Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ (1)

Εἰς τὴν Ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ εἰς τὸν Συμεὼν




ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


Δὲν φορεῖ μόνο σάρκα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ καὶ περιτέμνεται σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, γιὰ νὰ μὴν ἔχη πρόφασι ἡ ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων. Γιατί ἔρχεται πρὸς τὸν νόμο γιὰ χάρι τοῦ ἴδιου τοῦ νόμου, γιὰ νὰ ἐλευθερώση τοὺς μαθητὲς του μέσω τῆς πίστεως ποὺ βασιζόταν στὸν νόμο. Καὶ παίρνει σάρκα καὶ περιτέμνεται κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους.

Πῆρε τὸ ἴδιο μὲ αὐτοὺς σῶμα, πῆρε καὶ τὴν ἴδια περιτομή. Ἔκανε ἀναντίρρητη τὴν συγγένειά Του μὲ αὐτούς, ὥστε νὰ μὴ τὸν ἀρνηθοῦν, Αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν γενιὰ τοῦ Δαυίδ, καὶ ποὺ αὐτοὶ προσδοκοῦσαν. Ἔδειξε τὸ γνώρισμα τῆς συγγενείας Του μὲ αὐτούς. Γιατί, ἂν ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν περιτομὴ Του ἔλεγαν «δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποῦ εἶναι»[1], ἐὰν δὲν εἶχε περιτμηθῆ κατὰ σάρκα, ἡ ἄρνησίς τους θὰ εἶχε κάποια εὔλογη πρόφασι.



«Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτὼ ἡμέρες»: Γιατί ὁ νόμος ὁρίζει τὴν ὀγδόη ἡμέρα νὰ γίνεται ἡ περιτομή, καὶ ὅταν φθάση ἡ ὀγδόη, ἔρχεται μέσα ὁ γιατρὸς καὶ πιάνει τὸ μαχαιράκι καὶ κάνει τὰ τῆς τέχνης του. Δὲν ἰσχύει δὲ τότε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου λόγω τῆς περιτομῆς.


Ἂς ρωτήσουμε λοιπὸν τοὺς Ἰουδαίους: Ἀνάπαυσις τὸ Σάββατο• τέλεια ἀργία αὐτὴ τὴν ἡμέρα… Γιὰ ποιὰ λοιπὸν αἰτία ἡ ὀγδόη ἐκτοπίζει τὴν ἑβδόμη; Γιατί ἡ ὀγδόη γίνεται ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἑβδόμη; Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν γνωρίζουν τὰ τῶν Ἰουδαίων. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν Χριστὸ γνωρίζει καὶ τὶς Ἰουδαϊκὲς διδασκαλίες. Περιτέμνεται λοιπὸν τὸ παιδὶ τὴν ὀγδόη ἡμέρα, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ὀγδόη ἡ Ἀνάστασις, δηλαδὴ ἡ Κυριακή, ἔμελλε νὰ ἀποβῆ ἡ περιτομὴ[2] ὅλου του κόσμου. Γιατί ἄλλωστε δὲν διέταξε ὁ Μωυσῆς νὰ γίνεται ἡ περιτομὴ τὴν ἕκτη ἡμέρα; Γιατί ὄχι τὴν ἐννάτη ἢ τὴν δεκάτη; Εἶναι λοιπὸν προφανὴς ἡ σημασία τῆς ὀγδόης ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποία γίνεται ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου. Ὅποιος λοιπὸν δὲν πιστεύει στὴν Ἀνάστασι εἶναι ἀπερίτμητος στὴν καρδιά, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀπιστία τοῦ ἀποξενώνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐνῶ ἡ περιτομὴ τῆς πίστεως εἶναι ἀληθινὴ γνῶσις καὶ αἴσθησις.


