Σήμερα, 9 τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῆς ἁγίας Θεοκτίτης τῆς Λεσβίας. Στὸ Συναξάριο δὲν φαίνεται πότε ἀκριβῶς ἔζησε
ἡ Ἁγία, ἀλλ'
αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία, γιατί στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει χρόνος. Στὴν Ἐκκλησία
ὅλα εἶναι παρόντα, καὶ τὰ
πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα τῆς πίστεως. Κάθε φορὰ ποὺ ἑορτάζομε
καὶ λειτουργοῦμε, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι μία παρουσία. Οἱ Ἅγιοι εἶναι
ζωντανοὶ καὶ παρόντες στὴν ἑορτὴ καὶ τὰ γεγονότα ἀπὸ τότε ποὺ
συνέβησαν συνεχίζονται τὰ ἴδια μέσα στὴν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε
πὼς ὁ Θεὸς
δὲν εἶναι Θεὸς
νεκρῶν, ἀλλὰ
ζώντων. Φαίνεται ὅμως,
ἂν καὶ στὸ
Συναξάριο δὲν γίνεται
λόγος, ὅτι ἡ ἁγία
Θεοκτίστη ἔζησε ἀπὸ τὸ
830 ἕως τὸ 872.
Ἄν καὶ δὲν ξέρομε πότε ἀκριβῶς
γεννήθηκε ἡ ἁγία Θεοκτίστη, ξέρομε ὅμως καλὰ τὸν
τόπο ποὺ γεννήθηκε καὶ τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτεψε. Εἶναι νησιώτισσα Ἁγία γεννήθηκε στὴ Λέσβο καὶ ἀσκήτεψε στὴν
Πάρο. Ἡ Λέσβος, ἡ Μυτιλήνη εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, πολὺ κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς
Μικρασίας. Ἡ Πάρος εἶναι ἕνα ὄχι
ἀπὸ τὰ
μεγαλύτερα νησιὰ τῶν Κυκλάδων. Ἡ ἁγία Θεοκτίστη λοιπὸν γεννήθηκε στὴν πόλη Μήθυμνα τῆς Λέσβου, ὠρφάνεψε
πολὺ μικρὴ καὶ
δόθηκε ἀπὸ τοὺς
συγγενεῖς της σ' ἕνα ἐκεῖ
κοντὰ γυναικεῖο μοναστήρι, γιὰ νὰ
μεγαλώση καὶ νὰ ἀνατραφῆ
μαζὶ μὲ ἅγιες
μοναχές. Ἕνα καλὸ μοναστήρι εἶναι καὶ ἄριστο
σχολεῖο, καὶ μακάρι νὰ ὑπῆρχαν τέτοια σὲ κάθε τόπο, γιὰ νὰ
βρίσκουν προστασία καὶ ἐκπαίδευση πολλὰ παιδιά.
Ἦταν δεκαοκτὼ ἐτῶν ἡ ἁγία Θεοκτίστη καὶ σὲ
μία ἑορτὴ τοῦ
Πάσχα πῆγε σ' ἕνα κοντινὸ
χωριό, γιὰ νὰ χαιρετίση τὴν ἀδελφή της. Μιὰ νύχτα ὅμως
ἦλθαν στὸ χωριὸ
σαρακηνοὶ πειρατὲς ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἔπιασαν
ὅλους τοὺς νέους, ἄνδρες
καὶ γυναῖκες, καὶ
τοὺς πῆραν στὸ
καράβι, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ
τοὺς πουλήσουν γιὰ σκλάβους· μαζί τους πῆραν καὶ τὴν ἁγία Θεοκτίτη. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ
πειρατικὸ καράβι ἔφτασε κι ἄραξε
στὴν Πάρο. Ἔβγαλαν λοιπὸν
οἱ πειρατὲς τοὺς
αἰχμαλώτους στὴ στεργιά, κι ἀρχίσανε νὰ λογαριάζουν τὴν τιμή τους, πόσο δηλαδὴ θὰ πουλοῦσαν
τὸν καθένα στὸ σκλαβοπάζαρο. Νὰ μὴ σᾶς
κάνη ἐντύπωση, γιατί δὲν εἶναι οὔτε
ἑκατὸν πενήντα χρόνια, ποὺ καταργήθηκε ἐπίσημα τὸ
δουλεμπόριο, ἂν καὶ σὲ πολλὰ
μέρη εἶναι ἀκόμα σκλαβωμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ
πειρατὲς λογάριαζαν τὴν τιμὴ τοῦ
κάθε σκλάβου, ἡ ἁγία Θεοκτίστη βρῆκε τὸν καιρό, ξέφυγε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους. Κρύφτηκε στὶς ἐρημιὲς τοῦ νησιοῦ
καὶ ἔζησε ἐκεῖ γιὰ πάντα, χωρὶς
νὰ τὴν δῆ
μάτι ἄνθρωπου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἡ
ζωὴ τῆς ἁγίας
Θεοκτίσης ὁμοιάζει μὲ τὴ ζωὴ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας·
ὅπως ἐκείνη, χάθηκε μέσα στὰ βουνὰ
καὶ τὶς ἐρημιὲς παλέβοντας μὲ τὸ κρύο, τὴ
γύμνια καὶ τὴν πείνα, χωρὶς νὰ δῆ
καὶ νὰ μιλήση μὲ ἄνθρωπο, ἄλλα μόνο μὲ τὸ Θεό. Ἐμεῖς,
ὅταν ἀκοῦμε
γιὰ τὴν ὑπεράνθρωπη
ἄσκηση τῆς ἁγίας
Θεοκτίστης, θαυμάζομε βέβαια, ἄλλα δὲν ἐκτιμοῦμε τὸ
παραδεγμά της οὔτε
καὶ εἴμαστε πρὸθυμοι
νὰ τὸ μιμηθοῦμε.
