Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η Εορτή του Ευαγγελισμού (μέρος Α)

Γ. Ν. Φίλιας

Από Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας,
Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002


1. Η δημιουργία της εορτής

Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου είναι η μόνη θεομητορική, τα γεγονότα της οποίας μαρτυρούνται από βιβλικό κείμενο, το Λκ. A', 26-38(1), συγχρόνως δε από την απόκρυφη πηγή του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου(2). Δύο παραμέτρους της εορτής θα προσπαθήσουμε αρχικώς να διερευνήσουμε: την εποχή συστάσεώς της και την αιτία καθορισμού της στις 25 Μαρτίου.


(i) Η εποχή συστάσεως

Ο Ευαγγελισμός(3) αποτελεί το σωτηριώδες γεγονός της αναγγελίας και συλλήψεως του Κυρίου. Είναι σφάλμα να ταυτίζουμε το γεγονός αυτό με την εορτή. Η διήγηση του κατά Λουκάν είναι παρούσα στα αρχαιότερα Σύμβολα της πίστεως (ήδη από το 2ο αι.), καθώς και στις παλαιοχριστιανικές παραδόσεις, σε εποχή όμως κατά την οποία δεν υφίσταται εορτή του Ευαγγελισμού(4). Αποτελεί, άλλωστε, κανόνα της ιστορίας των εορτών η ύπαρξη ενός ιερού γεγονότος στη συνείδηση της Εκκλησίας χωρίς να συνοδεύεται εξ αρχής από την εορτολογική θεσμοθέτηση.


Σύνηθες, επίσης, φαινόμενο στην εορτολογία αποτελεί το γεγονός προελεύσεως μιας εορτής από την ύπαρξη ναού σχετικού με τα γεγονότα της εορτής. Γνωρίζουμε ότι η αγ. Ελένη είχε ανεγείρει βασιλική στη Ναζαρέτ, εκεί όπου κατά την παράδοση βρισκόταν ο οίκος στον οποίο πραγματοποιήθηκε ο Ευαγγελισμός(5). Είναι προφανές ότι περί το ναό αυτό θα είχε διαμορφωθεί κάποια τιμή προς τη Θεοτόκο και το γεγονός του Ευαγγελισμού, η οποία όμως δε θα συνιστούσε θεσμοθετημένη ημερολογιακώς εορτή, οπωσδήποτε δε η ύπαρξή της θα εξαντλείτο στα όρια της πόλεως. Αν όχι για τον συγκεκριμένο τόπο, φαίνεται πάντως ότι στη Ναζαρέτ υφίστατο τιμή της Θεοτόκου, όπως απέδειξαν οι ανασκαφές στα θεμέλια της βυζαντινής βασιλικής, όπου ανακαλύφθηκε στήλη επί της οποίας ήσαν χαραγμένες οι λέξεις «χαίρε Μαρία»(6) .

