Γ. Ν. Φίλιας
Από Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας,
Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002
Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002
2. Οι περί της εορτής μαρτυρίες εκ των πανηγυρικών ή εγκωμιαστικών Όμιλιών
(i) Το εορτολογικό περιεχόμενο του Ευαγγελισμού
Η βιβλική διήγηση περί του Ευαγγελισμού (Λκ. 1, 26-38) καταγράφει τα γεγονότα με την ακόλουθη σειρά: (α) Ο άγγελος Γαβριήλ εμφανίζεται στην Παρθένο Μαρία στον τόπο διαμονής της ως αρραβωνιασμένης με τον Ιωσήφ (στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας), κατά τον έκτο μήνα εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, μητέρας του Προδρόμου, (β) Ο Γαβριήλ απευθύνει χαιρετισμό προς τη Θεοτόκο, η οποία ταράζεται και προσπαθεί να ερμηνεύσει την αιτία του χαιρετισμού, (γ) Ο Γαβριήλ αναγγέλλει τα της Γεννήσεως του Κυρίου, (δ) Στην αμφιβολία της Παρθένου περί των εξαγγελιών, ο Γαβριήλ επισημαίνει ότι η εξαγγελόμενη σύλληψη του Κυρίου θα πραγματοποιηθεί δια της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Πληροφορεί, επίσης, τη Θεοτόκο περί της εγκυμοσύνης της συγγενούς της Ελισάβετ, (ε) Η Θεοτόκος συγκατατίθεται στα εξαγγελόμενα.
Ορισμένοι από τους εγκωμιάζοντες το γεγονός του Ευαγγελισμού εκκλησιαστικούς συγγραφείς διασώζουν τη λιτή διήγηση τόσον του κατά Λουκάν, όσον και του «Πρωτευαγγελίου». Ο Βασίλειος Σελευκείας (+458) σε ένα από τα αρχαιότερα κείμενα περί της εορτής του Ευαγγελισμού(40), καταγράφει τα γεγονότα του χαιρετισμού του αγγέλου, της αμφιβολίας της Θεοτόκου και του καθησυχασμού της από τον άγγελο(41). Από τη βιβλική διήγηση παραλλάσσει μόνο η εξαγγελία της σαρκώσεως(42). Την ίδια εποχή ο Αντίπατρος Βόστρων (+460) στην 'Ομιλία του «Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου»(43) παραθέτει με πιστότητα τη διήγηση του Λουκά, προσθέτοντας περί της ταραχής της Παρθένου όταν άκουσε τον άγγελο, ότι η Παρθένος ταράχθηκε διότι δεν είχε συνηθίσει να δέχεται «ανδρικό ασπασμό»(44). Παρομοίως λιτός ως προς τη διήγηση των γεγονότων είναι ο Αναστάσιος Αντιοχείας στους δύο Λόγους του «Εις τον Ευαγγελισμόν της παναχράντου και Θεοτόκου Μαρίας»(45). Ως προς τη βιβλική και την απόκρυφη διήγηση περί του Ευαγγελισμού, ο Αναστάσιος επιφέρει μία σημαντική προσθήκη: τονίζει ότι «η σάρκωση του Λόγου» επισυμβαίνει κατά τη στιγμή του ασπασμού της Θεοτόκου από τον άγγελο(46). Η επισήμανση αυτή θα επαναληφθεί από μεταγενέστερους συγγραφείς.
