Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Φώτη Κόντογλου

Τὰ Φῶτα στ’ Ἀϊβαλὶ





Στά θαλασσινὰ τὰ μέρη ῥίχνουνε τὸν Σταυρό, ὓστερ’ ἀπὸ τή Λειτουργία τῶν Θεοφανίων. Ἔτσι τὸν ῥίχνανε καὶ στήν πατρίδα μου, κ’ ἤτανε ἕνα θέαμα ἔμορφο καὶ παράξενο.

Ξεκινοῦσε ἡ συνοδεία ἀπὸ τή μητρόπολη. Μπροστὰ πηγαίνανε τὰ ξαφτέρουγα καὶ τὰ μπαϊράκια, κ’ ὕστερα πηγαίνανε οἱ παπάδες μὲ τὸν δεσπότη, ντυμένοι μὲ τὰ χρυσᾶ τὰ ἄμφια, παπάδες πολλοὶ κι ἀρχιμαντρίτες, γιατὶ ἡ πολιτεία εἶχε δώδεκα ἐκκλησίες, καὶ κατὰ τὶς ἐπίσημες μέρες στίς μικρὲς ἐνορίες τελειώνανε γλήγορα τή Λειτουργία καὶ πηγαίνανε οἱ παπάδες στή μητρόπολη, γιά νά γίνεται ἡ γιορτὴ πιὸ ἐπίσημη. Οἱ ψαλτάδες ἤτανε καὶ κεῖνοι κάμποσοι κ’ οἱ πιὸ καλλίφωνοι, καὶ ψέλνανε μὲ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδὴ ἑλληνικά, κι ὄχι σὰν σήμερα πού τρελλαθήκαμε καὶ κάναμε τὴν ψαλμωδία μας σὰν ἀνάλατα καὶ ξενικὰ θεατρικὰ τραγούδια. Ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς.



Σὰν φτάνανε στ’ Ἀγγελὴ τὸν Γιαλό, ὅπως λέγανε κείνη τὴν ἀκρογιαλιά, ὁ δεσπότης μὲ τοὺς παπάδες ἀνεβαίνανε σὲ μία μεγάλη σανιδωτὴ σάγια ἐμορφοσκαρωμένη, γιά νά κάνουνε τὸν Ἁγιασμό, Ὁ κόσμος ἔπιανε τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβαινε ὁ καθένας ὅπου εὕρισκε, γιά νά μπορεῖ νά βλέπει. Τὰ σπίτια πού ἤτανε ἕνα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οἱ γυναῖκες θυμιάζανε ἀπὸ τὰ παραθύρια. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας ἤτανε μαζεμένα ἴσαμε ἑκατὸ καΐκια καὶ βάρκες ἀμέτρητες, μὲ τίς πλῶρες γυρισμένες κατὰ τὸ μέρος πού στεκότανε ὁ δεσπότης. Ἔτσι πού ἤτανε παραταγμένα τὰ καΐκια, μοιάζανε σὰν ἁρμάδα πού θὰ κάνει πόλεμο. Πιὸ ἀνοιχτά, κατὰ τὸ πέλαγο, ἔβλεπες φουνταρισμένα τὰ μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο καὶ κεῖνα. Ἄλλα πάλι εἴχανε περιζωσμένες τίς βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ἤτανε κι αὐτὰ γεμάτα κόσμο, πρὸ πάντων θαλασσινοὶ καὶ παιδομάνι.


Σ’ αὐτὰ τὰ μέρη κάνει πολὺ κρύο, καὶ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἀντένες τῶν καραβιῶν ἤτανε χιονισμένες, ἕνα θέαμα πολὺ ἔμορφο. Ἀπάνου στά ξάρτια καὶ στίς σκαλιέρες, στίς γάμπιες καὶ στά μπαστούνια τῶν καραβιῶν ἤτανε σκαλωμένοι πλῆθος θαλασσινοί, μεγάλοι καὶ μικροί. Ἡ θάλασσα ἤτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε ἀπὸ τὰ ξάρτια σὲ πολλὰ καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στήν κάθε βάρκα ἀπὸ κεῖνες πού εἴχανε κοντοζυγώσει στή στεριὰ καὶ περιμένανε νά πέσει ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, στεκόντανε ἀπὸ ἕνα – δυό νοματέοι ἀπάνω στήν πλώρη, ἐνῶ ἄλλοι δυό ἤτανε στά κουπιά. Αὐτοὶ πού στεκόντανε ὀρθοὶ στήν πλώρη, ἤτανε ὁλόγυμνοι, ἐξὸν ἕνα ἄσπρο βρακὶ πού φορούσανε σὰν πεστιμάλι. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε σὰν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τὰ κορμιὰ τους ἤτανε κόκκινα ἀπὸ τὸ κρύο. Τὰ ποδάρια τους ἤτανε γερὰ καὶ φουσκωμένα σὰν ἀδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζῆδες, κοντραμπατζῆδες, ψημένοι μὲ τ’ ἁλάτι. Οἱ πιὸ πολλοὶ εἴχανε ῥιχμένες στίς πλάτες τίς γοῦνες τους, γιά νά μὴν παγώσουνε. Ἕνα – δυό ὅμως στεκόντανε γυμνοὶ καὶ κάνανε κάπου – κάπου τὸν σταυρὸ τους. Μὰ τὸ μάτι τους ἤτανε καρφωμένο στό μέρος πού θὰ ‘ῥιχνε τὸν Σταυρὸ ὁ δεσπότης.


