Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι», (ἐπαινώντας τόν Ἀθανάσιο θά ἐπαινέσω τήν ἀρετή) γράφει γιά τόν σπουδαῖο αὐτό Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, συνεχίζοντας λίγο παρακάτω: «Ἀρετήν δέ ἐπαινῶν, Θεόν ἐπαινέσομαι» (ἐπαινώντας τήν ἀρετή, θά ἐπαινέσω τόν Θεό). Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι ἡ ἱστορία χάρισε στόν χαρισματικό αὐτό ἅγιο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας τόν τίτλο «Μέγας», μέ τό ὁποῖο τόν ἀποκαλοῦμε ὅλοι μέχρι σήμερα. Ὅ,τι γνωρίζουμε γιά αὐτόν, μᾶς τό ἔχει διασώσει κυρίως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος καταγράφει τή βιογραφία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου κατά τό παράδειγμα τοῦ δευτέρου, πού μᾶς διέσωσε τή βιογραφία τοῦ δασκάλου του, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶχε τό προνόμιο νά γεννηθεῖ ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς -ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χριστιανική ἀνατροφή του- στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας τό 295 μ.Χ. Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἦταν τά χρόνια ἐκεῖνα τό ἐπιστημονικό κέντρο τοῦ κόσμου. Ταυτόχρονα ἦταν σημαντικό κέντρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀφοῦ σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖ κατέφυγε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί ἡ πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων μετά ἀπό διωγμό. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού καυχᾶται ὅτι ἔχει ὡς πρῶτο της ἐπίσκοπο τόν συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, Ἀπόστολο Μάρκο, τόν Εὐαγγελιστή. Σ’ αὐτήν τήν εὐλογημένη πόλη, πού συνδέθηκε μέ τήν ἱστορία τοῦ ἴδιου τοῦ Εὐαγγελίου, ἔζησε τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. Δυστυχῶς δέ γνωρίζουμε πολλά γιά τά παιδικά του χρόνια. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι ἀπό μικρός ἔλαβε πολύ καλή μόρφωση, ὅπως μαρτυροῦν τά ἔργα του. Ἡ λαμπρότερη, ὅμως, πνευματική κατάκτησή του ἦταν ἡ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ἀλήθεια τῆς ὁποίας ὑπέταξε καί τή γενικότερη πλούσια μόρφωσή του. Ἀπό μικρή ἡλικία ἐντρυφοῦσε στή μελέτη της καί σύντομα εἶχε φτάσει νά μελετήσει σέ τέτοιο βάθος τήν Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅσο δέν κατάφεραν νά ἐμβαθύνουν σέ μία ἀπό αὐτές ἄλλοι σπουδαῖοι ἐκκλησιαστικοί Πατέρες καί συγγραφεῖς. Ἡ Ἁγία Γραφή στάθηκε τό ἐφόδιο καί τό ὅπλο του στήν ἀνάδειξή του σέ μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες προσωπικότητες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί σίγουρα στή σπουδαιότερη τῆς ἐποχῆς του. Τό θεόπνευστο κείμενο δέν εἶχε μόνο ἀποτυπωθεῖ στό νοῦ του, ὥστε νά τό γνωρίζει «ἀπ’ ἔξω» ὅπως λέμε σήμερα. Εἶχε σφραγίσει τήν ἴδια τήν καρδιά του, φώτιζε τό δρόμο του, ἐξαγίαζε τή δυνατή σκέψη του, ὥστε νά χρησιμοποιεῖ κάθε του προτέρημα μόνο γιά τό καλό καί τήν πνευματική οἰκοδομή τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, ὁ Ἀθανάσιος ζοῦσε κατά τά πρότυπα τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους τάχθηκαν ὑπέρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ καί τά θυσίασαν ὅλα γιά χάρη της. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους εἶχε ἀπό τήν νηπιακή ἡλικία ὡς πρότυπά του. Τό παράδειγμά τους κατεύθυνε τή ζωή του. Ὅπως τολμᾶ, μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος νά σχολιάσει κάποιους ἀπό αὐτούς, λίγο τοῦ ἔμενε νά τούς φτάσει, ἄλλους ὅμως τούς ξεπέρασε κιόλας «τῶν δέ μικρόν ἀπελείφθη, ἔστι δέ οὕς καί ὑπερέχεν, εἰ μή τολμηρόν εἰπεῖν». Ὅσους ἦταν σπουδαῖοι στό λόγο καί στό κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ τούς ξεπέρασε στήν πράξη, ἐνῶ ἐκείνους πού εἶχαν νά ἐπιδείξουν μιά φωτεινή ζωή τούς νίκησε μέ τά κείμενά του, ἐπιχειρηματολογεῖ ὁ βιογράφος του.