Σημαντικότερες είναι οι προσθήκες στη βιβλική διήγηση περί του Ευαγγελισμού, τις οποίες επιφέρει η εκκλησιαστική γραμματεία από του 7ου αι., με πρώτο τον κατά την εποχή εκείνη συγγράψαντα Ησύχιο Ιεροσολύμων(47). Οι καινοτομίες της διηγήσεως του Ησυχίου εστιάζονται στο διάλογο της Θεοτόκου με τον άγγελο: η Παρθένος συγκλονίζεται από τα εξαγγελθέντα και εγκαλεί τον άγγελο διότι εισήλθε στην οικία «μεμνηστευμένης γυναικός», διερωτάται πώς μπορεί να τεκνοποιήσει χωρίς άνδρα και καταλήγει με σαφή αμφισβήτηση (Πώς πιστεύσω σοι προς εμέ κωμωδούντι;)(48). Πρόκειται περί σημαντικής προσθήκης, εφόσον στα λόγια της Παρθένου εκφράζεται η άποψή της ότι ο άγγελος την εμπαίζει. Η αμφισβήτησή της αυτή, βεβαίως, εξαλείφεται στη συνέχεια και μετά από τις διαβεβαιώσεις του αγγέλου περί, δράσεως του Αγίου Πνεύματος.
Ήδη, όμως, οι διηγήσεις περί Ευαγγελισμού έχουν αρχίσει να καινοτομούν ως προς τις αντίστοιχες της Καινής Διαθήκης και του Πρωτευαγγελίου. Ο Ανδρέας Κρήτης (+675) στο λόγο του «Εις τον ευαγγελισμόν της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου»(49) εμφανίζει τον άγγελο να διερωτάται -προ της εξαγγελίας του στη Θεοτόκο- με ποίο τρόπο θα φέρει εις πέρας την αποστολή του(50). Ο προβληματισμός του αγγέλου έγκειται κυρίως στο περιεχόμενο της εξαγγελίας, καθόσον και ο ίδιος θεωρεί ως δυσερμήνευτο μυστήριο την υπό της Παρθένου σύλληψη του Σωτήρος. Οι καινοτομίες της διηγήσεως του Ανδρέα συνεχίζονται με την παράθεση της απόψεως της Θεοτόκου όταν δέχθηκε το χαιρετισμό του αγγέλου: εθεώρησε το φαινόμενο ως «κληδονισμό» (μαγεία)(51). Οι καινοτομίες της εν λόγω διηγήσεως ολοκληρώνονται με την αυστηρή απάντηση του αγγέλου προς τη Θεοτόκο(52) και με την επισήμανση ότι η Παναγία δέχθηκε το χαρμόσυνο άγγελμα «μάλλον τω του ενοικούντος φωτί διαυγασθείσα τον νουν» ότι, δηλαδή, η αποδοχή των λόγων του αγγέλου υπήρξε συνέπεια του θείου φωτισμού)(53).
Οι καινοτομίες της εκκλησιαστικής γραμματείας ως προς την περί Ευαγγελισμού διήγηση σε σχέση με την αντίστοιχη βιβλική και απόκρυφη κορυφώνονται στο Λόγο του Γερμανού Α' Κωνσταντινουπόλεως (+715) «Εις τον Ευαγγελισμόν της υπεραγίας Θεοτόκου»(54). Καταγράφουμε τα στάδια της διηγήσεως του Γερμανού, ώστε να αξιολογηθούν στο σύνολό τους: (α) Ο άγγελος διαμηνύει στη Θεοτόκο την κύηση του Λυτρωτή, προτρέποντάς την να «οπλισθεί με την παρουσία του Χριστού» (δηλαδή να λάβει δύναμη από τον υπ'αυτής κυοφορούμενο)(55), (β) Η Παρθένος, προφανώς αιφνιδιασμένη, τον παρακαλεί να φύγει από το δωμάτιό της και την πόλη της. (γ) Ο άγγελος απαντά ότι ο Θεός «κατά