Εφόσον οι εξελίξεις αυτές επισυμβαίνουν διαρκούντος του 4ου αι., το ενδιαφέρον μας στρέφεται προς τη μοναδική πηγή του τέλους του 4ου αι, στην οποία καταγράφονται εορτές των Ιεροσολύμων και, ευρύτερον, της χριστιανικής Παλαιστίνης: το «Οδοιπορικό της Αιθερίας».Η προσκυνήτρια Αιθερία καταγράφει αναλυτικότατα εορτές και ακολουθίες. Εάν η περί τη βασιλική της Ναζαρέτ τιμή της Θεοτόκου είχε θεσμοθετηθεί ημερολογιακώς, η Αιθερία θα αναφερόταν οπωσδήποτε. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε στα πλαίσια μελέτης προηγούμενων θεομητορικών εορτών, από τη διήγηση της Αιθερίας ελλείπει το τμήμα της προ των Χριστουγέννων περιόδου. Θα μπορούσε να υπάρχει κατά το εν λόγω τμήμα κάποια εορτή τιμής της συλλήψεως του Κυρίου; Σε παρόμοια υποψία μας εισάγει ο Θεόδωρος Πέτρας, ο οποίος βιογραφώντας περί το 530 Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη αναφέρει ότι, κατά περίοδον, άπαξ του ενιαυτού, της Θεοτόκου μνήμην επιτελούμεν’(7), αναφερόμενος εμμέσως σε Κυριακή προ των Χριστουγέννων(8). Η μαρτυρία αυτή οδήγησε κάποιους να υποστηρίξουν -όχι χωρίς ερείσματα- ότι η εορτή του Ευαγγελισμού, ως τιμή του γεγονότος της συλλήψεως του Χριστού, ήταν συνυφασμένη με τη Γέννησή του, προφανώς δε η από του 4ου αι και εκ της βασιλικής της Ναζαρέτ προελθούσα τιμή της Θεοτόκου θα πρέπει να συνυφαίνεται με την εορτή των Χριστουγέννων(9), χωρίς όμως να γνωρίζουμε την ακριβή επιτέλεσή της (εάν δηλαδή ετελείτο προ ή μετά τα Χριστούγεννα). Μελετώντας τις εορτές στην Εκκλησία της Αντιοχείας μετά τον 4ο αι., ο A. Baumstark αποδεικνύει ότι εκεί υφίστατο εορτή του Ευαγγελισμού προ των Χριστουγέννων(10). Η Αντιόχεια εδέχετο την άμεση επίδραση από τα Ιεροσόλυμα ως προς τη Λατρεία. Θα ήταν, επομένως, απολύτως νόμιμο να συμπεράνουμε ότι ο παλαιότερος εορτασμός του Ευαγγελισμού στο περιβάλλον της Παλαιστίνης τοποθετείται κατά την προ των Χριστουγέννων περίοδο. Ο Μ. Jugie απέδειξε ότι το ίδιο ίσχυε στις αρχές του 5ου αι. στην Κωνσταντινούπολη(11), ενώ το ίδιο διαπιστώνουμε σε μεταγενέστερα εορτολόγια της Δύσεως (όπως το Μοζαραβικό και το Αμβροσιανό), σύμφωνα με τα οποία η εορτή του Ευαγγελισμού τοποθετείται στις 18 Δεκεμβρίου(12).

Περί του θέματος εορτασμού του Ευαγγελισμού κατά την προ των Χριστουγέννων περίοδο θα πρέπει να αξιολογηθούν δύο από τις αρχαιότερες θεομητορικές Ομιλίες εκκλησιαστικών συγγραφέων, αμφότερες του 5ου αι.: πρόκειται περί της Ομιλίας «Εις την αγίαν Μαρίαν την Θεοτόκον» του ιεροσολυμίτη πρεσβυτέρου Χρυσίππου(13) (+πρώτο ήμισυ 5ου αι.) καθώς και περί της αντιστοίχου «Εις την αγίαν Μαρίαν την Θεοτόκον και εις την αγίαν του Χριστού Γέννησιν» του Θεοδότου Αγκύρας (+438-446)(14) εν λόγω Θεόδοτος υπήρξε εξέχον μέλος της Γ' Οικουμενικής Συνόδου(15), επομένως εκ των Πατέρων οι οποίοι αγωνίσθηκαν για την περί Θεοτόκου ορθόδοξη διδασκαλία. Στην Ομιλία του μας προϊδεάζει ήδη από τον τίτλο περί συνάφειας κάποιων γεγονότων περί την «αγία Μαρία» (επεξηγεί σαφώς ότι πρόκειται περί των γεγονότων του Ευαγγελισμού (16) και του γεγονότος της Γεννήσεως του Χριστού. Χωρίς, επομένως, να παρέχει πληροφορίες για ιδιαίτερη εορτή του Ευαγγελισμού, υποδηλώνει ότι τα δύο γεγονότα (Ευαγγελισμός και Χριστούγεννα) εορτάζονταν με χρονική εγγύτητα.

Αλλά και ο Χρύσιππος συνδέει τον εορτασμό του Ευαγγελισμού με τα Χριστούγεννα, τα οποία θεωρεί ως τον κατάλληλο χρόνο συνάφειας με τα γεγονότα του Ευαγγελισμού(17). Μαζί με το Θεόδοτο Αγκύρας απηχούν την παλαιά παράδοση περί εορτασμού του Ευαγγελισμού σε συνάφεια με την εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου. Η σύλληψη του Χριστού (Ευαγγελισμός) και

Η Γέννησή του ευρίσκοντο στο σύνδεσμο δύο αλληλοδιαδόχων γεγονότων. Και ενώ η λογική θα ετοποθετούσε τη σύλληψη εννέα μήνες προ της Γεννήσεως, αυτό φαίνεται ότι δεν ίσχυσε κατά τα πρώτα στάδια επιτελέσεως της εορτής, αλλά απετέλεσε μεταγενέστερη εορτολογική παράμετρο.

