Ο ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση
πρωτ.Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη
α) Τό βάπτισμα συνδεόταν στήν ἐκκλησιαστική παράδοση κυρίως μέ τήν ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα. Τότε, πλῆθος ἀνθρώπων πού εἶχαν στή διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς κατηχηθεῖ, ἔρχονταν πανηγυρικά διά τοῦ βαπτίσματος στήν Ἐκκλησία. Ἡ λαμπάδα τῶν νεοφώτιστων, πού συνδέεται μέ τήν πασχαλινή λαμπάδα, ἀποτελεῖ σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ φωτός καί τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου.
Σύμβολο τῆς μετάβασης ἀπό τή ζωή τοῦ σκότους στή ζωή τοῦ φωτός. Εἶναι δύσκολο στίς μέρες μας νά ἀντιληφθοῦμε τό βαθύ θεολογικό νόημα τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στό χῶρο τῆς χάριτος. Κι αὐτό, διότι τό βάπτισμα ἔγινε ἁπλῶς ἕνα καλό ἔθιμο, ἕνα πολιτιστικό αὐτονόητο γιά βρέφη, συχνά χωρίς πνευματική προοπτική.
β) Ἴσως δέ γίνεται εὐρύτερα ἀντιληπτό, ὅτι ἡ εἴσοδος στό ἁγιασμένο ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί δραστηριοποιεῖ ὅλες τίς ψυχικές του δυνάμεις γιά τόν πολύμορφο πνευματικό ἀγώνα. Δέν κατανοεῖται ἐπίσης, ὅτι ἡ ἔνταξη αὐτή ἀποσπᾶ ἀπό τή μοναξιά καί φέρει σέ κοινωνία τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Τούς καθιστᾶ ὄντως ἀδελφούς ἐν Χριστῷ. Καί λέγονται αὐτά, διότι τίς ἀνοιξιάτικες αὐ- τές μέρες γίνονται στούς ἐνοριακούς ναούς πολλές βαπτίσεις νηπίων καί σύμφωνα μέ ἐπίσημες στατιστικές, πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ βαπτίζει τά παιδιά του. Πῶς τώρα φθάνουμε στό σημεῖο, ἐνῶ οἱ νέοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν «πᾶνε στήν Ἐκκλησία», δύσκολα ἑρμηνεύεται.
γ) Ὅσα εἰπώθηκαν πιό πάνω γιά τό βάπτισμα, μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 5, 1-15). Ἡ σύνδεση αὐτή ἐξάλλου ἀπαντᾶ τόσο στήν ὑμνολογία ὅσο καί στήν πατερική σκέψη καί θεολογία. Ἡ προβατική κολυμβήθρα ἦταν τύπος τῆς κολυμβήθρας τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, γράφει ὁ Ζιγαβηνός. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι τότε, μόνο ἕνας εἶχε τή δυνατότητα νά θεραπευθεῖ, ἐνῶ στό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας «κἄν ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἔλθῃ, ἡ χάρις οὐκ ἀναλίσκεται». Καί πράγματι ἡ χάρη εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀρκεῖ ὁ χριστιανός νά ἀνταποκρίνεται στήν ἔλευση τῆς χάριτος καί μέ ἐπίγνωση νά ζεῖ σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους τό μυστήριο τῆς πίστεως.
δ) Ὅταν βιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα ὡς σχέση καί κοινωνία, ὡς ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ ἄλλου, ὡς συμμετοχή στό πρόβλημα, στόν πόνο καί στή θλίψη, τότε παραμερίζεται ἡ μοναξιά καί γεμίζει ἡ κοινωνία ἀπό ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως καλλιεργεῖται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἀτομική εὐσέβεια, αὐτή διαχέεται καί στήν κοινωνία ὡς ἀτομισμός καί ὡς συμφεροντολογικός ἐγωκεντρισμός. Τότε ψάχνουμε ἀνθρώπους καί δέν τούς βρίσκουμε. Ἀναζητοῦμε ἀνθρωπιά καί αὐτή ἔχει ξεθωριάσει. Ὁπότε, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος ἡ μοναξιά καί ἡ ἀπελπισία.
ε) Ὁ Χριστός ὡς θεάνθρωπος ἀποτελεῖ πρότυπο αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά διακονηθεῖ, ἀλλά νά διακονήσει καί νά προσφέρει τή ζωή Του γιά τή σωτηρία τοῦ δημιουργήματός Του. Ὅμως, σέβεται τήν ἐλευθερία καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπεμβαίνει βίαια στή ζωή του. Ἀκόμη καί γιά τό δῶρο τῆς ὑγείας ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Μιά ἐρώτηση μάλλον περιττή γιά κάποιον πού περίμενε τριάντα ὀκτώ ἔτη. Κι ὅμως, ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει τό πρόβλημα τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθεῖ μοιρολατρικά τήν κατάστασή του καί δέν εἶχε τό κουράγιο καί τήν ἐλπίδα νά σηκωθεῖ, γιά νά εἰσέλθει στά ἰαματικά νερά.
στ) Φαίνεται ὅτι δέν ἦταν μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά παράλυτος. Ἀντί λοιπόν μέ πόθο καί λαχτάρα νά ἀπαντήσει, «ναί Κύριε, θέλω νά γίνω καλά», μεταθέτει τό πρόβλημα λέγοντας: «Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά μέ βάλει στή δεξαμενή, ὅταν ταραχθοῦν τά νερά». Κι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἀνατρέποντας τή λογική τῆς ἀπελπισίας τοῦ λέγει: «Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, πῆρε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Δέ χρειάζεται νά σχολιασθεῖ ὁ φθόνος καί ἡ τυπολατρία τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων γιά τή δῆθεν παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἄς ἑστιασθεῖ ἡ προσοχή μας στήν εὐθύνη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά νεοβαπτιζόμενα παιδιά.
ζ) Χαρά Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα πού βαπτίζεται στά ἁγιασμένα νερά ἕνα νέο μέλος, κατά κανόνα μικρό παιδί, καί εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία. Συμμετέχουμε πλῆθος ἀνθρώπων: κληρικοί, ἀνάδοχοι, συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι καί γνωστοί. Ἡ ἀτμόσφαιρα πανηγυρική, συγκινητική καί εὐφρόσυνη. Ὅλοι δίδουμε εὐχές καί χαιρόμαστε τή μεγάλη αὐτή στιγμή. Ἀλλά μήπως αὐτό κρατᾶ μόνο λίγες ὧρες; Ποῦ εἴμαστε ἀλήθεια ὅλοι ἐμεῖς, ὅταν τό παιδί αὐτό ἀρχίζει νά ἀντιμετωπίζει τή μοναξιά, τήν ἐφηβική μελαγχολία, τό ἄγχος τῆς ζωῆς, τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις, τά ἀδιέξοδα καί τίς πρῶτες ἀπογοητεύσεις; Εἴμαστε δίπλα του ὡς ἄνθρωποι ἤ ὡς κριτές καί τιμητές; Εἶναι λυπηρό στή σημερινή κοινωνία, νέα παιδιά νά παραλύουν ψυχικά καί νά φωνάζουν «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά τήν εὐθύνη μας, ἐπαναφέροντας στήν κοινωνία τήν ἀνθρωπιά μέ ἀναφορά στό Θεάνθρωπο Χριστό, τόν Ἀναστημένο Κύριο.
‘Από τό βιβλίο: ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