την αρχαία βουλή του» θέλησε να σώσει τον άνθρωπο και καταλήγει με την έκφραση του παραπόνου του (ΤΙ λοιπόν τον εμόν ου προσδέχη ασπασμόν η κεχαριτωμένη;)(56). (δ) Η Θεοτόκος του απαντά ότι φοβήθηκε μήπως την πλανήσει με τo «αξιογράφιστον κάλλος» του και με την «του χαρακτήρος αυγηρόν θεωρίαν»(57). (ε) Ο άγγελος απαντά ότι μάλλον ο ίδιος έχει καταπλαγεί από το «θεογράφιστον κάλλος» της Παρθένου(58), (στ) Η Θεοτόκος απαντά, με τη σειρά της, ότι άκουσε «γλώσσαν ην ουκ έγνω» και ότι θα έπρεπε να εκπλήσσεται η ίδια διότι, ενώ είναι μνηστευμένη, συνομιλεί με κάποιον ξένο(59), (ζ) Ο άγγελος την προτρέπει να δεχθεί «αγγελίας χαράν αξιάκουστον»: ότι το «εξ αυτής τεχθησόμενο» θα είναι «Υιός του Υψίστου»(60), (η) Η Θεοτόκος συνεχίζει να εκφράζει το φόβο της ότι ο άγγελος προσπαθεί να την παραπλανήσει όπως κάποτε ο διάβολος την Εύα. Ερωτά τον άγγελο πώς ασπάζεται «κόρη την οποία δεν γνωρίζει εκ των προτέρων». Ο άγγελος απαντά ότι την ασπάσθηκε επειδή «ευαγγελίζεται χαράς ευαγγέλια» και, προσθέτει, ότι η πορφύρα την οποία ύφαινε η Θεοτόκος κατά τη στιγμή του Ευαγγελισμού «προμηνύει το βασιλικό της αξίωμα»(61), (θ) Η Θεοτόκος συνεχίζει να αμφιβάλλει και κατηγορεί τον άγγελο ότι ήλθε να της «εξουθενώσει το παρθενικό αξίωμα» και να «λυπήσει το μνηστήρα της». Τότε ο άγγελος την προτρέπει να απευθυνθεί στους συγγενείς της, το Ζαχαρία και την Ελισάβετ, ώστε να πληροφορηθεί κάποια πράγματα τα οποία θα την διαφωτίσουν. Η Θεοτόκος επιμένει ότι φοβάται την κακή φήμη της «αταξίας», η οποία θα πλήξει το «ευγενέστατο και άμεπτο ζεύγος» των γονέων της Ιωακείμ και Άννας»(62), (ι) Ο άγγελος της απαντά ότι θα αντιληφθεί τα πάντα όταν πραγματοποιηθούν τα εξαγγελόμενα. Η Θεοτόκος, όμως, εκφράζει και πάλι την απορία της περί του πώς θα υποδεχθεί στη μήτρα της τον «άγιον Ιησοΰ»(63). (ία) Ο άγγελος της απαντά ότι τούτο θα πραγματοποιηθεί διότι η ίδια έχει ήδη επιλεγεί ως «βασιλική καθέδρα»(64), (ιβ) Συνεχίζεται η ένσταση της Θεοτόκου: «Πώς το υπέρ ήλιον φως εκείνο και αψηλάφητον ψηλαφίσει σαρξ πηλίνη; Αμήχανα κηρύττεις, νεανίσκε, ευαγγέλια. Ο άγγελος την επιτιμά για τη δυσπιστία της και δηλώνει ότι δεν είναι εκείνος ο οποίος επλάνησε την Εύα(65) (ιγ) Η Παρθένος δικαιολογείται ότι δεν μπορεί να δεχθεί τον «τοιούτον ευαγγελισμόν» επειδή φοβείται την «πολυσχημάτιστον όψιν» του αγγέλου και δυσπιστεί προς τα «πολυθαύμαστα ρήματα». Ο άγγελος, όμως, της απαντά ότι για τα «ρήματα» αυτά θα μακαρίζεται από ολόκληρη τη γη. Η Θεοτόκος διερωτάται πώς θα πραγματοποιηθούν όλα τα εξαγγελόμενα εφόσον τυγχάνει «παρθένος