῾Υπάρχει ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ ῞Ελληνες δέν τά πᾶμε πολύ καλά
μέ τά βιβλία. Μολονότι ὁρισμένες στατιστικές δείχνουν τά τελευταῖα χρόνια ὅτι ὅλο
καί περισσότεροι ἀγοράζουν βιβλία, ὅμως οἱ ἴδιες διαπιστώνουν ὅτι λίγοι τελικῶς
τά παίρνουν γιά νά τά διαβάσουν. Προτιμοῦν οἱ
πολλοί νά τά ἔχουν στίς βιβλιοθῆκες τους, ἴσα γιά νά γεμίζουν τίς προθῆκες
ὡς κόσμημα καί συμπλήρωμα τῶν μπιμπελό. ῾Οπότε τό πρόβλημα κυρίως γιά τόν τόπο μας
στό προκείμενο θέμα εἶναι πῶς θά ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε τά βιβλία πού ἤδη ἔχουμε
ἀγοράσει.
῎Ετσι τό βιβλίο, ὡς ἡ καταγραφή τῆς ἀνθρώπινης πείρας καί
σοφίας, ξεπερνᾶ τόν χρόνο καί γι᾽ αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ σέ πνευματική κοινωνία ὄχι μόνο
μέ τό παρόν, ἀλλά καί μέ τό παρελθόν, ἀκόμη δέ καί μέ τό μέλλον ὡς ὁραματισμό τοῦ
ἐρχομοῦ του. Εἶναι λοιπόν τό βιβλίο ἡ πρόκληση μετοχῆς στή διαχρονικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος.
Ποιό ἐπίπεδο ἀνθρώπινης καί κοσμικῆς ζωῆς μᾶς ἐνδιαφέρει
καί δέν θά βροῦμε στό βιβλίο τόν ἄμεσο συμπαραστάτη, ἀλλά καί τόν καθοδηγητή μας;
- ῎Εχουμε ἐνδιαφέροντα ἐπιστημονικά, γνώσεως τοῦ ἔξω ἀλλά
καί τοῦ μέσα μας ἀκόμη κόσμου; Εὔκολα μποροῦμε νά καταφύγουμε στά ἀντίστοιχα βιβλία.
Πρόθυμα θά μᾶς συμπαρασταθοῦν μέσα ἀπό αὐτά ὅλοι οἱ συνάνθρωποί μας πού εἶχαν κατά
καιρούς ἀντίστοιχα μέ ἐμᾶς ἐνδιαφέροντα.
- ῎Εχουμε ἐνδιαφέροντα παιδαγωγικά; ᾽Αναρίθμημα βιβλία
ἐπίσης.
- Μᾶς θέλγει ἡ λογοτεχνία; ῎Απειρα τέτοια πού καλύπτουν
κάθε μορφή της. Καθώς εἶναι γνωστό: γιά κάθε διάσταση ζωῆς ὑπάρχει καί ἡ δική της
καταγραφή.
᾽Αλλά ἄν τόσα ὑπάρχουν βιβλία πού πρόθυμα σβήνουν τήν δίψα
τῆς κάθε γνώσης, τί θά ἔπρεπε νά ποῦμε γιά τό ῞Ενα, τό αἰώνιο Βιβλίο, τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ, καθώς καί γιά ἐκεῖνα πού ἀναφέρονται σ᾽ αὐτό καί τό ἑρμηνεύουν; Μιλᾶμε γιά
τό Βιβλίο τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν ῾Αγία Γραφή, καί γιά τήν Πατερική ἐκφορά του, εἴτε
ὡς πεζό λόγο εἴτε ὡς ποίημα εἴτε ὡς ὕμνο ἐκκλησιαστικό, ἀλλά καί γιά τήν βιωμένη
καταγραφή του μέσα ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων μας.