Γιά νά μή νομίσει ὁ ἀναγνώστης ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ὑπερβολικά, εἶναι χαρακτηριστική ἡ διήγηση πού σώζεται, ἀπό τίς λίγες δυστυχῶς, γιά τά παιδικά του χρόνια. Ὁ μικρός Ἀθανάσιος, μιμούμενος τίς ἁγίες μορφές πού προαναφέραμε, λαχταροῦσε νά διδάξει τή χριστιανική πίστη καί σέ ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του, πού δέν εἶχαν τήν τύχη νά γεννηθοῦν σέ χριστιανικές οἰκογένειες, ὅπως αὐτός, καί ἀγνοοῦσαν παντελῶς τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, παρά τό μικρό τῆς ἡλικίας του, ὀργάνωνε κατηχητικές ὁμάδες καί δίδασκε τούς συνομηλίκους του. Καί δέ σταματοῦσε ἐκεῖ. Μέ τήν ἀφέλεια πού διακατέχει τά παιδιά τῆς μικρῆς ἡλικίας, ὁδηγοῦσε τούς συνομηλίκους στό βάπτισμα! Τούς συγκέντρωνε στό ποτάμι καί ἐκεῖ τελοῦσε τό βάπτισμά τους. Τό περιστατικό αὐτό στάθηκε ἀφορμή τῆς γνωριμίας του μέ τόν τότε ἐπίσκοπο καί ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας Ἀλέξανδρο. Παρακολουθώντας, συμπτωματικά, ὁ Πατριάρχης τῆς πόλης ἀπό τό παράθυρό του τά παιδιά πού «ἔπαιζαν» δίπλα στό ποτάμι, παρατήρησε ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά ἕνα τυχαῖο παιχνίδι, ἀλλά γιά ἀναπαράσταση βάπτισης. Κάλεσε, λοιπόν, τά παιδιά κοντά του γιά νά διαπιστώσει τί πραγματικά συνέβαινε. Ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι δέν ἔπαιζαν, ὅπως νόμιζε, ἀλλά πράγματι τελοῦσαν βάπτιση! Τοῦ ὑπέδειξαν μάλιστα ὡς κατηχητή καί «ἱερέα» τους τό φίλο τους Ἀθανάσιο. Ἀκόμη μεγαλύτερη ἦταν ἡ ἔκπληξη τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου ὅταν, μετά ἀπό σοβαρή συζήτηση μαζί τους, ἐξακρίβωσε ὅτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος εἶχε κατηχήσει μέ σοφία πεπειραμένου κατηχητῆ τά παιδιά τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἦταν ἄξιο θαυμασμοῦ ὅτι τά παιδιά αὐτά γνώριζαν μέ ἀκρίβεια τίς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀπαντοῦσαν σωστά σέ ὅλα τά ἐρωτήματα πού τούς τέθηκαν καί ἐπιθυμοῦσαν ὅλα, ὄχι ἁπλῶς νά παίξουν ἀλλά νά λάβουν πράγματι τό ἅγιο βάπτισμα. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού πραγματικά ἄφησε ἄφωνο τόν Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο ἦταν ὅτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος ἀκολούθησε ἐπακριβῶς τό τυπικό τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, χωρίς νά παραλείψει ἤ νά ἀλλοιώσει κάποια εὐχή ἤ νά παραλείψει τό ἐλάχιστο ἀπό τό συγκεκριμένο μυστήριο. Δοξάζοντας τόν Θεό ὁ ἐπίσκοπος, θεώρησε ἔγκυρο τό βάπτισμα ἐκεῖνο, ὡς βάπτισμα κανονικά τελεσθέν ἀπό ἤδη βαπτισμένο Χριστιανό, καί πρόσθεσε μόνο τή σφαγίδα τοῦ Χρίσματος στούς μικρούς νεοφώτιστους τοῦ Ἀθανασίου. Ἔκτοτε δέν παρέλειπε νά δείχνει φανερό ἐνδιαφέρον γιά τή μόρφωση καί τήν γενικότερη πρόοδο τοῦ Ἀθανασίου καί πολύ γρήγορα τόν κατέστησε, ὄχι ἄδικα, τό «δεξί του χέρι».