αθαλάμευτος»(66). (ιδ) Ο άγγελος ανακοινώνει τη γέννηση του Ιωάννη από τη συγγενή της Παρθένου, την Ελισάβετ, η οποία ευρίσκεται σε ηλικία γήρατος. Η Θεοτόκος διερωτάται και πάλι εάν πρόκειται περί αγγέλου ή περί ανθρώπου, ο δε άγγελος της αποκαλύπτει ότι είναι ο Γαβριήλ και ότι τον έχει ξαναδεί στα άγια των αγίων του ναού, όταν της έφερνε τροφή(67). (ιέ) Η Θεοτόκος και πάλι ενίσταται: δεν μπορεί «κατά μόνας» να συνομιλεί με κάποιον άγνωστο εφόσον έχει μνηστήρα «σώφρονα» και «άγιο». Τότε ο άγγελος ανακοινώνει ότι η Παρθένος θα γεννήσει τον «Βασιλέα των Βασιλέων»(68). (ιστ) Η Παρθένος αρχίζει να αποδέχεται την αλήθεια των εξαγγελομένων, εκφράζει όμως το φόβο ότι θα κριθεί «έκδοτος» από τον Ιωσήφ(69), (ιζ) Ο άγγελος διακηρύσσει το σεβασμό του προς τη Θεοτόκο ως μέλλουσα μητέρα του Κυρίου. Η Θεοτόκος, όμως, συνεχίζει να αντιτείνει ότι ο άγγελος την πλησίασε ως «παιδίσκη» και όχι ως βασίλισσα. Τότε ο άγγελος ανακοινώνει το επιτελεσθέν θαύμα: «την ώρα κατά την οποία ομιλούσες», «ο βασιλεύς της δόξης ενώκησε εν τη ση βασιλίδι»(70) (ιη) Εδώ τίθεται υπό του Γερμανού η βιβλική στιχομυθία (Πώς εσται μοι τούτο.../Πνεύμα άγιον επελεύσεται...)(71). (ιθ) Ο άγγελος την προτρέπει να αποβάλει «την άπιστο γνώμη» και επαναλαμβάνει ότι, ήδη κατά τη διάρκεια του διαλόγου των η «κοιλία της βαστάζει όγκο». Η Θεοτόκος εκφράζει φόβο περί ενός «καρπού εκ ρίζης αλλοτρίας» από αυτόν του Δαβίδ, από όπου κατάγεται(72), (κ) Ο άγγελος την διαβεβαιώνει ότι θα γεννήσει το σωτήρα του κόσμου. Η Θεοτόκος απαντά ότι τα ευαγγελιζόμενα είναι παράδοξα ακόμα και για τους ίδιους τους αγγέλους(73) (κα) Ο άγγελος διακηρύσσει ότι όλα θα επιτελεστούν «ουκ εκ θελήματος σαρκός, αλλ' εκ θελήματος Θεού». Η Παρθένος διερωτάται περί του ποιος θα πληροφορήσει περί όλων αυτών τον Ιωσήφ. Ο άγγελος δεν απαντά στο ερώτημα, αλλά συνεχίζει το μακαρισμό της Θεοτόκου(74), (κβ) Η Θεοτόκος συνεχίζει να διερωτάται: «Πώς Χριστόν, το φως του κόσμου εναγκαλίσομαι»; Ο άγγελος συνεχίζει τους μακαρισμούς του, ενώ εκείνη φοβάται την αντίδραση του Ιωσήφ και σκέπτεται να καταφύγει στον οίκο του συγγενούς της Ζαχαρία(75), (κγ) Ο άγγελος συνεχίζει τους μακαρισμούς χωρίς να απαντά στη Θεοτόκο. Εκείνη φαίνεται φοβισμένη ενώπιον των γεγονότων: «Και παρθένος λοιπόν τυγχάνουσα, πώς εγώ μήτηρ ακούσω του παιδός μου»; Ο άγγελος τότε απαντά ότι «ο Ύψιστος δεν βρήκε άλλη για μητέρα»(76), (κδ) Η Θεοτόκος, τότε, μακαρίζει το Θεό, ενώ ο άγγελος την εξυμνεί εκ νέου. Ο διάλογος κατακλείεται με τη γνωστή φράση εκ της βιβλικής διηγήσεως (Ιδού η δούλη Κυρίου...)(77).