Ἀνάμεσα στούς γυμνοὺς ἤτανε ὁ Κωστῆς ὁ Γιωργάρας, ὁ Στρατῆς ὁ Μπεκός, ὁ Γιωργῆς ὁ Σόνιος, ὁ Δημητρός ὁ Μπούμπας, Πέτρος ὁ Κλόκας, ὁ Βασίλης ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβὸ – Παρασκευὰς κι ἄλλοι. Σὰν νά τοὺς βλέπω μπροστά μου. Ὁ Γιωργάρας ἤτανε μίαν ἀνθρωπάρα θηρίο, σὰν Κουταλιανός, μὲ μουστάκια μαῦρα, μ’ ἕναν λαιμὸ σὰν βαρέλι. Εἶχε δεμένο στό κεφάλι του ἕνα μαντίλι κ’ ἤτανε ἴδιος κουρσάρος. Ἀκουμποῦσε ἀπάνω σ’ ἕνα κοντάρι, λές κ’ ἤτανε ὁ Ποσειδώνας ζωντανός. Ὁ Δήμητρος ὁ Μπούμπας ἤτανε ἕνα ἄλλο θεριόψαρο, χοντρὸς καὶ κοντόφαρδος, μαυριδερὸς σὰν Σαρακηνός, καὶ καθότανε ἀνεκούρκουδος, σκεπασμένος μὲ τή γούνα του, μὲ τὸ μάτι του καρφωμένο στόν δεσπότῃ. Ὁ Πατσὸς ὁ Ἀράπης, ὁ λεγόμενος παλαβὸ – Παρασκευάς, εἶχε γένεια κατσαρὰ καὶ κόκκινα καὶ τὸ πετσὶ του ἤτανε ἀπὸ φυσικὸ του κόκκινο. Στό κορμὶ ἤτανε ἀντρειωμένος καὶ σβέλτος σὰν τζαμπάζης καὶ δέν χαμπάριζε ὁλότελα ἀπὸ κρύο. Στό σουλούπι ἤτανε ἴδιος Ῥοῦσος. Αὐτὸς ἤτανε ἀνεβασμένος ἀπάνω στά ξάρτια σὲ μία μπρατσέρα φουνταρισμένη, καὶ στεκότανε δίχως νά σαλέψει, σὰν τ’ ἄγαλμα. Μυστήριο πῶς δέν πάγωνε! Ὁ Πέτρος ὁ Κλόκας ἤτανε ὁ μοναχὸς πού δὲ φοροῦσε βρακιά. Αὐτὸς ἤτανε εὐρωπαϊσμένος, φοροῦσε στενὸ πανταλόνι καὶ ναυτικὸ σκουφί. Στό κορμὶ ἤτανε λιγνὸς καὶ μάγκας στό σχέδιο. Τὰ χέρια του τὰ ‘χε μπλεγμένα μπροστὰ στό στῆθος του καὶ σουλατσάριζε ἀπάνω στή βάρκα, ὁλοένα μιλοῦσε κ’ ἔκανε καὶ κάμποσα θεατρικά.