Γι’ αὐτό, ἀγαπητέ μου, ἡ περιτομὴ δίδεται θεωρητικὰ στοὺς πιστοὺς ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Τὸ δὲ ἅγιο Βάπτισμα εἶναι τύπος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Νὰ περάσης λοιπὸν ἀπὸ τὴν σάρκα στὸ πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὰ σωματικὰ στὸ μεγαλεῖο του πνεύματος καὶ θὰ βρῆς ἐκεῖ μὲν περιτομὴ σαρκική, ἐδῶ δὲ περιτομὴ πνευματικὴ καὶ κάθαρσι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἡ περιτομή• ἡ δὲ ὀγδόη ἡμέρα εἶναι καὶ ἡ ἀνάστασις• τῆς δὲ ἀναστάσεως τύπος εἶναι τὸ Βάπτισμα. Δέστε πῶς ἀπὸ τὰ μικρὰ προοδεύουμε στὰ μεγαλύτερα, ἀπὸ τὰ σωματικὰ στὰ πνευματικώτερα. Νὰ ἔλθουν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι κι αὐτοὶ καὶ νὰ προοδεύσουν. Γιατί πρέπει νὰ προοδεύσουν ἀπὸ τὰ σαρκικὰ καὶ νὰ μὴν ἀρκεστοῦν σ’ αὐτά.


Λοιπὸν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος δὲν ἦλθε νὰ καταλύση τὸν νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐκπληρώση, περιετμήθη κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους. Λέγει λοιπὸν ὁ Εὐαγγελιστής: «Συμπληρώθηκαν ὀκτὼ ἡμέρες γιὰ τὴν περιτομή του καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως ὠνομάστηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο προτοῦ νὰ συλληφθῆ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του». Ἐμεῖς δηλαδὴ παίρνουμε τὸ ὄνομα μετὰ τὴν γέννησί μας, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς παίρνει τὸ ὄνομά του προτοῦ νὰ γεννηθῆ. Γιατί ὑπῆρχε καὶ προτοῦ νὰ συλληφθῆ. Ὠνομάστηκε δὲ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ τὸ ἔργο του ἦταν ἔργο Σωτῆρος.


«Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν, λέει, οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ τους σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Μωυσέως». Τίνος καθαρισμοῦ; Τῆς Μαρίας καὶ τοῦ Ἰωσήφ. Διέταζε δηλαδὴ ὁ νόμος, ἡ γυναίκα ποὺ μόλις εἶχε γεννήσει νὰ καθαρίζεται καὶ νὰ φυλάγη τὶς ἡμέρες καὶ νὰ μὴν βγαίνη ἔξω.


«Ὅταν λοιπὸν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Μωυσέως» −καίτοι δὲν ὑφίστατο τέτοια ἀνάγκη γιὰ τὴν Παρθένο, ἀλλ’ ὅμως ἐκπληρωνόταν ἔτσι ὁ νόμος− «τὸν ἀνέβασαν στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ τὸν προσφέρουν στὸν Κύριο, ὅπως ἔχει γραφῆ στὸν νόμο τοῦ Κυρίου». Ὅπου ὁ λόγος εἶναι γιὰ σωματικὸ καθαρισμό, λέει «σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Μωυσέως»• ὅπου γιὰ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου, «ὅπως ἔχει γραφτῆ, λέει, στὸν νόμο τοῦ Κυρίου». Ὄχι ὅτι ὁ νόμος τοῦ Μωυσέως δὲν ἦταν νόμος τοῦ Κυρίου• διότι, ὅσα λέει ἕνας προφήτης κινούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν τὰ λέει μόνος, ἀλλὰ ὁ Κύριος του τὰ ὑπαγορεύει. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὁ καθαρισμὸς εἶχε χαρακτήρα σωματικό, γι’ αὐτὸ λέει «νόμο τοῦ Μωυσέως». Ὅταν ὅμως προσφερόταν τὸ πρωτότοκο, λέει «κατὰ τὸν νόμο τοῦ Κυρίου» τιμώντας ἔτσι τὸ νεογέννητο.


