Δηλαδή, και ο λόγος δεν σχίσθηκε ως προς την δική του φύσιν, και το πάθος εδέχθη του χαρτιού και των στοιχείων.


Ας μη ξεθαρρεύει λοιπόν ό Ιουδαίος, ωσάν τάχα να σταύρωσε απλό άνθρωπον. Αυτό πού φαινόταν ήταν χαρτί, αυτό όμως πού κρυβόταν εις αυτό ήταν λόγος βασιλικός, και μάλιστα λόγος πού εξήλθε ως εκ της ιδίας της φύσεως του και όχι δια μέσου κάποιας γλώσσης. Διότι ό Μονογενής καλείται βεβαίως Λόγος, όχι όμως προφορικός, αλλά ουσιώδης και ενυπόστατος. Και ποτέ δεν πάσχει τίποτε ως προς την φύσιν την δική του —διότι είναι Λόγος απαθής— ιδιοποιείται όμως τα παθήματα του ορατού σώματος του. Και όπως ακριβώς ό βασιλικός λόγος και εδέχθη αυτός ό ίδιος την φύσιν των γραμμάτων και το πάθος του χαρτιού ιδιοποιήθηκε, έτσι και ό μονογενής Λόγος του Θεού ιδιοποιήθηκε τα πάθη του σταυρωθέντος σώματος. Δια τούτο, όπως ακριβώς αυτός που κατέστρεψε την βασιλική Σάκραν οδηγείται εις τον θάνατον, επειδή έσχιζε τον λόγον του βασιλέως, έτσι και ό Ιουδαίος πού σταύρωσε το ορατό σώμα θα τιμωρηθεί, επειδή επεξέτεινε το τόλμημα του εις αυτόν τον ίδιον τον Θεόν Λόγον. Διότι του λοιπού ό Θεός θα τιμωρήσει ως δικό Του πάθημα το γεγονός.


Επίλογος
Αρκετά όμως αυτά πού είπαμε. Διότι πρέπει να λαμβάνουμε υπ' όψιν και την δική σας μνήμην, μια και το πλήθος των λεγομένων καταποντίζει την διάνοιαν του ακροατού και τον κάνει να μην ενθυμείτε τα όσα ελέχθησαν. Είθε λοιπόν με την χάριν του Θεού κι αυτά πού ελέχθησαν να τα συγκρατήσετε εις την μνήμην σας και άλλους να ωφελήσετε με αυτά και χάριν αυτού να κληρονομήσετε την Βασιλείαν των Ουρανών. Την οποίαν είθε να αξιωθούμε όλοι με την χάριν του Χριστού, ω ή δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ.
Ι. ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΆΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ 1990