Στά νεανικά του χρόνια ὁ Ἀθανάσιος, νιώθωντας ἔντονη δίψα γιά ἀκόμη ἀνώτερη χριστιανική ζωή, κατέφυγε στήν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτευε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Παρακολούθησε ἀπό κοντά τή ζωή του καί τούς ἀνύσταχτους ἀγῶνες του στόν πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου, διδάχθηκε ἀπό τήν ἀσκητική ἐμπειρία του καί βίωσε τήν ἔκφραση τῆς ἀπόλυτης ἀγάπης πρός τόν Χριστό. Ἀπό τότε καί στό ἑξῆς, καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὁ Ἀθανάσιος κατέφευγε στή φωτισμένη καθοδήγησή του καί στίς ἀκριβές συμβουλές τοῦ ἁγίου ἀσκητῆ. Ἀλλά καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος τόν ἐκτιμοῦσε βαθύτατα καί διέβλεπε τή γνήσια προσήλωση πρός τόν Θεό πού χαρακτήριζε τόν νεαρό Ἀθανάσιο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀργότερα, πρίν τό θάνατό του, ὁ Μέγας Ἀντώνιος τοῦ ἀφησε ὡς ἐνθύμιο μία ἀπό τίς δύο μηλωτές του. Γιά νά μή σβηστοῦν ἀπό τή λήθη τά ἀσκητικά παλαίσματά του, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος φρόντισε νά καταγράψει μέ τήν, κατά τό δυνατόν, μεγαλύτερη λεπτομέρεια τή βιογραφία τοῦ πνευματικοῦ του διδασκάλου, ὥστε νά καθοδηγηθοῦν καί ἄλλοι ἄνθρωποι στήν πορεία τῆς δικῆς τους πνευματικῆς ζωῆς ἀπό τήν πείρα τοῦ κορυφαίου ἐρημίτη. Αὐτή ἡ βιογραφία εἶναι καί ἡ πρώτη πού καταγράφηκε καί ἀποτέλεσε τό πρότυπο γιά τή σύνταξη ἄλλων παρόμοιων ἔργων πρός οἰκοδομή καί ὠφέλεια τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Φυσικό ἦταν γιά τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, πού ὅπως προείπαμε μέ φανερό ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦσε τήν πνευματική ἐξέλιξη τοῦ νεαροῦ Ἀθανασίου, νά θέλει νά τόν ἔχει κοντά του στό Πατριαρχεῖο. Ἕνας τέτοιος φωτισμένος καί βαθειά καταρτισμένος νέος ἦταν ἀκριβῶς ὅ,τι χρειαζόταν ὁ Πατριάρχης. Γιά αὐτό καί τόν χειροτόνησε διάκονο. Κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς διακονίας τοῦ Ἀθανασίου ἔκανε τήν ἐμφάνισή του ὁ Ἄρειος, ὁ ὕπουλος αὐτός ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἄρειος ἦταν ἕνας ἐκ τῶν πλέον γνωστῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας, πού μάγευε τούς ἀκροατές μέ τά κηρύγματά του. Ἔχοντας πλούσιο, λοιπόν, τό χάρισμα τοῦ λόγου, μέ ἔπαρση διακήρυττε ὅτι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε στή συνέχεια ἄνθρωπος γιά μᾶς, δέν εἶναι Θεός ἀλλά κτίσμα, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Τόν χαρακτήριζε «ὁμοιούσιο», παρόμοιο δηλαδή ὡς πρός τήν οὐσία μέ τόν Πατέρα, κι ὄχι «ὁμοούσιο», τῆς ἴδιας δηλαδή οὐσίας, ἰσότιμο κατά πάντα μέ τόν Πατέρα, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί ἐπανέλαβαν οἱ ἅγιοι Ἀποστολοι τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τό λόγο αὐτό καί συμπερασματικά ἐπαναλάμβανε τή φράση «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν», δηλαδή ὅτι ὑπῆρχε χρόνος κατά τόν ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ὁ Χριστός, ἀφοῦ δημιουργήθηκε ὅπως δημιουργηθήκαμε κι ἐμεῖς, μόνο πού ἡ δημιουργία του συντελέστηκε νωρίτερα ἀπό τή δική μας. Ἡ βλάσφημη αὐτή διδασκαλία –παρόμοια μέ αὐτή πού ἔχουν σήμερα οἱ μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ- ἐπηρέασε πολύ κόσμο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἐξάλλου, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ἱερέας Ἄρειος εἶχε μεγάλη φήμη γιά τή θεολογική του κατάρτιση καί ἦταν χαρισματική φυσιογνωμία, κάτι πού δυστυχῶς ἐκμεταλλεύτηκε πρός ἄγραν ὁπαδῶν του, ἀντί γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ἀποστολικῆς ἀλήθειας.

Ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, δέν ἐπρόκειτο νά ἀφήσει τό ψέμα νά μονοπωλήσει. Ἀκριβῶς σ’ αὐτή τήν κρίσιμη μάχη τῆς Ἐκκλησίας καλεῖ τό στρατιώτη του Ἀθανάσιο νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἀλήθεια. Ὁ διάκονος τότε Ἀθανάσιος συμμετέχει στίς τοπικές συνόδους πού συγκροτήθηκαν ἀρχικά στήν Ἀλεξάνδρεια γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας. Ἡ βαθύτατη γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ ἀκριβής συναίσθηση τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης εἶναι στοιχεῖα τοῦ διακόνου Ἀθανασίου πού δέν μποροῦν νά μείνουν στήν ἀφάνεια, ἀλλά τόν ἀναδεικνύουν κορυφαῖο θεολόγο. Αὐτό ἀκριβῶς ἐκτιμᾶ καί ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος καί –παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του- τόν ἐπιλέγει στή συνοδεία του ὡς γραμματέα του κατά τίς ἐργασίες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἔλαβε χώρα στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, μιά πόλη ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, τό 325 μ.Χ. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος ἀναδείχθηκε ἡ ψυχή τῆς Συνόδου. Ὄντας καταρτισμένος, μέ δυναμισμό ἀλλά καί ταπεινή προσήλωση στήν ἀλήθεια πού παρέδωσε ὁ Χριστός καί οἱ Ἀπόστολοι, ὑποστήριξε μέ ὅλη του τή δύναμη τήν ἀλήθεια τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ Υἱοῦ, ὅπως ἀκριβῶς μαρτυροῦμε καί σήμερα στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως». Παρότι ἦταν ἁπλός διάκονος, ἡ θέση του στίς συζητήσεις ἦταν τέτοια ὥστε ὅλοι οἱ παρόντες τόν ἐτίμησαν καί οἱ μεταγενέστεροι τόν ἐπευφήμησαν.

Κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου αὐτῆς, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 328, ἀπεβίωσε ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος. Ὅλοι οἱ πιστοί τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν τό τριαντατριάχρονο ἁγνό παλικάρι τοῦ Χριστοῦ πού ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὑπερασπιστής τῆς ἀλήθειας, ὄχι ἁπλῶς νά στέκεται μπροστά στό θεῖο θυσιαστήριο ὡς ἐκπρόσωπός τους, ἀλλά νά τόν καμαρώσουν Πατριάρχη στό θρόνο τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστῆ Μάρκου. Ἡ ἀνάδειξή του σέ Πατριάρχη μάλιστα δέν ἔγινε ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς Αἰγύπτου, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τό λαό πού τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε ἐνεργό δράση στά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Καυστικός εἶναι, ἐν προκειμένῳ, ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Οὕτω μέν οὖν καί διά ταῦτα, ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατά τόν ὕστερον νικήσαντα πονηρόν τύπον, οὐδέ φονικῶς καί τυραννικῶς, ἀλλ’ ἀποστολικῶς καί πνευματικῶς, ἐπί τόν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται, οὐχ ἧττον τῆς εὐσεβείας, ἤ τῆς προεδρίας διάδοχος». Ὁ ἴδιος ἅγιος μάλιστα, ἐπαινώντας τήν ἱερατική του δράση τόν συγκρίνει μέ ἄλλους ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού, ὅπως γράφει, εἰσέρχονται στήν ἱεροσύνη χωρίς ἐφόδια, ἀλλά ἀδαεῖς, καθώς εἶναι ,γίνονται ταυτόχρονα μαθητές καί δάσκαλοι καί, πρίν ἀκόμη καθαρίσουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τά πάθη τους, προβαίνουν στήν κάθαρση τῶν ἄλλων. Καί συνεχίζει ὁ Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί μακρόν στηλιτεύοντας ἐκείνους πού ἦταν «χθές ἱερόσυλοι, καί σήμερον ἱερεῖς· χθές τῶν ἁγίων ἔξω (μακριά δηλαδή ἀπό τά μυστήρια) καί μυσταγωγοί σήμερον… οἵ, ὅταν πάντα διεξέλθωσι βιαζόμενοι, τελευταῖον τυραννοῦσι καί τήν εὐσέβειαν».

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὡς γνήσιος ποιμένας, ἀκολουθώντας τό πρότυπο τοῦ ἀρχιποιμένα Χριστοῦ, ἀνεβαίνει στόν Πατριαρχικό θρόνο ἀντιμετωπίζοντάς τον ὄχι ὡς τιμή, ἀλλά ὡς τόν προσωπικό του Γολγοθᾶ. Σηκώνει μέ κάθε κόστος τό σταυρό τῆς ἀλήθειας, ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε βαρύς γιά τόν ἀγωνιστή Πατριάρχη. Τό μέτωπο πού ἔχει νά ἀντιμετωπίσει εἶναι πολύπλευρο. Τά καθημερινά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους σπεύδει νά συμπαρασταθεῖ μέ κάθε τρόπο σάν φιλόστοργος πατέρας, εἶναι πολλά. Ἀναγκάζεται νά γίνει «τοῖς πᾶσι τά πάντα» (Α΄ Κορ. 9,22). Ἔτσι, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, στό πρόσωπό του οἱ μοναχές βρίσκουν τό νυμφαγωγό, οἱ ἔγγαμοι τό σωφρονιστή, οἱ ἐρημίτες τόν ἀναπτερωτή, οἱ ἄνθρωποι τῆς κοινωνίας τό νομοθέτη, οἱ χῆρες τόν προστάτη, οἱ ὀρφανοί τόν πατέρα, οἱ ἀσθενεῖς τό ἰατρό, οἱ ὑγιεῖς τό φύλακα τῆς ὑγείας. Κυρίως, ὅμως, πονᾶ καθώς βλέπει τό ποίμνιό του νά ἄγεται καί νά φέρεται ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες. Πρώτιστη εὐθύνη του εἶναι, πρίν ἀκόμη ἀπό ὁποιοδήποτε κήρυγμα, νά προβάλλει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο ζωῆς, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι, ὡς Πατριάρχης, χαρακτηριζόταν ἀπό ὑψηλά ἔργα καί ταπεινό φρόνημα, ὅπως σχολιάζει γιά ἄλλη μιά φορά ὁ βιογράφος του. Ἡ ἀρετή του ἦταν ἀπρόσιτη, ἀλλά ὁ ἴδιος παρέμενε κατά πάντα προσιτός στήν καθημερινότητά του. Γλυκύς στούς λόγους του καί ἀκόμη περισσότερο γλυκύς στούς τρόπους του, συνδύαζε τήν πραότητα μέ τή σοβαρότητα καί τήν αὐστηρότητα, ὅπου αὐτό ἦταν ἀπαραίτητο. Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του τή μετέτρεπε σέ ἠχηρή καί πολύτιμη διδασκαλία πρός ὅλους.