«Ὅπως εἶναι γραμμένο στὸν νόμο τοῦ Κυρίου: κάθε ἀρσενικὸ ποὺ διανοίγει μήτρα νὰ ὀνομασθῆ ἅγιο καὶ ἀφιερωμένο στὸν Κύριο». Αὐτὴ λοιπὸν ἡ φράσις καὶ ἡ διάταξις ὁλόκληρη καὶ ἡ ἀφορμὴ τῆς διατάξεως βάλθηκε γι’ αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ διανοίξη μήτρα. Γιατί ὅλα τὰ πρωτότοκα τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων οὐδέποτε διήνοιξαν μήτρα, ἀλλὰ ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο πρωτότοκα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ μητέρα παρθένο, αὐτὸς μόνο διήνοιξε μήτρα. Κάνε μου λοιπὸν τὴν χάρι καὶ πρόσεξε ὅτι ἡ διατύπωσις ὅλου αὐτοῦ τοῦ νόμου ἔγινε γιὰ Ἐκεῖνον μόνο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθῆ ἀπὸ μητέρα παρθένο. Πῶς ὅμως νὰ τὴν κατανοοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι; Γιατί σὰν σαρκικοὶ ποὺ εἶναι ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τοῦ νὰ καταλάβουν τὰ νοήματα τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας.


Ἔπειτα ἀνεβαίνουν «γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ νόμος τοῦ Κυρίου, ἕνα ζευγάρι ἀπὸ τρυγόνια ἢ δύο νεοσσοὺς ἀπὸ περιστέρια»[3]. Ἔγιναν δὲ καὶ αὐτὰ τυπικά, κατὰ τὸν νόμο, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχη καμμιὰ ἔλλειψις στὴν πιστὴ ἐκτέλεσι τοῦ νόμου. Αὐτὰ εἶναι συγκεκαλυμμένα νοήματα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Ἂς ἔλθουμε ὅμως στὴν ἐξήγησι τοῦ Εὐαγγελίου.


«Καὶ νά, ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος στὴν Ἱερουσαλὴμ ποὺ ὠνομαζόταν Συμεών. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβὴς καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐπάνω του. Αὐτὸς εἶχε λάβει ἀποκάλυψι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δὲν θὰ τελείωνε τὴν ζωὴ τοῦ προτοῦ δὴ τὸν Χριστὸ τὸν Κυρίου». Γέροντας ἦταν ὁ Συμεὼν καὶ περίμενε τὴν ἐκπλήρωσι τῆς ὑποσχέσεως. Ἔμενε στὸν ναὸ μέσα καὶ μονολογοῦσε: Ὅπου καὶ νὰ γεννηθῆ, ὁπωσδήποτε ἐδῶ θὰ παρουσιασθῆ.


«Αὐτὸς ἦλθε κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Πνεύματος στὸν ναὸ» ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ οἱ γονεῖς ἔφερναν ἐκεῖ τὸ παιδί. Διότι βέβαια πολλὲς φορὲς ἐρχόταν, ἀλλὰ μὲ δική του πρόθεσι. Τότε ὅμως ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν κατάλληλη στιγμή, ἔρχεται, γιὰ νὰ λάβη τὴν ἐκπλήρωσι τῆς ὑποσχέσεως.


«Αὐτὸς δέχτηκε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ τὸν Ἰησοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: Σήμερα ἀφήνεις ἐλεύθερο τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα, νὰ πεθάνη κατὰ τὸν λόγο σου μὲ εἰρήνη». Ἀπὸ ποῦ τὸν ἀφήνεις ἐλεύθερο; Ἀπὸ τὸν στίβο τῆς ζωῆς. Γιατί εἶναι γεμάτα λύπη τὰ βιοτικὰ πράγματα. Ἡ ζωὴ εἶναι φυλακή. Ἐκεῖνος λοιπὸν ἤθελε νὰ ἐλευθερωθῆ. Ἐὰν ὅμως κάποιος τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωὴ τὴν θεωρῆ ζημία αὐτὸς δὲν εἶναι ἀκόμη τέλειος στὴν πίστι.


Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε: «Σήμερα ἀφήνεις ἐλεύθερο τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα, νὰ πεθάνη κατὰ τὸν λόγο σου μὲ εἰρήνη». Διότι αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ κάμη εἰρήνη μὲ τὸν κόσμο ἔφθασε• ὁ εἰρηνοποιὸς ἔχει ἔλθει• ἐκεῖνος ποὺ συνδέει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ καὶ μετατρέπει τὴν γῆ σὲ οὐρανὸ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία ἔχει καταφθάσει.


Ὁ Συμεὼν φωνάζει: «Σήμερα ἀφήνεις ἐλεύθερο τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα, νὰ πεθάνη κατὰ τὸν λόγο σου μὲ εἰρήνη, γιατί εἶδαν τὰ μάτια μου τὴν σωτηρία σου», λέει. Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ λέει; Προηγουμένως δηλαδὴ πίστευα μὲ τὴν διάνοιά μου καὶ γνώριζα μὲ τὸν λογισμό μου. Τώρα ὅμως εἶδαν καὶ τὰ μάτια μου. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ προσδοκοῦσα μὲ τὴν καρδιά μου, νὰ ποὺ τὸ εἶδαν τὰ μάτια μου ἐκπληρωμένο. Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό; «Εἶδα, λέει, τὴν σωτηρία σου». Ποιὰ σωτηρία; «Αὐτὴν ποὺ ἑτοίμασες ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν». Ὄχι τοῦ λαοῦ τοῦ ἑνὸς οὔτε τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ μόνο, ἀλλὰ «ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν». Γιατί αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε εἶναι διδάσκαλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.


«Φῶς ποὺ θὰ εἶναι ἀποκάλυψις γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ δόξα γιὰ τὸν λαό σου τὸν Ἰσραήλ». Γιατί φῶς; Ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ ἐθνικοὶ βρίσκονταν στὸ σκοτάδι. Ἐπειδὴ τὰ σκοτισμένα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη φωτίζονταν.


«Φῶς ποὺ θὰ εἶναι ἀποκάλυψις γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ δόξα γιὰ τὸν λαό σου τὸν Ἰσραήλ». Ἐδῶ ἡ δόξα καὶ ἐκεῖ ἡ ἀποκάλυψις. Ἐκεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς διδασκαλίας, ἐδῶ ἡ πρόοδος τῆς μαθήσεως.