Τα συμπεράσματα περί ενός εορτασμού του Ευαγγελισμού κατά την προ των Χριστουγέννων περίοδο διαρκούντος του 4ου και 5ου αι. αμφισβήτησε ο Dom Cabrol. Παρατηρώντας την αναφορά του «Οδοιπορικού της Αιθερίας» (τέλη 4ου αι.) σε τέλεση Λειτουργίας στη Βηθλεέμ -και συγκεκριμένως στο σπήλαιο της Γεννήσεως- κατά τον εορτασμό της Αναλήψεως, διετύπωσε την άποψη ότι πρόκειται περί συνεορτασμού του Ευαγγελισμού, μη μαρτυρούμενου κατά τρόπο άμεσο υπό της Αιθερίας(18). Το συμπέρασμα του Cabrol στερείται τεκμηριώσεως, πολύ περισσότερο εφόσον η Αιθερία δεν συνηθίζει να αποκρύπτει εορτές και ακολουθίες οι οποίες υφίσταντο. Πουθενά, άλλωστε, κατά τους 4ο και 5ο αι. δεν μαρτυρείται εορτασμός του Ευαγγελισμού την περίοδο της ανοίξεως (περίπου τότε τοποθετείται η εορτή της Αναλήψεως), παρά μόνο στην εορτολογική παράδοση της Αρμενικής Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η εορτή του Ευαγγελισμού ονομάζεται «Αβεδούκ» και τελείται στις 7 Απριλίου, εννέα μήνες δηλαδή προ των Θεοφανίων (ημερομηνίας εορτασμού της Γεννήσεως του Χριστού κατά την αρμενική παράδοση)(19).

Μικρή σύνοψη όλων των παραπάνω: μετά την ανέγερση ναού στη Ναζαρέτ από την αγ.Ελένη ενεργοποιείται η τιμή του γεγονότος του Ευαγγελισμού, χωρίς όμως να υπάρχει ακόμα συγκεκριμένος κατ' έτος εορτασμός. Από τις αρχές του 5ου αι. υπάρχουν ενδείξεις ότι παρόμοιος εορτασμός συνδυάζεται με την εορτή των Χριστουγέννων, χωρίς όμως πάλι να γίνεται λόγος «expressis verbis» περί εορτής του Ευαγγελισμού. Ο 51ος κανόνας της συνόδου της Λαοδικείας (4ος αι.) απαγορεύει την κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή τέλεση θείας Λειτουργίας σε ημέρες εορτών, εκτός Σαββάτου και Κυριακής(20). Στις εορτές αυτές, όμως, δεν γίνεται μνεία του Ευαγγελισμού, γεγονός ευνόητο περί του 4ου αι. Σε αναλόγου περιεχομένου, όμως, κανόνα, τον 52ο της εν Τρούλλω (692) καθορίζεται ότι «κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού δεν τελείται Λειτουργία των Προηγιασμένων»(21).

Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο Συνόδων (Λαοδικείας και εν Τρούλλω) θεσμοθετείται η εορτή του Ευαγγελισμού, εφόσον τον 4ο αι. δεν αναφέρεται κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ενώ τον 7ο αι. υφίσταται. Η εορτή, επομένως, είναι μεταγενέστερη του 4ου αι., γι’αυτό και θεωρούνται ως μη γνήσιες οι περί Ευαγγελισμού Ομιλίες προγενεστέρων συγγραφέων, όπως Γρηγορίου του Θαυματουργού (3ος αι.) και Μ. Αθανασίου (4ος αι.)(22). Πόσο περισσότερο συγκεκριμένοι μπορούμε να γίνουμε ως προς την εποχή της θεσμοθετήσεως;