Ἡ φροντίδα γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς καθημερινές καί τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, δέν τόν ἀφήνει ἥσυχο. Ὀργώνει ὁλόκληρη τήν ἐπαρχία του, γιά νά βρεθεῖ κοντά στό ποίμνιό του, νά ἀφουγκραστεῖ τά προβλήματά του καί νά ἐνισχύσει στήν ὀρθόδοξη πίστη. Κατά τή διάρκεια τέτοιας διακονίας του δέν παρέβλεψε τήν ἔκκληση τοῦ Φρουμέντιου, πού οἱ συγκυρίες τῆς ζωῆς του τόν ἔριξαν στή χώρα τῶν Αἰθιόπων, γιά ὀργανωμένη ἱεραποστολική δράση πρός τή γειτονική Ἀφρικανική χώρα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀναγνωρίζοντας τό ζῆλο τοῦ Φρουμέντιου γιά τή διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστης, τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Αἰθιοπίας, τοῦ ἐξασφάλισε ὅσα μέσα πνευματικά καί ὑλικά ἦταν ἀπαραίτητα καί μέ ἄγρυπνο ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦσε τήν ἔκβαση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης πρός τούς Ἀφρικανούς, ἕτοιμος πάντα νά συμπαρασταθεῖ μέ κάθε τρόπο.

Ὡς λάτρης τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, ὑποφέρει καθώς βλέπει τήν ἄγνοια τῶν χριστιανῶν γιά τό ἀγαπημένο του βιβλίο, τήν Ἁγία Γραφή, γιά τήν ὁποία καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ διδάσκαλός του, διαρκῶς μιλοῦσε στούς μαθητές του. Γνωρίζει ἐκ πείρας πλέον, πώς αὐτή ἡ ἄγνοια τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι πού γεννᾶ τίς αἱρέσεις, πού ἀπομακρύνει τούς ἀνθρώπους ἀπό τό Θεό, πού προκαλεῖ ὅλα τά δεινά στήν Ἐκκλησία, ὅπως κατ’ ἐπανάληψη θά διακηρύξει καί μετά ἀπό αὐτόν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀποστέλλει, λοιπόν, ἐγκύκλιο ἐπιστολή του (πρόκειται γιά τή ΛΘ΄ Ἑορταστική Ἐπιστολή), ὄχι μόνο πρός τή διοικητική του περιφέρεια, ἀλλά πρός ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅπου κι ἄν βρίσκονται –γιά τό λόγο αὐτό πρόκειται γιά ἐπιστολή πού εἶχε κύρος συνόδου τήν ἐποχή ἐκείνη- μέ θέμα τόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἄς μᾶς ἐπιτρέψει ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης νά κάνουμε μιά μικρή παρένθεση γιά νά διευκρινίσουμε τό τόσο καθοριστικό θέμα γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας. «Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς» ὀνομάζουμε τόν κατάλογο τῶν γνήσιων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού εἶναι θεόπνευστα. Δυστυχῶς, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού ἔγραφαν κείμενα νοθευμένα μέ τίς δικές τους διδασκαλίες ἤ φανταστικές ἱστορίες καί –γιά νά γίνουν αὐτά ἀποδεκτά ἀπό τούς πιστούς- τά ὑπέγραφαν ψευδῶς, χρησιμοποιώντας τό ὄνομα κάποιου Ἀποστόλου. Κάποια ἀπό τά κείμενα αὐτά εἶναι γραμμένα ἀπό αἱρετικούς, πού χύνουν μέσα σ’ αὐτά τό πνευματικό τους δηλητήριο γιά νά ἐξυπηρετήσουν τούς σκοπούς τους καί ἄλλα εἶναι μυθώδη καί βλάσφημα. Ὑπῆρξε πολύ μεγάλος ἀριθμός τέτοιων κειμένων, κάποια ἀπό τά ὁποῖα χάθηκαν ἐντελῶς στό πέρασμα τῶν αἰώνων καί σήμερα τά ἀνακαλύπτουν οἱ ἀρχαιολόγοι. Παρά τήν ἀρχαιολογική τους ἀξία στή μελέτη τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς, δέν ἔχουν καμία ἀπολύτως ἀξία γιά τήν πίστη μας, ἀντίθετα πολλές φορές μποροῦν νά ἀποβοῦν καί ἐπιζήμια γιά τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού δέν ἔχουν τήν ἀνάλογη θεολογική κατάρτιση. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, λοιπόν, διευκρίνισε ποιά βιβλία εἶναι γνήσια καί θεόπνευστα. Τή διδασκαλία του αὐτή στήριξε ὄχι στίς προσωπικές του ἐκτιμήσεις, ἀλλά στήν ἴδια τήν ἀποστολική παράδοση. Γιά τό λόγο αὐτό τονίζει ὅτι τά γνήσια βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μόνον αὐτά ὀφείλουν οἱ Χριστιανοί νά ἔχουν ὡς πνευματική τροφή τους. Τά ὑπόλοιπα, πού ὀνομάστηκαν ἀπόκρυφα, ἐπειδή οἱ συγγραφεῖς τους ἀπευθύνονταν σέ λίγους καί «ἐκλεκτούς» καυχόμενοι ὅτι ἄντλησαν τά γραφόμενά τους ἀπό πηγές πού εἶναι κρυμμένες ἀπό τόν πολύ κόσμο, δέν ἔχουν καμία θέση στά χέρια τοῦ πιστοῦ πού εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2,4).