«Δόξα γιὰ τὸν λαό σου τὸν Ἰσραήλ». Ἀλλὰ ἐδῶ σίγουρα θὰ ρωτήση κάποιος: Καὶ ποῦ εἶναι οἱ Ἰσραηλίτες; Ἔχεις τὸν Πέτρο, ἔχεις τὸν Παῦλο, ἔχεις τὸν Ἰωάννη, ἔχεις τὶς τρεῖς χιλιάδες, ἔχεις τὶς πέντε χιλιάδες, ἔχεις τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔχεις αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν Ἰουδαίων. Γιατί μέσα στοὺς πιστοὺς βρισκόταν τὸ ἔθνος. «Ἐὰν ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων δὲν ἄφηνε γιὰ σπόρο μία μικρὴ μερίδα πιστοῦ λαοῦ ἀνάμεσά μας, θὰ εἴχαμε γίνει σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ εἴχαμε ὅμοια τύχη μὲ τὰ Γόμορρα»[4]. Διότι λέει ἐπίσης ὁ Θεός: «Κράτησα γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἑπτὰ χιλιάδες ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι δὲν γονάτισαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Βάαλ»[5]. Ἔτσι μέσα στὸν λαὸ φυλαγόταν τὸ σπέρμα τῆς πίστεως καὶ δὲν χάθηκε ὁ λαὸς −μὴ γένοιτο− οὔτε ἐξαχρειώθηκαν ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι. Ἀφοῦ καὶ τώρα, σ’ αὐτὴ τὴν μακάρια κατάστασι καὶ κλῆσι τῶν Χριστιανῶν πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί. Ὁ Χριστὸς δηλαδὴ κάλεσε ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ ἑτοίμασε τὸ ἅγιο τραπέζι τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ ὅταν ἔλθη στὴ Δευτέρα Παρουσία, μπαίνει μέσα καὶ κάνει ξεδιάλεγμα καὶ ἐξετάζει μὲ προσοχὴ τοὺς συνδαιτυμόνες. Κι ἂν βρῆ κανένα νὰ μὴ ἔχη ἔνδυμα κατάλληλο γιὰ γάμο τοῦ λέει: «Φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα χωρὶς γαμήλιο ἔνδυμα;»[6] Καὶ θὰ τὸν βγάλη ἔξω καθὼς ἀκούσαμε στὰ Εὐαγγέλια. Ὥστε, ὅπως καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἐκλογή, ἔτσι καὶ ἐδῶ θὰ γίνη ἐκλογή. Μήπως δηλαδή, ἐπειδὴ ἔχουμε κληθῆ, πρέπει στὸ ἑξῆς νὰ ἀλαζονευώμαστε, σὰν νὰ ἔχουμε, ἀλήθεια, ἐξασφαλίσει τὴν τελειότητα; Λοιπόν, ἡ πτῶσις ἐκείνων ἂς γίνη δική μας ἀσφάλεια. Ἔτσι, ἀγαπητέ, οὔτε ὁ λαὸς χάθηκε ὁλόκληρος, οὔτε ὅλος ἐξαχρειώθηκε, οὔτε ὅλος ἀπίστησε, οὔτε ὅλος κατεδίωξε τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων πίστευσαν ἀμέσως τρεῖς χιλιάδες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Καὶ ἔγινε στὴν Ἱερουσαλὴμ Ἐκκλησία ἀναρίθμητη, ἐνῶ ἀκόμη δὲν εἶχε καταστραφῆ ὁ Ναός, ἐνῶ ἀκόμη δὲν εἶχαν ἐκδιωχθῆ oι Ἰουδαῖοι, ἐνῶ ἀκόμη δὲν εἶχε γκρεμισθῆ ἡ Ἱερουσαλήμ. Οἰκοδομήθηκε Ἐκκλησία καὶ τὰ λόγια του Ἰωάννη ἔγιναν ξεκάθαρη ἀλήθεια: «Ἐκεῖνος πρέπει νὰ μεγαλώνη, ἐγὼ δὲ νὰ μικραίνω»[7].


Ὁ Συμεὼν λοιπὸν ποὺ εἶναι προφήτης λέγει: «Δόξα γιὰ τὸν λαό σου τὸν Ἰσραήλ». Γιατί ἦταν δόξα γι’ αὐτοὺς ποὺ προσδοκοῦσαν ἡ συνάντησις ἐκείνου τὸν ὁποῖο προσδοκοῦσαν.


Καὶ ἀναλογίζονταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία αὐτὰ ποὺ ἄκουγαν: Ὁ ἄγγελος ἔφερε τὴν εὐχάριστη εἴδησι, οἱ μάγοι τὸν ἐγνώρισαν, οἱ ποιμένες τὸν ἔμαθαν, οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων χόρευαν, τὸ ἀστέρι ἀπὸ πάνω τὸν ἀνήγγειλε, ὁ Συμεὼν προφητεύει, ἡ Ἄννα ἡ κόρη τοῦ Φανουὴλ προφητεύει, ἡ γῆ ἀγαλλόταν, ὁ οὐρανὸς μίλησε μὲ τὸ ἀστέρι, οἱ μάγοι ἀρνήθηκαν τὸν τύραννο, οἱ ποιμένες προσκύνησαν τὸν ἀρχιποιμένα, ὅλα τὸν ἐγνώρισαν, ἡ μητέρα ἤξερε, ὁ Ἰωσὴφ πληροφορήθηκε, ἔτρεμαν γιὰ ὅσα ἔγιναν, ὅμως κατάλαβαν τὴν ἔκβασι τῶν γεγονότων.