Ένα πρώτο αξιοσημείωτο θέμα στη διήγηση του Γερμανού είναι η αμφιβολία της Θεοτόκου απέναντι τόσο στην παρουσία του αγγέλου, όσο και στα υπ' αυτού εξαγγελόμενα. Η Παρθένος, μάλιστα, υποπτεύεται τον άγγελο για τα χειρότερα: ότι ήλθε να απειλήσει την παρθενία της ή να την πλανήσει όπως την Εύα (τον θεωρεί δηλαδή ως δαίμονα, αν και θαυμάζει το «αξιογράφιστο κάλλος» του προσώπου του). Η καχυποψία της Παρθένου σχετίζεται και με τα εξαγγελθέντα, τα οποία η Θεοτόκος χαρακτηρίζει «ανερμήνευτη γλώσσα». Ο φόβος της Παρθένου εκφράζεται σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια του διαλόγου της με τον άγγελο: φοβείται ότι το επιφαινόμενο σκάνδαλο θα αμαυρώσει την καλή φήμη των γονέων της, διερωτάται που θα καταφύγει όταν θα γνωστοποιηθεί η κύησή της και δεν μετριάζει την αμφιβολία της ούτε όταν ο Γαβριήλ της υπενθυμίζει την παλαιότερη «γνωριμία» τους κατά την παραμονή της Θεοτόκου στα άγια των αγίων του ναού. Στους φόβους αυτούς ο άγγελος απαντά διά των εξαγγελιών περί της σαρκώσεως του Σωτήρος αλλά και δια της εξυμνήσεως του προσώπου της Θεοτόκου (είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η εξύμνηση αποτελεί -σε κάποιες περιπτώσεις- την απάντηση του αγγέλου στα αγωνιώδη ερωτήματα της Θεοτόκου).
Εκ του υπό του Γερμανού καταγραφομένου διαλόγου της Θεοτόκου με τον άγγελο πρέπει να εξαρθούν δύο ακόμα καινοτομίες σε σχέση με την προηγούμενη εκκλησιαστική γραμματεία: ο τονισμός της πραγματοποιήσεως της σαρκώσεως κατά τη διάρκεια του διαλόγου και η διακήρυξη του αγγέλου ότι ο «Ύψιστος» δεν βρήκε άλλη αξιότερη για μητέρα του από τη Μαρία. Όλα αυτά τα στοιχεία εγείρουν το ερώτημα περί των πηγών της διηγήσεως του Γερμανού. Ποια είναι η (άγνωστη) παράδοση, την οποία επεξεργάζεται; Διότι, ακόμα και εάν αποδώσουμε ένα τμήμα της διηγήσεώς του στη συγγραφική του έμπνευση(78), υφίστανται όμως στοιχεία τα οποία πρέπει να έχουν παλαιότερη βάση. Αν και δεν υπάρχει βεβαία απάντηση στο ερώτημα περί των πηγών του Γερμανού, είναι όμως σαφές ότι η διήγησή του δεν αποτελεί μυθοπλασία. Φαίνεται ότι η περί της Θεοτόκου θεολογική παράδοση ήταν πολύ καλά γνωστή στο Γερμανό, ο οποίος την εντάσσει στη στιχομυθία της Παρθένου με τον άγγελο. Εδώ, ακριβώς, έγκειται η ικανότητα του συγγραφέα, στο γεγονός ότι ανακεφαλαιώνει τη Μαριολογία της Εκκλησίας κατά τρόπο λογοτεχνικό και χαρίεντα.