Ὅπως εἶναι φυσικό, ἡ δράση του αὐτή ἐξόργισε τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν δέν μποροῦσαν νά τά βάλουν μέ ἕνα τόσο σπουδαῖο καί ἅγιο ἡγέτη, ὅπως ὁ Ἀθανάσιος. Κατά τήν πάγια τακτική τους, ἀρχίζουν σφοδρό καί ὕπουλο πόλεμο, αὐτό τῶν συκοφαντιῶν καί τῆς δυσφήμισης. Διαδίδουν, λοιπόν, ὅπως διασώζει ὁ Θεοδώρητος στήν Ἐκκλησιαστική του Ἱστορία, ἀσύστολα ψεύδη γιά οἰκονομικές καταχρήσεις καί, ὅταν αὐτές οἱ κατηγορίες ἀνασκευάζονται ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, τότε ἐπινοοῦν πολλές ἄλλες, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ σημαντικότερες εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Κατηγοροῦν τόν Ἀθανάσιο ὅτι φόνευσε τόν ἐπίσκοπο Ὑψηπολιτῶν Ἀρσένιο καί χρησιμοποιοῦσε τό κομμένο χέρι τοῦ τελευταίου γιά μαγεῖες. β) Δωροδοκοῦν γυναίκα νά διαδίδει ὅτι βιάστηκε ἀπό τόν Ἀθανάσιο μέσα στό σπίτι της.

Ὁ αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ Σύνοδο στήν Τύρο γιά νά ἐξεταστοῦν ὅλες αὐτές οἱ σοβαρές κατηγορίες πού ἐκκρεμοῦσαν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας. Ἐκεῖ ἀποδεικνύεται περίτρανα ἡ ἀθωότητα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅσον ἀφορᾶ τίς δῆθεν οἰκονομικές καταχρήσεις. Πῶς, ὅμως, θά μποροῦσε νά ἀποδείξει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι δέν θανάτωσε τόν ἐπίσκοπο Ἀρσένιο ἤ ὅτι εἶναι ἠθικά ἀκέραιος, τή στιγμή πού δέν ὑπῆρχαν μάρτυρες; Οἱ ἐχθροί του, τυφλωμένοι ἀπό τό μίσος ἐναντίον τοῦ Ἀθανασίου, εἶχαν κάνει ἕνα μεγάλο λάθος. Εἶχαν ἀποκρύψει ὅτι στήν πραγματικότητα ὁ Ἀρσένιος ἦταν ἐν ζωῇ. Ὁ Ἀθανάσιος τό ἀνακάλυψε. Ἀντί ἄλλης ἐπιχειρηματολογίας, ἀφοῦ τούς ἄφησε νά χύσουν ὅλο τό δηλητήριο ἐναντίον του, παρουσίασε ξαφνικά, κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου, τό ζωντανό Ἀρσένιο. Οἱ ἐχθροί του, πού σέ καμία περίπτωση δέν περίμεναν τέτοια ἐξέλιξη, δέν πίστευαν στά μάτια τους. Δείχνοντας μάλιστα καί τά δύο χέρια τοῦ τελευταίου, σχολίασε ὁ κατηγορούμενος Ἀθανάσιος: Ἀς μή ζητᾶ κανείς ἄλλο χέρι, διότι κάθε ἄνθρωπος ἔλαβε δύο μόνον χέρια ἀπό τό Θεό!

