Ἂν μπορεῖς στὴν πλάση τούτη, νὰ περιφρονεῖς τὰ πλούτη
κι ἂν μπορεῖς καὶ στοὺς ἐχθρούς σου νὰ σκορπίζεις τὸ καλὸ.
Ἂν μπορεῖς στὴν τρικυμία, νὰ κρατήσεις ψυχραιμία
καὶ ἂν οἱ ἔπαινοι τῶν γύρω, δὲν σοῦ παίρνουν τὸ μυαλὸ.
Ἂν μπορεῖς μέ μας νὰ παίξεις, κάθε τί ποὺ ’χεις κερδίσει
στὴν καταστροφὴ ν’ ἀντέξεις καὶ νὰ βρίσκεις κάποια λύση.
Ἂν μπορεῖς νὰ ὑποτάξεις πνεῦμα, σῶμα καὶ καρδιὰ
ἂν μπορεῖς ὅταν σὲ βρίζουν νὰ μὴ βγάζεις τσιμουδιὰ.
Ἂν μπορεῖς στὴν καταιγίδα, νὰ μὴ χάσεις τὴν ἐλπίδα
καὶ ἂν μπορεῖς νὰ συγχωρήσεις, ὅταν σὲ ἔχουν ἀδικήσει.
Ἂν μποροῦσες τ’ ὄνειρό σου, νὰ μὴ γίνει ὁ ὄλεθρός σου
κι ἂν μποροῦσες ν’ ἀγαπήσεις ὅσους σὲ ’χουνε μισήσει.
Ἂν μπορεῖς νὰ εἶσαι ὁ ἴδιος στὴ χαρὰ καὶ στὴν ὀδύνη
ἂν ἡ πίστις στὴν ψυχή σου μπρὸς σὲ τίποτα δὲν σβήνει.
Ἂν μιλώντας μὲ τὰ πλήθη, τὴν συνείδηση δὲν χάνεις
ἂν μπορέσεις νὰ χωνέψεις πὼς μία μέρα θὰ πεθάνεις.
Ἂν ποτὲ δὲν σὲ μεθύσει τοῦ θριάμβου τὸ κρασὶ
ἂν στὰ ψέμματα τῶν ἄλλων δὲν λὲς ψέμματα καὶ σὺ.
Ἂν μπορεῖς νὰ μὴ θυμώνεις, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ κλαῖς
ὅταν τ’ ἄδικά σου λένε καὶ σὺ μονάχα φταῖς.
Ἂν μπορεῖς μὲ ἠρεμία δίχως νεῦρα ἢ δυσφορία
καὶ τὰ ἴδια σου τὰ λόγια νὰ τ’ ἀκοῦς παραλλαγμένα.
Ἂν μπορεῖς κάθε λεπτό σου νὰ ’ναι μιά δημιουργία
καὶ ποτέ σου νὰ μὴ μένεις μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα.
Ἂν οἱ φίλοι κι οἱ ἐχθροί σου δὲν μποροῦν νὰ σὲ πληγώσουν
κι ἂν κι οἱ σχέσεις μὲ μεγάλους τὰ μυαλὰ δέ σοῦ σηκώσουν
καὶ τούς πάντες λογαριάζεις μὰ κανένα χωριστὰ.
Ἂν μπορέσεις νὰ φυλάξεις καὶ τὰ ξένα μυστικὰ.
Ἒ παιδί μου τότε … Θὰ μπορέσεις νὰ ἀπολαύσεις
ὅπως πρέπει τὴ ζωή σου θὰ ’σαι ἄνθρωπος σπουδαῖος
κι ὅλη ἡ ΓΗ ΘΑ ’ΝΑΙ ΔΙΚΗ ΣΟΥ.
Γράφτηκε ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ποιητὴ Ρ. Κίπλινγκ (1865-1936). Στὴ διαθήκη του ἄφησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του σὲ κοινωφελή ἱδρύματα καὶ στὸν μοναδικό του γιὸ τὸ ἀνωτέρω ποίημα ( Ἂν ) ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ βραβεῖο Νόμπελ Λογοτεχνίας τὸ 1907.