«Καὶ ὁ Συμεὼν τοὺς εὐλόγησε καὶ εἶπε στὴν Μαριὰμ τὴν μητέρα του: Αὐτὸς πρόκειται νὰ γίνη πτῶσις καὶ ἔγερσις γιὰ πολλοὺς μέσα στὸν Ἰσραὴλ καὶ σημεῖο ἀντιλεγόμενο». Πτῶσις γιὰ ποιούς; Σαφῶς γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀπιστοῦν, αὐτοὺς ποὺ ἀντιλέγουν, αὐτοὺς ποὺ τὸν σταυρώνουν. Καὶ ἔγερσις γιὰ ποιούς; Αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ τὸν ὁμολογοῦν μὲ εὐγνωμοσύνη.


«Καὶ σημεῖο ἀντιλεγόμενο». Ποιὸ σημεῖο ἀντιλεγόμενο; Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸ θεωρεῖ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι τὸ ἐχθρεύονται καὶ ποὺ πολλὲς φορὲς καὶ ὁ οὐρανὸς τὸ διεκήρυξε. Ἀμφισβητεῖται τὸ σημεῖο, γιὰ νὰ νικήση ἡ ἀλήθεια. Γιατί χωρὶς ἀντίλογο δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ὁλοκληρωμένη νίκη. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἐμφανισθῆ ἡ ἀντιλογία, γιὰ νὰ ἐκδώση τὴν ἀπόφασί του ὁ δικαστής, ἀφοῦ μακροθυμήση μέχρι τὸ τέλος τῶν αἰώνων. Γι’ αὐτὸ λέει «καὶ σημεῖο ἀντιλεγόμενο». Ἀντιλέγουν δὲ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπιστοῦν.


Καὶ σύ, λέει, θεωρεῖσαι μητέρα. Ἄραγε λοιπὸν ἐσὺ θὰ μείνης ἐκτὸς πειρασμοῦ, ἐπειδὴ συμφώνησες νὰ γίνης μητέρα, ἐπειδὴ τὸν ἐγέννησες, ἐπειδὴ ἔκρινες καλὸ νὰ τοῦ δανείσης τὴν μήτρα σου; (Διότι ἡ κοιλιά σου ἔγινε δοχεῖο τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Ἄραγε λοιπὸν θὰ μείνης ἐκτὸς πειρασμοῦ, ἐπειδὴ ἔγινες Θεοτόκος, ἐπειδὴ συνέλαβες χωρὶς πείρα γάμου, ἐπειδὴ καταστάθηκες Μητέρα τοῦ Δημιουργοῦ σου; Ἄραγε ἐσὺ θὰ μείνης ἐκτὸς πειρασμοῦ; Οὔτε κι ἐσὺ θὰ μείνης ἐκτὸς πειρασμοῦ, ἀλλὰ «κι ἐσένα τὴν ἴδια μία ρομφαία θὰ σοῦ διαπεράση τὴν ψυχή». Γιατί, Κύριέ μου; Σὲ τί ἁμάρτησα; Σὲ τίποτε δὲν ἁμάρτησες βέβαια. Ὅταν ὅμως Τὸν δῆς κρεμασμένο στὸν Σταυρό, ὅταν Τὸν δῆς νὰ ὑποφέρη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ὅταν δῆς στὸν Σταυρὸ τὰ χέρια Του τρυπημένα καὶ καρφωμένα στὸ ξύλο, τότε θὰ ἀρχίσης νὰ ἀμφιβάλλης καὶ νὰ λές: Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο μοῦ μίλησε ὁ ἄγγελος; Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ θαῦμα τῆς συλλήψεως; Παρθένος ἤμουν καὶ γέννησα καὶ ἔμεινα πάλι παρθένος. Γιατί λοιπὸν αὐτὸς σταυρώνεται;