Ἀφήσαμε τελευταία τήν περίπτωση τῆς ἀνασκευῆς τῆς κατηγορίας τοῦ βιασμοῦ, γιατί ἐκτός ἀπό τήν καταισχύνη τῶν αἱρετικῶν, μαρτυρεῖ τήν εὐφυΐα τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ γυναίκα πού ἐπέλεξαν γιά τό ρόλο αὐτό δέ γνώριζε οὔτε ἐξ ὄψεως τόν Πατριάρχη. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μικρόσωμος καί ἀδύνατος καθώς ἦταν, ἐπέλεξε νά ἔχει δίπλα του κατά τή διάρκεια τῆς ἐκδίκασης τῆς ὑπόθεσης τόν ἐμφανίσιμο καί ἐπιβλητικό -ὡς πρός τό παρουσιαστικό του- πρεσβύτερο Τιμόθεο. Τοῦ εἶχε προφανῶς ἐξηγήσει τό σχέδιό του. Ἔτσι, ὅταν ἡ γυναίκα, ὡς ἄφθαστη ἠθοποιός, σπαρακτικά περιέγραφε τή διακόρευσή της ἀπό τόν Ἀθανάσιο, ὁ πρεσβύτερος Τιμόθεος, δῆθεν θιγμένος καί ἔντονα ἀμυνόμενος, τῆς ζήτησε νά τόν κοιτάξει προσεκτικά καί νά βεβαιώσει σέ ὅλους τούς παραβρισκόμενους ὅτι εἶναι σίγουρη πώς ἐκεῖνος ἦταν ὁ βιαστής της. Τό ἀκροατήριο τῶν αἱρετικῶν πάγωσε, γιατί ὅπως προαναφέρθηκε ὁ πρεσβύτερος Τιμόθεος ὄχι ἁπλῶς δέν ἔμοιαζε, ἀλλά ἦταν καί ἐμφανισιακά ἐντελῶς διαφορετικός ἀπό τόν Πατριάρχη του. Δυστυχῶς γιά τούς συκοφάντες τοῦ Ἀθανασίου, ἡ γυναίκα ἔπεσε στήν παγίδα καί ὁμολόγησε μετ’ ἐπιτάσεως ὅτι, πράγματι, ὁ συνομιλητής της ἦταν ὁ μόνος αἴτιος τῆς συμφορᾶς της. Εἶναι περιττό νά ἀναφέρουμε τό σάλο πού ἐπακολούθησε. Ντροπιασμένοι οἱ διάφοροι ἐχθροί τοῦ Ἀθανασίου, ἔσπευσαν νά ἀπομακρύνουν τή γυναίκα κακήν-κακῶς, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, ἀπό τό χῶρο ἐκεῖνο.

Παρά τό διασυρμό τους οἱ αἱρετικοί δέν τό βάζουν κάτω. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά «βγεῖ ἀπό τή μέση» ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού γίνεται συνώνυμο τῆς ἀλήθειας στή συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Νέες κατηγορίες διαμορφώνονται. Αὐτή τή φορά τόν κατηγοροῦν ὅτι ἐμπόδισε τή μεταφορά σίτου ἀπό τήν Αἴγυπτο πρός τήν πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, πράγμα πολύ σοβαρό γιά τήν οἰκονομία ἀλλά καί τή γενικότερη καθημερινή ζωή τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀθωότητα τοῦ Ἀθανασίου εἶναι δεδομένη, ἀλλά αὐτή τή φορά ὁ αὐτοκράτορας, ὑπό τήν ἐπιρροή τῶν ἀρειανῶν, δέ δείχνει πρόθυμος νά ξανασχοληθεῖ μέ τά θέματα αὐτά. Χωρίς ἄλλη καθυστέρηση διατάσσεται ἡ πρώτη ἀπό τίς πέντε συνολικά ἐξορίες τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Ὁ λαός τῆς Ἀλεξάνδρειας μάταια διαμαρτύρεται πρός τόν Αὐτοκράτορα, καί μαζί του καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ὁ Ἄρειος βρίσκει τήν εὐκαιρία νά πάει στήν ὀρφανή πλέον Ἀλεξάνδρεια, ἀλλά εἰσπράττει τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν πιστῶν καί ἐγκαταλείπει τήν πόλη. Μετά ἀπό λίγο καιρό πεθαίνει.

Μιά δεκαετία περίπου ἀργότερα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπιστρέφει ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του στόν ἀγαπημένο του λαό. Μόλις φτάνει ἡ εἴδηση τῆς ἐπιστροφῆς του, αὐθόρμητα οἱ πιστοί πλημμυρίζουν τούς δρόμους καί τόν ὑποδέχονται ζητωκραυγάζοντας. Ἡ εἰκόνα τῆς εἰσόδου του στήν πόλη θυμίζει αὐτήν τῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου στά Ἱεροσόλυμα, ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τά παιδιά προπορεύονται καί χορεύουν ἀπό χαρά, ὅλοι στρώνουν ἱμάτια γιά νά περάσει τό γαϊδουράκι μέ τόν κατασυκοφαντημένο Πατέρα τους πού τόσο πολύ τούς εἶχε λείψει, κραδαίνουν κλαδιά, ρίχνουν ἀρώματα καί φωνάζουν μ’ ὅλη τους τή δύναμη γιά νά τόν ὑποδεχτοῦν. Ὁλόκληρη ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶναι στολισμένη καί φωταγωγημένη, οἱ δρόμοι, τά δημόσια κτήρια, τά σπίτια, τά πάντα συνεορτάζουν στό πανηγύρι τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀπολαμβάνει τήν ἀποκατάσταση τοῦ στύλου της.