Οι μεταγενέστεροι του Γερμανού εκκλησιαστικοί συγγραφείς επαναλαμβάνουν τη διάσταση του φόβου της Θεοτόκου έναντι των υπό του αγγέλου εξαγγελομένων. Ο Ιωάννης Γεωμέτρης (10ος αι.) σε Λόγο του στον Ευαγγελισμό(79) αναφέρει ότι η Θεοτόκος «έτρεμε τη θεία ομιλία» (τα λόγια του αγγέλου) και αισθανόταν ως «πορνική»(!) και «άτοπη» τη συνομιλία ενός «ανδρός» με μία κόρη(80). Εξαιρετικός μαρτυρείται ο φόβος της Παρθένου και από το Γρηγόριο Παλαμά(81), ενώ το ίδιο μαρτυρείται στη διήγηση του μοναχού Ιακώβου (+1099), η οποία όμως περιέχει και άλλες αξιομνημόνευτες πτυχές(82):
Σύμφωνα με την εν λόγω διήγηση, ο «το απόρρητον οικονομών Δεσπότης» απηύθυνε εντολή προς τον Γαβριήλ να αναγγείλει τα περί σαρκώσεως του Σωτήρος στην «εκλελεγμένη» προς τούτο Παρθένο(83). Στο σημείο αυτό η διήγηση του Ιακώβου εμφανίζει μοναδική καινοτομία σε σχέση με τις υπόλοιπες: εμφανίζει τον Γαβριήλ να προβληματίζεται περί του τρόπου, με τον οποίο θα απευθυνθεί στη Θεοτόκο, μάλιστα δε να «σκέπτεται εν εαυτώ» περί του πρακτέου, καθώς εισήρχετο «ασχημάτιστος» (αόρατος) στην οικία του Ιωσήφ(84). Ο Γαβριήλ εμφανίζεται στην Παρθένο ενώ εκείνη ευρίσκεται εκτός της οικίας της(85). Εκείνη, τότε, καταλαμβάνεται από φόβο και «υποχωρεί προς την οικία της» ενώ «τα μέλη της τρέμουν από φόβο». Ο Γαβριήλ, τότε, λαμβάνει μορφή ανθρώπου και χαιρετίζει τη Θεοτόκο(86). Το κείμενο σημειώνει ότι «ασώματος εξηχείτο φωνή• και ο του Θεού ασχημάτιστος Υιός την σωματικήν υπεδύετο φύσιν»(87). Ο φόβος της Παρθένου κορυφώνεται επειδή βλέπει «μορφή ανθρώπινη» να της εξαγγέλει μηνύματα υπερανθρώπινα(88). Η καινοτομία της διηγήσεως του Ιακώβου κορυφώνεται στην προσωρινή άρνηση της Θεοτόκου να αποδεχθεί τα εξαγγελόμενα, επειδή νομίζει ότι καλείται να ανταλλάξει την παρθενία της με την κυοφορία ενός τέκνου(89). Ακόμα και όταν ο άγγελος την διαβεβαιώνει ότι όλα θα συντελεσθούν δια του Αγίου Πνεύματος, εκείνη επιμένει ότι «της είναι απηγορευμένο να έλθει εις κοινωνία με άνδρα»(90) (όπερ σημαίνει ότι δεν πείθεται ή δεν αντελήφθη τους λόγους του αγγέλου). Φαίνεται, όμως, ότι η αμφιβολία έχει αρχίσει να σχετικοποιείται και να συνοψίζεται στο εκφραζόμενο δίλημμα της Παρθένου: «Και το πιστεύειν επίφοβον, και το διαπιστείν επικίνδυνον»(91). Οι καινοτομίες της διηγήσεως του Ιακώβου ολοκληρώνονται διά της πληροφορίας ότι, μετά την τελική συγκατάθεση της Θεοτόκου στα εξαγγελόμενα, οι «νοερές δυνάμεις», ο «ουρανός», οι «νεφέλες» και «σύμπας ο κόσμος» εχάρησαν «σφόδρα»(92).