«Κι ἐσένα τὴν ἴδια μία ρομφαία θὰ σοῦ διαπεράση τὴν ψυχή». Ὥστε, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ δικαίου Συμεών, κανένας δὲν ἔμεινε ἐκτὸς πειρασμοῦ. Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος ἀπὸ τοὺς μαθητές, τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορές. Οἱ ἄλλοι μαθητὲς τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ ἔφυγαν. Οὔτε εἶχε ἄλλωστε ὁ τσομπάνος ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πρόβατα γιὰ νὰ τὸν προστατεύσουν, ἐνόσω αὐτὸς ἔδιωχνε τοὺς λύκους, οὔτε ὁ ἀγωνιστὴς εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βοηθούς, ἀλλὰ ὅλοι τους ἔφυγαν. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔμεινε μόνος κρεμασμένος στὸν Σταυρὸ σὰν κριάρι ἕτοιμο γιὰ θυσία. Λοιπὸν καὶ αὐτῆς τὴν ψυχὴ τὴν διεπέρασε ἡ ρομφαία: ὁ πειρασμὸς δηλαδὴ καὶ ἡ ἀμφιβολία.


«Κι ἐσένα τὴν ἴδια μία ρομφαία θὰ σοῦ διαπεράση τὴν ψυχή, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθοῦν ἀπὸ πολλὲς καρδιὲς οἱ λογισμοί». Πάσχει λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ ἐλέγξη τὴν ἀπιστία καὶ γιὰ νὰ γεμίση ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ Τὸν πιστεύουν. Ἀντιλέγεται τὸ σημεῖο, γιὰ νὰ ἐλεγχθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀντιλέγουν ἀπὸ κακία. Γιατί, ἂν ἡ ἀλήθεια ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψι ἀναντίρρητη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τότε ἡ εὐσέβεια θὰ ἔμενε ἀδοκίμαστη. Ὅμως μὲ τὸ νὰ γίνεται παραχώρησις στὴν ἀντιλογία, δοκιμάζεται ἡ ἐλεύθερη ἐκλογὴ τῆς ἀλήθειας. Ἀντιλέγεται τὸ σημεῖο. Γιατί πῶς ἀλλιῶς θὰ δοκιμάζονταν οἱ μάρτυρες στοὺς διωγμούς; Πῶς θὰ ἀγωνίζονταν καὶ θὰ ἀναδεικνύονταν νικητὲς μὲ τὴν καρτερία τους; Δὲς πόσο ὠφέλησε ἡ ἀντιλογία, ἀφοῦ ἔφτιαξε ὄχι πιστοὺς ἁπλῶς, ὅπως θά ʼλεγε κανείς, ἀλλὰ καὶ μάρτυρες ποὺ ἔφθασαν μέχρι τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν θάνατο καὶ παρουσίασαν μία ἀπόδειξι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν καρτερία τους.