Καί μόνο τό γεγονός ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι καταγεγραμμένος σέ βιβλίο,
καί μόνον τοῦτο ἀρκεῖ γιά νά πειστοῦμε περί τῆς τρομακτικῆς σημασίας καί ἀξίας αὐτοῦ
πού ὀνομάζεται βιβλίο. Διότι μέ τό Βιβλίο ἰδίως αὐτό καί τά συναφῆ του βοηθούμαστε
οὐσιαστικά νά ἔλθουμε σέ κοινωνία ὄχι μέ τό ἀνθρώπινο πιά πνεῦμα, ἀλλά μέ τό ἴδιο
τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀπό τό Πνεῦμα αὐτό κινήθηκαν ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι (πρβλ.
Β´ Πέτρ. 1, 21), ὥστε νά καταγράψουν τίς θεοπτικές ἐμπειρίες τους. Παράλληλα, βοηθούμαστε
στό νά κατανοήσουμε τήν θέση μας μέσα στόν
κτιστό κόσμο, τήν θέση μας ἔναντι τοῦ συνανθρώπου μας, ἀλλά καί ἀπέναντι στόν ἴδιο
μας τόν ἑαυτό.
῎Ετσι φθάνουμε μέσα ἀπό τό Βιβλίο τοῦ Θεοῦ καί στήν ὀρθή
ἀνάγνωση καί ἑνός ἄλλου βιβλίου: τοῦ βιβλίου τῆς φύσεως. Διότι διανοίγονται τά μάτια
μας ὥστε νά βλέπουμε τήν φύση ὡς διήγηση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἀναγγελία τῆς
Δημιουργίας Του. ῾Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν
Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν Αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα᾽. Μέ ἄλλα λόγια γιά τόν
πιστό ἄνθρωπο καί ἡ φύση κατανοεῖται ὡς βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ
᾽Εκκλησία μας εἶδε πάντοτε σέ συσχέτιση τήν ὑπερφυσική μέ τήν φυσική λεγόμενη ἀποκάλυψη.
Διότι καί οἱ δύο μιλᾶνε γιά τόν ἄπειρο καί παντοδύναμο Θεό.
Εἶναι εὐνόητο μέ τά παραπάνω ὅτι μιλώντας γιά τήν ἀξία
τοῦ βιβλίου ἐννοοῦμε τό καλό βιβλίο. ᾽Εκεῖνο πού προάγει τόν ἄνθρωπο, τόν καλλιεργεῖ
καί τον ἐξυψώνει, ὥστε νά πραγματοποιεῖ τόν ἐπί γῆς προορισμό του. Γιά τά ἄλλα πού
γκρεμίζουν ἀντί νά οἰκοδομοῦν, σκοτίζουν ἀντί νά φωτίζουν, δέν ἔχουμε τίποτε ἄλλο
νά ποῦμε ἀπό τόν λόγο τοῦ Κυρίου: ῾Οὐαί, δι᾽
οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται᾽(Ματθ. 18, 7).
Θά πρέπει λοιπόν νά ἐκμεταλλευόμαστε τήν μεγάλη
εὐκαιρία πού μᾶς δίνει στίς ἡμέρες μας ἡ ἀνάπτυξη τοῦ γραπτοῦ λόγου. ῞Οσο μποροῦμε,
μέσα στά ἀσφυκτικά πλαίσια πού ἔχει δημιουργήσει ἡ οἰκονομική κρίση, νά ἀγοράζουμε
ἤ καί νά δανειζόμαστε, προκειμένου νά τά μελετοῦμε, ἐκεῖνα τά βιβλία πού μᾶς κατευθύνουν
ὀρθά στήν ζωή μας καί μᾶς κάνουν πραγματικούς ἀνθρώπους. Εἶναι μία μοναδική εὐκαιρία
νά γινόμαστε οἰκουμενικοί, τοπικά καί χρονικά, ἄνθρωποι.
Πηγή: http://pgdorbas.blogspot.gr