Από πολύ παλαιά έχει καθορισθεί να εορτάζουμε κατά την επόμενη ήμερα των αγίων Θεοφανείων τη Σύναξη του Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού, για το λόγο ότι αξιώθηκε να βαπτίσει τον Ιησού Χριστό. Ο Τίμιος Πρόδρομος υπήρξε «ο Όρθρος» που ανήγγειλε τον ερχομό της ημέρας του Κυρίου. Ο Όρθρος που προηγήθηκε της ανατολής του Ηλίου της δικαιοσύνης. Έτσι τον ονομάζει ένας ύμνος των Θεοφανείων.
«Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου». Ομιλεί το στόμα του Ασκητού. Ο χαρισματικός άνθρωπος που αναδείχθηκε «μείζων εν γεννητοίς γυναικών» . Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος κηρύσσει προδρομικά μέσα στην έρημο το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Ξαναθυμίζει τα προφητικά λόγια του Ησαΐα ο Ευαγγελιστής Μάρκος, που βεβαίως αναφέρονται στο μεγάλο ερημίτη του Ιορδάνη. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος κηρύσσει, με πέντε βαρυσήμαντες λέξεις ό,τι θα διδάξει λίγο αργότερα ο Ιησούς: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών».
Λίγες σε αριθμό οι λέξεις του, αλλά βαριές σε δύναμη μαρτυρίας. Ο άγγελος της ερήμου προετοιμάζει τον ερχομό του Κυρίου και κηρύσσει συνοπτικά τις διαστάσεις του λυτρωτικού Του έργου. Το προδρομικό αυτό έργο του Ιωάννη καθαγιάζεται και επικυρώνεται από τον Τριαδικό Θεό στο γεγονός της βαπτίσεως του Κυρίου. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν αναμφίβολα μια ασκητική φυσιογνωμία• «είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον». Αυτό σημαίνει πως ο Ιωάννης ήταν συγχρόνως και πρόδρομος, αλλά και υπόσχεση όλων των Αγίων Ασκητών της χριστιανικής ερήμου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το βασικό έργο του Ιωάννη ήταν ν’ αφυπνίσει τις συνειδήσεις όσων άκουαν το κήρυγμά του και όχι να θωπεύσει τ’ αυτιά τους.
Το κήρυγμά του, κήρυγμα μετανοίας, σκόπευε στη συνειδητοποίηση και εξαγόρευση της ενοχής τους, των αμαρτιών τους. «Και εξεπορεύετο προς αυτόν πάσα η Ιουδαία χώρα και οι Ιεροσολυμίται, και εβαπτίζοντο πάντες εν τω Ιορδάνη ποταμώ υπ’ αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών».
Η μαρτυρία, η φωνή του αγγέλου της ερήμου είναι η ίδια η φωνή της Εκκλησίας που βοηθά τον άνθρωπο να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Χριστού τον Μεσσία μέσα στην ξερή και άνυδρη έρημο του παρόντος κόσμου.
Η Εκκλησία μας καλεί στη σημερινή εορτή να ακούσουμε την «φωνή βοώντος εν τη ερήμω…» και να προετοιμάσουμε όλοι μας «την οδόν Κυρίου», για να εξανθήσει η έρημος που ζούμε και λέγεται σύγχρονη κοινωνία και ο καθένας μας να βιώσει το βαθύτερο και πολυδύναμο νόημά της με το «απελθείν» όχι σε τόπο έρημο, έξω του κόσμου, αλλά «απελθείν εις ερημίαν των παθών του».
Όμως, την ημέρα αυτή εορτάζουμε και το γεγονός της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη της «τιμίας Χειρός» του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που έγινε κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς μετέβη στην πόλη Σεβαστή, στην οποία είχε ενταφιασθεί το τίμιο λείψανο του Προδρόμου, παρέλαβε από τον τάφο τη «δεξιά Χείρα» του Αγίου Ιωάννη και τη μετέφερε στην Αντιόχεια, όπου και γίνονταν πολλά θαύματα. Λέγεται μάλιστα ότι κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταύρου ο Επίσκοπος ανύψωνε και το τίμιο Χέρι. Την ώρα της ανυψώσεως άλλοτε εκτεινόταν και άλλοτε συστελλόταν. Με την έκτασή του δήλωνε ευφορία καρπών, ενώ με τη συστολή του δήλωνε ανέχεια και φτώχεια. Για το λόγο αυτό πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου επιθυμούσαν να το πάρουν και, κυρίως, οι Κωνσταντίνος και Ρωμανός, οι Πορφυρογέννητοι. Έτσι, λοιπόν, κατά την περίοδο που ήσαν αυτοκράτορες αυτοί οι δύο, κάποιος διάκονος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, Ιώβ ονομαζόμενος, ένα βράδυ, που κατά την παράδοση οι Χριστιανοί τελούσαν την ακολουθία του Αγιασμού, άρπαξε το άγιο Χέρι του Προδρόμου και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, αφού το ασπάσθηκε με πολύ σεβασμό, το τοποθέτησε στα βασιλικά ανάκτορα.
Η σύναξη των πιστών, σε ανάμνηση του γεγονότος της μεταφοράς της «τιμίας Χειρός» του Προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, ετελείτο στην περιοχή του Φορακίου (ή Σφωρακίου).
(Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, «Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Ιανουάριος. Εκδ. «Αποστολική Διακονία»)