Ολίγον προγενέστερη της διηγήσεως του Ιακώβου, μία άλλη διήγηση περί Ευαγγελισμού επιφέρει κάποιες καινοτομίες και περιπλέκει τα γεγονότα: πρόκειται περί της διηγήσεως του μοναχούυ Επιφανίου (+1015). Σύμφωνα με την εν λόγω διήγηση, σε ηλικία δώδεκα ετών η Θεοτόκος, ευρισκόμενη ακόμα στο ναό, είδε κατά την ώρα της προσευχής της «ένα φως λαμπρότερο από τον ήλιο» και «άκουσε φωνή προερχόμενη από το θυσιαστήριο: θα γεννήσεις υιό». Η διήγηση επισημαίνει ότι η Θεοτόκος εκράτησε το δράμα αυτό μυστικό και το απεκάλυψε μετά από την Ανάληψη του Κυρίου(93). Η συγκεκριμένη πληροφορία είναι μοναδική στην περί των θεομητορικών εορτών εκκλησιαστική γραμματεία. Δεν πρόκειται, όμως, περί του γεγονότος του Ευαγγελισμού, διότι ο Επιφάνιος παραθέτει το γεγονός σε επόμενα κεφάλαια του έργου του(94), σε μία διήγηση λιτή, μεν, αλλά πλήρως εναρμονισμένη με τις αντίστοιχες της εκκλησιαστικής γραμματείας περί Ευαγγελισμού.
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω προδιαγράφει και το τιθέμενο πρόβλημα: στη διήγησή του περί του «βίου της Θεοτόκου» ο Επιφάνιος καταγράφει δύο περιπτώσεις Ευαγγελισμού: την πρώτη στο ναό του Σολομώντος κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής της Παρθένου και τη δεύτερη στο σπίτι του Ιωσήφ στη Ναζαρέτ. Η πρώτη περίπτωση εμφανίζεται μάλλον εισαγωγική: η φωνή η οποία ακούγεται απλώς αναφέρει το γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου, η Θεοτόκος δε αποδέχεται το περιεχόμενο της εξαγγελίας χωρίς σχολιασμό. Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση το γεγονός του Ευαγγελισμού μαρτυρείται στη συνήθη μορφή του (εξαγγελία, αμφιβολία της Θεοτόκου και διαβεβαίωση του αγγέλου περί πραγματοποιήσεως των εξαγγελομένων). Η πρώτη περίπτωση, πάντως, είναι πολλαπλώς ακατανόητη, διότι κατά την περίοδο παραμονής της στο ναό η Θεοτόκος εβίωνε την κατάσταση της αφιερώσεως και της παρθενίας• ως εκ τούτου είναι αδύνατον να μην αντέδρασε σε μία λιτή εξαγγελία περί επικείμενης κυοφορίας της. Φαίνεται ότι πρόκειται περί παραδόσεως εξαιρετικά περιορισμένης, την οποία θέλησε να καταγράψει ο μοναχός Επιφάνιος και η οποία δεν διεσώθη λόγω του αντιφατικού χαρακτήρα της.
(ii) H σημασία του εορτασμού και τα τελετουργικά στοιχεία της πανηγύρεως
Η άποψη του Μιχαήλ Ψελλού περί της σημασίας της εορτής του Ευαγγελισμού θα πρέπει να θεωρηθεί ως η αντιπροσωπευτικότερη σε σχέση με τις αντίστοιχες της εκκλησιαστικής γραμματείας: «Αρχή δε των θείων εορτών τε και πανηγύρεων η του Ευαγγελίου αγγελία προς την παρθένον και μητέρα του Λόγου της του αγγέλου φωνής»(95). Η εορτή του Ευαγγελισμού αποτελεί «αρχή των εορτών» εφόσον η σωτηρία του ανθρώπου ξεκινά από τη Σάρκωση του Κυρίου. Ο Γερμανός Α' Κωνσταντινουπόλεως την ονομάζει «εορτή εορτών» και «πανήγυρη πανηγύρεων» της ελπίδος μας, αποκαλεί δε την ημέρα της εορτής ως «εύσημο»(96). Το γεγονός ότι ο Θεός προσέλαβε το «ημέτερον φύραμα» (έλαβε τη σάρκα μας) συνιστά κατά τον Ανδρέα Κρήτης την αιτία της «φαιδρότητας» (χαράς) κατά τον εορτασμό του Ευαγγελισμού(97).