Θα θέλαμε να συμμεριστούμε τη βεβαιότητα του Β. Στεφανίδη όταν γράφει ότι, «η εορτή του Ευαγγελισμού απαντά κατά την 6η εκατονταετηρίδα στην Ανατολή, ιδρυθείσα πιθανώς εν Μικρά Ασία, σύμφωνα με το σχετικό εγκώμιο του Αβραάμ Εφέσου»(23). Ο Αβράμιος Εφέσου γράφει περί το 530-550, αφήνοντας να εννοηθεί ότι προ αυτού δεν υπάρχει κάποιος συγγραφέας περί της εορτής του Ευαγγελισμού(24). Ο Αβράμιος, όμως, έζησε στα Ιεροσόλυμα, όπου και εξεφώνησε τη σχετική Ομιλία του στον Ευαγγελισμό (θα αποτελέσει παρακάτω αντικείμενο μελέτης). Η μαρτυρία του είναι από τις πρώτες περί της εορτής(25), χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι «ιδρύθηκε από αυτόν», κατά την έκφραση του Β. Στεφανίδη. Η εορτή του Ευαγγελισμού δεν μπορεί να έχει συγκεκριμένο ιδρυτή σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εφόσον κατά τα φαινόμενα υπήρξε αποτέλεσμα «ιστορικών διεργασιών». Ο Αβράμιος Εφέσου, άλλωστε, αναφέρεται σε εορτή του Ευαγγελισμού, αλλά όχι σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Μήπως, επομένως, απηχεί ακόμα την παράδοση του 5ου αι. περί εορτασμού του Ευαγγελισμού προ της περιόδου των Χριστουγέννων;

Η σαφής μαρτυρία -και συγχρόνως η πρώτη χρονολογικώς- περί εορτασμού του Ευαγγελισμού την 25η Μαρτίου παρέχεται από το «Πασχάλιο χρονικό» (624), στο οποίο παρέχεται η πληροφορία ότι η εορτή «συνεστήθη την 25η Μαρτίου υπό των αγίων Πατέρων»(26). Είναι αδύνατον να καθορισθεί επακριβώς το ποιοι είναι οι μνημονευόμενοι «άγιοι Πατέρες». Προφανώς η αναφορά δεν γίνεται σε Πατέρες κάποιας Οικουμενικής Συνόδου. Γι' αυτό είναι ορθότερη η παρατήρηση του Δ. Μωραΐτη -σε σχέση με την του Β. Στεφανίδη- ότι υπήρξε σταδιακή διαμόρφωση της εορτής από τα μέσα του 5ου αι.(27), γεγονός το οποίο δικαιολογεί τη μαρτυρία του «Χρονικού» περί συστάσεως της εορτής από ποικίλους εκκλησιαστικούς άνδρες. Εάν στα δεδομένα αυτά προσθέσουμε την παρατήρηση του Καλογήρου, ότι «η εορτή του Ευαγγελισμού σχετίζεται με την εκ του περιεχομένου αυτής προέλευση του Ακάθιστου Ύμνου, διά της αναπτύξεως του σχετικού κοντακίου του Ρωμανού Μελωδού»(28), θέση την οποία επιβεβαιώνει η εξειδικευμένη μελέτη του Fletcher(29), θα πρέπει να δεχθούμε την θεσμοθέτηση της εορτής κατά την 25η Μαρτίου στο μεταίχμιο 6ου-7ου αι.

(ii) Η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου

Είναι αξιοσημείωτο ότι, όταν η εορτή του Ευαγγελισμού εμφανίζεται στη Ρώμη περί τον 7ο αι.(30), λαμβάνει τον τίτλο «Annunciatio Domini» («αναγγελία του Κυρίου»)(31). Ο τίτλος αυτός είναι ενδεικτικός του περιεχομένου της εορτής, ότι δηλαδή εορτάζεται η σύλληψη του Κυρίου, η αναγγελία της μετά εννεάμηνο Γεννήσεως του.