Σὰν σίμωνε λοιπὸν ἡ συνοδεία στή θάλασσα, κι ἀκουγότανε ἀπὸ μακριὰ ἡ ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος ἀλαλαγμὸς ἀπάνω στίς βάρκες. Οἱ βουτηχτάδες πετούσανε τίς γοῦνες τους κ’ οἱ ἄλλοι τραβούσανε τὰ κουπιά, γιά νά ‘ναι οἱ βάρκες τους κοντὰ στό μέρος πού θὰ ‘πεφτε ὁ Σταυρός. Ἄλλοι φωνάζανε ἀπὸ τὰ ξάρτια, ἄλλοι μαλώνανε, ἄλλοι ἀνεβαίνανε στίς κουπαστὲς γιά νά δοῦνε. Τέλος φτάνανε οἱ στρατιῶτες καὶ ταχτοποιούσανε τὸν κόσμο. Μπροστὰ πήγαινε ὁ ἀξιωματικὸς ὁ Τοῦρκος κι ἄνοιγε τὸν δρόμο νά περάσει ὁ δεσπότης, κ’ ἔλεγε: «Γιὸλ βέριν ἐφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στόν ἀφέντη!» Ὁ στρατὸς ἀραδιαζότανε σὲ παρατάξη κ’ οἱ ψαλτάδες ψέλνανε πολλὲς φορὲς «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στό τέλος τὸ ‘ψελνε κι ὁ δεσπότης κ’ ἔριχνε τὸν Σταυρὸ στή θάλασσα. Ἀλαλαγμὸς σηκωνότανε μέσα στή θάλασσα. Οἱ βάρκες καὶ τὰ καΐκια καργάρανε τὰ κουπιὰ καὶ τρακάρανε τὸ ‘να τ’ ἄλλο. Οἱ πλῶρες χτυπούσαμε ἡ μία τὴν ἄλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, ἀπόχες μπερδευόντανε μεταξὺ τους. Οἱ βουτηχτάδες πέφτανε στό νερὸ κ’ ἡ θάλασσα ἄφριζε σὰν νά παλεύανε σκυλοψαρά. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς κάνανε ὥρα πολλὴ ν’ ἀνεβοῦνε ἀπάνω, παίρνανε μακροβούτι καὶ ψάχνανε στόν πάτο νά βροῦνε τὸν Σταυρό. Γιά μία στιγμὴ φανερωνότανε κανένα κεφάλι καὶ βούλιαζε γλήγορα πρὶν νά τὸ δεῖς.


Ἄξαφνα βγῆκε ἕνα κεφάλι μὲ κόκκινα γένεια κ’ ἕνα χέρι ξενέρισε καὶ βαστοῦσε τὸν Σταυρό. Ἤτανε ὁ παλαβὸ – Παρασκευάς. Μὲ δυό – τρεῖς χεροβολιὲς κολύμπησε κατὰ τὸ μέρος τοῦ δεσπότῃ καὶ σκάλωσε στήν ἀραξιά. Ἔκανε μετάνοια καὶ φίλησε τὸ χέρι του κ’ ἔδωσε τὸν Σταυρό. Ὁ δεσπότης τὸν πῆρε, τὸν ἀσπάστηκε καὶ τὸν ἔβαλε στόν ἀσημένιο δίσκο κ’ ὕστερα ἔδωσε τὸν δίσκο στόν Παρασκευά. Οἱ ψαλτάδες πιάσανε πάλι καὶ ψέλνανε κι ὁ κόσμος ἀλάλαζε. Ὕστερα ἡ συνοδεία τράβηξε πάλι γιά τὴν ἐκκλησία. Ὁ Παρασκευὰς θεόγυμνος, μὲ τὸν δίσκο στά χέρια, γύριζε στούς μεγάλους καφενέδες καὶ στίς ταβέρνες κ’ ἔρριχνε ὁ κάθε ἕνας ὅ,τι ῥεγάλο ἤθελε. Τόσες ὧρες ὁλόγυμνος καὶ βρεμένος, μὲ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τοὺς ὤμους του δέν ἀνεσήκωνε. Ὅπως ἤτανε κοκκινογένης ἀστακόχρωμος, ἔλεγε κανένας πώς ἤτανε ὁ Σκύθης Ἀναχαρσις, πού γύριζε τὸν χειμῶνα γυμνὸς μέσα στήν Ἀθήνα τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, κ’ οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ῥωτούσανε γιατὶ δέν κρυώνει, κι αὐτὸς ἀποκρινότανε πώς ὅλο τὸ κορμὶ του εἶναι σὰν τὸ κούτελο, πού δέν κρυώνει ποτές.


Τὴν ὥρα πού ἔπεφτε ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, ὅλα τὰ καΐκια καὶ τὰ καράβια, πού ἤτανε φουνταρισμένα ἀνοιχτὰ στό πέλαγο, γυρίζανε τὴν πλώρη τους κατὰ τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ κεῖ πού ἦρθε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο :«Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»