Ὅταν λοιπὸν ὁ Συμεὼν λέει «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἐννοεῖται ὅτι οὔτε τὴν πτῶσι τὴν προξενεῖ αὐτός, οὔτε τὴν ἀνάστασι τὴν προσφέρει μὲ τὴν βία, ἀλλὰ «κεῖται εἰς πτῶσιν» αὐτῶν ποὺ σκοντάφτουν στὸν λίθο τοῦ προσκόμματος καὶ «εἰς ἀνάστασιν» ἐκείνων ποὺ πιστεύουν μὲ τὴν ἀγαθή τους προαίρεσι. Διότι λέει «κεῖται». Σὰν νὰ ἔλεγε κανείς: Τὸ φῶς ἀνατέλλει γιὰ νὰ βλέπουν οἱ ὑγιεῖς, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς πονοῦν τὰ μάτια νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν λάμψι τοῦ φωτός. Γιατί πῶς ἀλλιῶς θὰ ἦταν δυνατὸν οἱ πρῶτοι νὰ πέσουν καὶ νὰ εἶναι ἀξιοκατάκριτοι, ἐνῶ οἱ δεύτεροι νὰ σηκωθοῦν μὲ χρηστὲς ἐλπίδες πού προέρχονται ἀπὸ τὴν καλή τους προαίρεσι, ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ «ἀντιλεγόμενο σημεῖο»; Γιατί λέει ὁ Συμεὼν «καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον»; Γιὰ νὰ μὴ προξενήση ἡ ἀντιλογία ἀπορία στοὺς πιστούς. Τὸ νὰ ἀμφισβητεῖται δὲ καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Κανένας δηλαδὴ δὲν μπορεῖ νὰ προβάλη καμμιὰ ἀντίρρησι, ἂν δὲν τὸ ἐπιτρέψη αὐτὸ ὁ Θεός. Εἶναι ὄντως ἀναγκαία ἡ παραχώρησι αὐτὴ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φανερωθοῦν οἱ ἄξιοι.


Θὰ ἔλθη ὅμως ἐποχὴ ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχη πιὰ καμμιὰ ἀντίρρησις. Ὅταν δηλαδὴ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θὰ λάμψη σὰν προάγγελος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν οὐρανό, «τότε θὰ κλίνη κάθε γόνυ στὰ ἐπουράνια καὶ στὰ ἐπίγεια καὶ στὰ καταχθόνια καὶ κάθε γλώσσα θὰ ὁμολογήση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κύριος πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς»[8]. Ὅσο δηλαδὴ τὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται μόνο του καὶ εἶναι ἁπλὸ σημεῖο καὶ δὲν φαίνεται πουθενὰ ὁ σημαινόμενος, τὸ σημεῖο θὰ ἀντιλέγεται. Ὅταν ὅμως ὁ ἴδιος ὁ σημαινόμενος ἀποκαλύψη τὸν ἑαυτὸ του κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, τότε πιὰ κανεὶς δὲν θὰ τολμᾶ νὰ ἀντιλογήση στὸ σημεῖο, γιατί ὁ σημαινόμενος θὰ ἔχη καταφθάσει μὲ ὁλοφάνερη τὴν θεότητά του ἐναντίον ἐκείνων ποὺ Τὸν ἀρνοῦνται. Τότε ἐκεῖνοι ποὺ προηγουμένως εἶχαν δεχθῆ τὸ σημεῖο θὰ δοξασθοῦν ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐκεῖνο ὑποδήλωνε, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀμφισβήτησαν τὸ σημεῖο θὰ καταδικασθοῦν ἀπὸ τὸν ὑποδηλωθέντα. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι τότε τὸ τέλος τῆς ἀντιλογίας, τὸ τέλος τῆς πλάνης, τὸ τέλος τῆς ἀμφιβολίας, τὸ τέλος τῆς ἀπιστίας, ἡ ἀρχὴ δὲ τῶν βραβείων καὶ τῶν στεφάνων. Αὐτὰ μακάρι ὅλοι μας νὰ τὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.


Σημειώσεις

[1] πρβλ. Ἰωάν. ζ’ 41-43

[2] Ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία θὰ ἀποτελέση τὴν «περιτομὴ» δηλ. τὴν ὁριστικὴ ἀπομάκρυνσι τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κτίσι.

[3] Λευϊτ. Ε΄ 11, ιβ΄ 8

[4] Ἠσ. α΄ 9

[5] Ρωμ. Ια΄ 4• πρβλ. Γ΄ Βασ. Ιθ΄ 18

[6] Μάτθ. Κβ΄ 12

[7] Ἰωάν. Γ΄ 30

[8] Φιλιπ. Β΄ 10-11

Πηγή: http://www.imaik.gr