Ο Αναστάσιος Αντιοχείας αναφέρεται στην διά του Ευαγγελισμού «αναγέννηση των πάντων» και στην υπό του δημιουργού Θεού παροχή «τάξεως» στη διασαλευμένη από την αμαρτία δημιουργία. Η παρεχόμενη «τάξη» προέρχεται από την πρόσληψη της ανθρώπινης σάρκας από το Θεό και από την δια της προσλήψεως αυτής θέωσή της(98). Εφόσον η παρακοή του θελήματος του Θεού από τον άνθρωπο επέφερε τη διάσπαση στις σχέσεις ανθρώπου-Θεού-κτίσεως, ο Καβάσιλας τονίζει ότι το γεγονός του Ευαγγελισμού αποτελεί την επαναφορά της ενότητας «σε ένα σχήμα», δηλαδή στην προπτωτική κατάσταση(99). Πρόκειται, κατ'ουσίαν, περί μιας -παράλληλης με την αρχική- δημιουργίας, περί εορτής «συνδρόμου με τη δημιουργία» κατά τη θέση του Ιωάννου Γεωμέτρη(100).
Η λαμπρότητα κατά την επιτέλεση της εορτής συνδυάζεται με τα αισθήματα χαράς εκ μέρους των εορταζόντων. Η γραφίδα του μοναχού Ιακώβου περιγράφει παρόμοιες πτυχές του εορτασμού: «Χαίρω, της χαράς συνευωχούμενος τη αιτία, ης και προ προσώπου μυστικώτερον χορεύων, χαριστηρίους αυτή τους ύμνους επάδω, επιθαλάμιον την ευφροσύνην κροτώ, νυμφικήν την ευφημίαν πλέκω»(101). Το «υπερβάλλον του μυστηρίου» (το μέγεθος του μυστηρίου) της Σαρκώσεως του Κυρίου αποτελεί, κατά τον Ιωάννη Γεωμέτρη αιτία η οποία καθιστά την εορτή «μεγαλοδωρότατη», «χαριέστατη» αλλά και «φρικωδέστατη»(102)
Η σημασία του εορτασμού του Ευαγγελισμού αιτιολογεί την πληροφορία του Δαμασκηνού ότι «πανδημεί επαθροίζονται» οι πιστοί διά την πανήγυρη(103). Αναφέρει, μάλιστα, Ότι οι πιστοί συνάζονται «δίκην μελισσών» και «πληθαίνουν την υμνολογία» προς το εορταζόμενο γεγονός. Ο Δαμασκηνός είναι παραστατικότατος στη διήγησή του όταν μαρτυρεί ότι οι πιστοί συνάζονται «αγεληδόν» στους ναούς και τιμούν τη Θεοτόκο με λαμπρές φωνές («μεγαλοφώνως»)(104). Γι αυτό και η πανήγυρη του Ευαγγελισμού, καταλήγει ο Δαμασκηνός, είναι «λαμπρότερη από τις χρυσαυγείς ακτίνες του ηλίου» και συνιστά «φωτοφόρο δοξολογία» της Παρθένου στην Εκκλησία(105). Πρόκειται περί δοξολογικής πανηγύρεως αντάξιας της «τιμής της βασίλισσας», όπως επισημαίνει ο αυτοκράτορας Λέων ο ΣΤ(106).
Οι παραπάνω μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι υφίστατο λαμπρό τελετουργικό κατά την εορτή του Ευαγγελισμού. Παρόμοιο τελετουργικό μαρτυρεϊται κατά το 10 αι. από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος εκθέτει το τελετουργικό του Μ. Σαββάτου επισημαίνοντας, παραλλήλως, τα κοινά σημεία με την επιτέλεση της εορτής του Ευαγγελισμού(107). Η συγκεκριμένη μαρτυρία επιβεβαιώνει ότι ήδη τον 10 αι. η εορτή όχι μόνο είχε διαδοθεί, αλλά ετελείτο και με την λαμπρότητα με την οποία καταχωρίζεται αργότερα στα έντυπα Μηναία.