Μᾶς ἀρκεῖ
μόνο νὰ λέμε· «Καλὴ καὶ ἀξιοθαύμαστη
ἡ ἁγία Θεοκτίστη, μὰ εἶναι
ἀνάγκη καὶ τὴν
θέλει τάχα ὁ Θεὸς τόση κακοπάθεια;».
Πέρασαν τριανταπέντε χρόνια κι ἡ Ἁγία Θεοκτίστη, γνωστὴ μόνο στὸ
Θεό, ζοῦσε στὸ νησί. Κάποιοι κυνηγοὶ τότε ἀπὸ τὴν Κάρυστο, ἦλθαν
στὴν Πάρο γιὰ νὰ κυνηγήσουν. Ἐκεῖ
στὴν Πάρο ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα
βυζαντινὰ χρόνια ἦσαν ὁ
περίφημος ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς. Ὁ
ναὸς αὐτός, ποὺ
σώζεται ὥς τώρα καὶ πηγαίνουν πολλοὶ γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ τὸν θαυμάσουν, εἶναι ἀπὸ τὰ ὡραιότερα
βυζαντινὰ μνημεῖα.
Ἕνας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς κυνηγοὺς πῆγε
ὥς ἐκεῖ
καὶ μπῆκε γιὰ νὰ προσκύνηση καὶ νὰ θαυμάση τὸ
ναό. Μπῆκε στὸ ἱερὸ Βῆμα καὶ
πλησίασε ὡς τὴν Ἁγία Τράπεζα. Καὶ τότε ἄκουσε
μιὰ ἀδύνατη γυναικεία φωνὴ· «Σε παρακαλῶ, μὴν
πλησιάζεις, γιατ' εἶμαι
γυμνὴ καὶ ντρέπομαι».
Ὁ κυνηγὸς τρομοκρατήθηκε· καὶ ἡ φωνὴ
συνέχισε· «Ρίξε μου τὸ ἐπανωφόρι σου νὰ τυλιχτῶ, γιὰ νὰ μπόρεσης νὰ μὲ δῆς»!
Τυλιγμένη στὸ ἐπανωφόρι
τοῦ κυνηγοῦ, ἡ Ἁγία Θεοκτίστη παρουσιάστηκε μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο ὓστερ' ἀπὸ
τριανταπέντε χρόνια. Ὁ
κυνηγὸς τρομαγμένος θαύμαζε σ' αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν τὰ μάτια του· μία ἀνθρώπινη μορφή, ποὺ ὅσο πιὸ ἄσπρα ἦσαν
τὰ μαλλιά της, τόσο πιὸ μαῦρο ἦταν
τὸ πρόσωπο. Ἡ Ἁγία Θεοκτίστη ἦταν στ’ ἀλήθεια
ὁλόκληρη «πετσὶ καὶ κόκαλο». Διηγήθηκε στὸν κυνηγὸ τὴ ζωή της καὶ τὸν παρακάλεσε, καθὼς ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια τὸ
γέροντα Ζωσιμᾶ, νὰ κάμη τρόπο γιὰ νὰ κοινωνήση, γιατί ἔβλεπε πὼς
πλησίαζε νὰ παραδώση
στὸ Θεὸ τὴν
ψυχή της.
Ὁ κυνηγὸς ἔκαμε καθὼς
τοῦ εἶπε ἡ Ἁγία Θεοκτίστη, κι ὅταν ὓστερ' ἀπὸ τὸ κυνήγι του ξαναγύρισε, βρῆκε τὸ
σκελετωμένο σῶμα νεκρὸ μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια. Τὸ ἔθαψε ὅπως μποροῦσε
κι ἔφυγε, δοξάζοντας τὸ Θεό, ποὺ εἶναι
«θαυμαστὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».
Ἀμήν.