Επισημάναμε την παραπάνω διάσταση διότι αποτελεί την αιτία καθορισμού της 25ης Μαρτίου ως ημερομηνίας εορτασμού του Ευαγγελισμού. Εύλογο είναι, επομένως, ένα πρώτο συμπέρασμα ότι, μετά τον κατά τα τέλη του 4ου αι καθορισμό των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου υπολογίσθηκε η κατά εννέα μήνες ενωρίτερον σύλληψις του Κυρίου, δηλαδή ο Ευαγγελισμός. Ουδόλως, επομένως, εκπλησσόμαστε από την μαρτυρία του Αυγουστίνου στις αρχές του 5ου αι. ότι ο εορτασμός του Ευαγγελισμού ετελείτο στις 8 Απριλίου του Ιουλιανού ημερολογίου (25η Μαρτίου του Γρηγοριανού)(32). Αντιλαμβανόμαστε ότι ο ημερολογιακός καθορισμός είχε αρχίσει να παγιώνεται, ενώ ακόμα δεν είχε διαδοθεί ο εορτασμός(33). Φαίνεται ότι υφίστανται, τελικώς, τρία στάδια διαμορφώσεως της εορτής: η παλαιοχριστιανική τιμή προς τη Θεοτόκο και τα γεγονότα της ζωής της (επομένως και προς το γεγονός του Ευαγγελισμού, ιδίως μετά την ανέγερση του ναού στη Ναζαρέτ από την αγ. Ελένη), ο καθορισμός της 25ης Μαρτίου ως ημέρας συλλήψεως του Κυρίου, εννέα μήνες προ της κατά τον 4ο αι. καθορισθείσας στις 25 Δεκεμβρίου Γεννήσεως του Κυρίου και, τέλος, η οριστική θεσμοθέτηση και διάδοση της εορτής στα τέλη του 6ου-αρχές του 7ου αι.

Μία άλλη ερμηνευτική της 25ης Μαρτίου παράδοση είναι το θέμα της συλλήψεως του Προδρόμου. Ο πατέρας του Προδρόμου, ο Ζαχαρίας, εισήλθε στα άγια των αγίων κατά την εορτή της σκηνοπηγίας. Ήταν τότε η μοναδική περίσταση εισόδου στα άδυτα του ναού, τούτο δε συνέβαινε κατά μήνα Οκτώβριο. Εφόσον, επομένως, η σύλληψη του Προδρόμου επισυμβαίνει κατά μήνα Οκτώβριο, ο δε Πρόδρομος είναι έξι μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, το γεγονός του Ευαγγελισμού τοποθετείται κατά μήνα Μάρτιο(34). Ο Αβράμιος Εφέσου (6ος αι.) σημειώνει ότι, κατά τα τέλη του Σεπτεμβρίου πραγματοποιείτο στο ναό των Ιεροσολύμων «εναλλαγή εφημερίας», για τον λόγο δε αυτό ο Ζαχαρίας ευρίσκετο στα άγια των αγίων. Ο Αβράμιος σχολιάζει τη φράση του αγγέλου προς τη Θεοτόκο κατά τον Ευαγγελισμό «Και ούτος μην έκτος εστίν αυτή τη καλούμενη στείρα» (αφορά στην Ελισάβετ), καταλήγοντας: «Αρίθμησαν ουν φιλομαθέστατε, εκ του οκτωβρίου μηνός άχρι του Μαρτίου και αυτού, και ευρήσεις των εξ μηνών τον χρόνον συμπεραιούμενον»(35).

Ας σημειωθούν δύο ακόμα ερμηνείες: (α) Σύμφωνα με απόκρυφη παράδοση, ο Κύριος απέθανε την 25η Μαρτίου, επειδή δε υπήρχε η παράδοση περί «τελείου βίου» του Κυρίου (δηλαδή περί του ό,τι απέθανε την ημέρα κατά την οποία συνελήφθη), καθορίσθηκε η 25η Μαρτίου και ως ημερομηνία της συλλήψεως(36). (β) Κάποια άλλη απόκρυφη παράδοση εθεωρούσε την 25η Μαρτίου ως την πρώτη ημέρα του κόσμου. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν η θεώρηση της συλλήψεως του Κυρίου ως συμπίπτουσα με την πρώτη αυτή ημέρα ολόκληρης της δημιουργίας(37). Στα τέλη του 6ου αι., ο Αναστάσιος Αντιοχείας σημειώνει ότι, η περίοδος αυτή του τέλους του Μαρτίου είναι χαρακτηριστική της αναγεννήσεως της φύσεως, προσθέτει δε ότι κατά την περίοδο αυτή ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο. Γι' αυτό, καταλήγει ο Αναστάσιος, ο Θεός συλλαμβάνεται στη μήτρα της Θεοτόκου την ημερομηνία αυτή, ως δεύτερος Αδάμ λαμβάνων σάρκα την ίδια εποχή με τον πρώτο Αδάμ(38).