Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ο Φώτης του αθέατου δρόμου.


Ξεφύτρωσε στους δρόμους της πόλης μας ξαφνικά και σχεδόν από το πουθενά, στην δεκαετία του'80. Ένας λεπτός, ψηλός άντρας απροσδιορίστου ηλικίας, (πριν λίγο καιρό έμαθα ότι είναι στα 82 του πλέον αλλά καθόλου δεν του φαίνεται) που φορούσε, χειμώνα - καλοκαίρι, το ίδιο χακί μπουφάν, έμοιαζε βρώμικος και είχε μακριά μαλλιά.
Κυκλοφορούσε στο κέντρο της πόλης, μοίραζε λουλούδια στις γυναίκες (και μοιράζει ακόμη), έλεγε διάφορα ακατανόητα και κάποιες φορές μιλούσε για αγάπη και για Θεό.
Δεν ήξερε κανείς να πει από πού κρατούσε η σκούφια του.
Τότε ήμουν στα ντουζένια της δημοσιογραφικής μου πορείας και είχα το περιοδικό "Ώρες".
Έστειλα -θυμάμαι- έναν συνάδελφο να του πάρει συνέντευξη και βγήκε ένα πολύ όμορφο κομμάτι, όπου όμως ο Φώτης, παρεκτός των φιλοσοφημένων θέσεών του, που βασίζονταν στο "αγαπάτε αλλήλους", δεν μας είχε διαφωτίσει σχετικά με την καταγωγή του. Ωστόσο το περιοδικό είχε μόλις κερδίσει έναν ιδιότυπο διαφημιστή, καθώς αυτός ο παράξενος άνθρωπος φώναζε στους δρόμους "Ώρες....να διαβάζετε τις Ώρες, φιλάκια στις Ώρες".

Η μόνη πληροφορία που αποκτήσαμε από κείνη την συνέντευξη ήταν πως έμενε σε μια σπηλιά, στον λόφο της Γορίτσας (περιοχή αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, στην άκρη της πόλης).
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο ο Φώτης γινόταν κάτι σαν εκ των ων ουκ άνευ της πόλης.
Τον γνώριζαν όλοι πια, έμπαινε στα καταστήματα, έλεγε "καλημέρα" και ευχές, άφηνε ένα κέρμα για το καλό και φεύγοντας έλεγε "Να αγαπάτε. Ακούτε; Μόνο αγάπη."
Οι άνθρωποι άρχισαν ολοένα και λιγότερο να τον θεωρούν μουρλό.
Μετά σταμάτησαν να τον λένε και παράξενο.
Ήταν και είναι απλά ο Φώτης, κάτι σαν ξωτικό, σαν δια κάτι σαλός (μερικοί λένε πως δια τον έρωτα γυναικός παρεφρόνησε αλλά εμένα μου μοιάζει σαν πολύ στα καλά του).
Μια εποχή τον βρήκα να μένει κάτω από το σκέπαστρο ενός ξωκκλησιού στην Πορταριά. Μου είπαν πως τούτο το ενδιαίτημα τον φιλοξένησε για καναδυό χρόνια.
Ο ναίσκος είναι των Ταξιαρχών -δεν ορκίζομαι ότι είχε παρτίδες με τους Αρχαγγέλους-.
Όμως το ξανασκέφτηκα όταν τον συνάντησα -ανήμερα της γιορτής των Αγγέλων- και μου είπε πως στους δρόμους της πατρίδας μας κυκλοφορούν εκατομμύρια άγγελοι. (Το αναφέρω στο δημοσίευμά μου "Εκατομμύρια άγγελοι".....).
Ο τωρινός τόπος διαμονής του είναι έξω από την πόλη, σε ένα παράπηγμα μέσα στο κτήμα κάποιου, στην περιοχή Κογιάτικα (μετά τον οικισμό Φυτόκο).
Με τον καιρό, το μόνο που άλλαξε είναι ότι δεν φορά πια εκείνο το χακί μπουφάν, "πλούτισε" και ό,τι του δίνουν το δίνει ελεημοσύνη, μιλάει περισσότερο -λέγοντας πάντα όμως ό,τι γουστάρει και μόνον, το ύφος του προσδιορίζεται πλέον ως ενός αγαπημένου ανθρώπου και αυτές τις μέρες ρυθμίζει την κυκλοφορία, σε μια διασταύρωση πίσω από τον μητροπολιτικό ναό.
Είναι δίπλα το γραφείο μου και τον άκουσα ένα μεσημέρι να φωνάζει: "Μπορείς, μπορείς, πάτα γκάζι, φύγε. Ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα. Ευλόγησον. Ευλόγησον."
Βγήκα στο μπαλκόνι και τον είδα να σταματά αυτοκίνητα για να περάσουν άλλα και είδα τους οδηγούς όλους χαμογελαστούς (πρώτη φορά είδα τόσους ανθρώπους μαζεμένους, να χαμογελούν αλλά και να υπακούν σε παραγγέλματα).
Ανάμεσα στις κουβέντες που έχουμε ακούσει απ' αυτόν είναι πως δεν του λείπει τίποτε, πως ο άνθρωπος αν αγαπά είναι πλήρης, πως για να ζήσουμε, θέλουμε μόνο τον Θεό. Δεν κάνει διδασκαλία. Περπατάει στους δρόμους και μονολογεί, σαν να είναι μόνο αυτός και ο εαυτός του. Ξέρει ότι τον ακούμε και μεις αλλά δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει. Μοιάζει σαν να εκτελεί κάποιο καθήκον...Κήρυκος ίσως, σε μια πόλη ανθρώπων με κουρασμένες ακοές που μόνο το αλλόκοτο και μη συμβατικό, μπορεί να κάνει το ους τους ευήκοον....
Καμιά φορά λέει "γεια σου ομορφούλα, να χαίρεσαι την ομορφιά σου" και ξαναθυμόμαστε τα αγόρια που σφύριζαν κάτω από αρχαία παράθυρα, άλλοτε πάλι το ακούμε σαν "Χαίρε κεχαριτωμένη" που δεν μας ανήκει αλλά πιστοποιεί την χαμένη ομορφιά της καθαυτής γυναικός (που διασώθηκε μετά την Εύα).
Όπως και νάχει, ο Φώτης δεν ορίζεται, δεν χαρακτηρίζεται, δεν ανήκει, δεν υπόκειται, δεν περιορίζεται.
Μόνη εξαίρεση, ένα απόγευμα που τον είδα να κάθεται μαζεμένος και αμίλητος στα σκοτάδια του ναού, μετά τον εσπερινό. Κοίταζε την Πλατυτέρα συνέχεια και δεν έδινε σημασία στον κόσμο που μπαινόβγαινε για ένα κεράκι. Όταν είδε τον ιερέα σηκώθηκε, είπε "την ευχή σου πάτερ" και έκανε μία υπόκλιση.
Βρήκα την ευκαιρία και του είπα "καλησπέρα Φώτη" και κείνος μόνο κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω και αυτό ήταν όλο. Μετά ξαναγύρισε στην θέαση της Πλατυτέρας.
Εγώ έφυγα, ο Φώτης έμεινε. Πού ακριβώς και με ποιούς έμεινε, Κύριος οίδε....

Πηγή:  anazhthseis-elena.blogspot.gr