Πρῶτο μέλημα, μετά τήν ἐπιστροφή του, εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία λυμαίνονταν διάφοροι κατά τήν ἀπουσία του. Ὅπως καί πάλι καταθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, προβαίνει στήν κάθαρσή της ἀπό τούς «θεοκαπήλους καί χριστεμπόρους». Ἐπαναλαμβάνει τό πολύπλευρο ἔργο πού εἶχε διακόψει ἡ ἐξορία του καί ἀγωνίζεται μέ νεανικό ἐνθουσιασμό στήν ὑπηρεσία τῆς ἀποστολικῆς ἀλήθειας. Οἱ ἐχθροί του τόν κυνηγοῦν καί ὁδηγεῖται σέ νέα ἐξορία. Ἡ ἱστορία αὐτή ἐπαναλαμβάνεται πέντε συνολικά φορές, ὅσες καί οἱ ἐξορίες του, πού κράτησαν συνολικά 16 χρόνια. Πρό τῆς τέταρτης ἐξορίας του, μέ ἀφορμή τήν προσχώρηση στό Χριστιανισμό ἐπισήμων γυναικῶν πρώην εἰδωλολατρῶν, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὄχι μόνο δέν ταράχθηκε ἀλλά καί παρηγοροῦσε τούς δακρυσμένους πιστούς μέ τά λόγια: «Θαρρεῖτε· νεφύδριον ἐστί καί θᾶττον παρελεύσεται». Καί πράγματι σύντομα ἀπομακρύνθηκε τό «συννεφάκι» παρά τήν αὐτοκρατορική ἐντολή νά τόν σκοτώσουν, κάτι πού τελικά δέν ἔγινε γιατί στάθηκε ἀδύνατος ὁ ἐντοπισμός του.

Μετά τήν τελευταία ἐπάνοδό του στήν Ἀλεξάνδρεια ἔζησε εἰρηνικά διακονώντας τήν Ἐκκλησία του γιά ἄλλα 6 χρόνια. Γέροντας πιά, ἔχοντας ὁ ἴδιος ὑποφέρει κατ’ ἐπανάληψη γιά χάρη τῆς ἀλήθειας, εἶχε διδάξει τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς, ὅτι ἀξίζει κανείς νά διώκεται καί νά ὑφίσταται πλεῖστες ὅσες ταλαιπωρίες γιά χάρη της. Ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό γιά νά συναντήσει τόν Κύριό του, γιά τή διδασκαλία τοῦ ὁποίου μέ τόση προθυμία ἐργάστηκε, στίς 2 Μαΐου τοῦ 373 μ.Χ. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 2 Μαΐου καί στίς 18 Ἰανουαρίου, μαζί μέ τή μνήμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου.

Ὁ ἅγιος πατριάρχης ἄφησε πίσω του τό λαμπρό παράδειγμά του, πού -κατά τή ρήση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου- ἀνέδειξε τή ζωή καί τή δράση του ὡς «ὅρον ἐπισκοπῆς… νόμον δέ ὀρθοδοξίας τά ἐκείνου δόγματα». Ὁ λαός δικαιολογημένα εἶχε ταυτίσει τήν ἴδια τήν ὀρθοδοξία μέ τή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: Ὅ,τι δίδασκε ὁ Ἀθανάσιος, ἦταν σίγουρα ὀρθόδοξο καί ἀληθές. Ὅ,τι δέν ἀποδεχόταν, ἦταν αἱρετικό καί ἀπορριπτέο. Κανένας ἄλλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δέν ταυτίστηκε τόσο ἄμεσα μέ τήν Ὀρθοδοξία, ὅσο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἄς ἐπικαλούμαστε τίς μεσιτεῖες του νά ἀναδείξει ὅλους μας ἀληθινούς προσκυνητές τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νά συμποιμαίνει τό λαό τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς χρόνους τῆς εἰρήνης καί νά ἐπαναφέρει στήν ἀλήθεια σέ κρίσιμες περιόδους, ὅπως εὔχεται καί ὁ βιογράφος του: «Αὐτός δέ ἄνωθεν ἡμᾶς ἐποπτεύοις ἵλεως, καί τόν λαόν τόνδε διεξάγοις τέλειον τελείας τῆς Τριάδος προσκυνητήν, τῆς ἐν Πατρί, καί Υἱῷ, καί ἁγίῳ Πνεύματι θεωρουμένης καί σεβομένης· καί ἡμᾶς, εἰ μέν εἰρηνικῶς, κατέχοις καί συμποιμαίνοις· εἰ δέ πολεμικῶς, ἐπανάγοις ἤ προσλαμβάνοις, καί στήσαις μετά σεαυτοῦ καί τῶν οἷος σύ, κἄν μέγα ᾖ τό αἰτούμενον, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ᾧ πᾶσα δόξα, τιμή, καί κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν».

ΠΗΓΉ: agathan.wordpress.com/