Όσοι δεν ζήσαμε την εποποιΐα του 1940·
όσοι δεν αντικρίσαμε τον πανίσχυρο εισβολέα – αυτόν που στην όψη του και μόνο
γονάτιζαν έθνη και λαοί ισχυρότατοι· όσοι δεν τον είδαμε ν’ αναχαιτίζεται και
να κάμπτεται από τη μικρή και στρατιωτικά ασθενέστατη Ελλάδα, ίσως λίγα, πολύ
λίγα, μπορούμε να καταλάβουμε από το μυστικό της νίκης εκείνου του άνισου
αγώνα.
Και όμως όλοι οι μεταγενέστεροι μεγαλώσαμε
με την αιτιολογία αυτής της νίκης. Το 1940 ήταν ένα θαύμα! Το είπαν αυτοί που
το έζησαν ως τέτοιο, το είπαν κι αυτοί που δεν βρήκαν άλλους λόγους για να το
εξηγήσουν. Ένα θαύμα!
Ήταν η πίστη σ’ Αυτόν! Ήταν η βαθιά
μετάνοια του λαού! Ήταν η αγάπη και η αστείρευτη ελπίδα στην πληγωμένη Παναγία,
«την γλυκειά Παναγιά», που γέννησε το θαύμα. Ήταν η αυταπάρνηση όλων. Μικρών
και μεγάλων και γερόντων στον κοινό σκοπό. Στο καθήκον. Ήταν η απόφαση του
θανάτου! Ήταν η αποδοχή της θυσίας. Ήταν η ομοφροσύνη και η ενότητα του λαού.
Ήταν η μετριοφροσύνη και η χριστιανική μεγαλοκαρδία απέναντι στους αιχμαλώτους.
Αυτό ήταν! Κι ας μην το λένε οι δήθεν
προοδευτικοί σημερινοί Έλληνες στους επετειακούς τους λόγους. Το είπαν αυτοί που
το έζησαν. Αυτοί που αντίκρισαν την Παναγία στα βορειοηπειρωτικά βουνά! Αυτοί
που έδωσαν τη ζωή τους και τα μέλη τους στην άνιση μάχη με τους κατακτητές και
τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Από την πρώτη στιγμή.Τότε που για μια στιγμή
όλοι πάγωσαν. Τότε που όλοι βροντοφώναξαν εκείνο το μυριόστομο ΟΧΙ! «Τι θα
γίνει;… Θα γίνει ό,τι θέλει ο Ύψιστος. Θα γίνει ό,τι έχει αποφασίσει η
υβρισμένη Παναγία της Τήνου. Θα νικήσωμεν», έγραφε σε εφημερίδα της εποχής ο Γ.
Βλάχος (Γ. Βλάχου, Πολιτικά άρθρα, εκδ. Γαλαξία, σελ. 88-89).
Ζούμε σε κρίσιμη εποχή και σε δυσχείμερους
καιρούς. Η μικρή Ελλάδα μας, ίσως χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε, βρίσκεται και
πάλι μπροστά σε τραγικά αδιέξοδα και απέλπιδες καταστάσεις, οι νέοι της ζουν
χωρίς ελπίδα απέναντι στα μελλοντικά τους αδιέξοδα. Τους βαραίνει αφόρητα η
έλλειψη προοπτικής. Η ανεργία! Τα χαμένα ιδανικά. Η παγκόσμια οικονομική κρίση
απειλεί να χτυπήσει και την πατρίδα μας· τον εργασιακό τομέα και κατ’ επέκταση
την ελληνική οικογένεια. Τα εθνικά μας θέματα μένουν άλυτα και χωρίς την
υποστήριξη των ισχυρών της γης και των συμμάχων: η καπηλεία του ονόματος της
Μακεδονίας, οι συνεχείς τουρκικές παραβιάσεις και προκλήσεις που προσβάλλουν
διαρκώς την εθνική μας υπερηφάνεια, ειδικά των ακριτών μας, η βεβιασμένη
«τακτοποίηση» και το «κλείσιμο» του Κυπριακού με μια καταφανώς άδικη λύση και
με την πλήρη αμνήστευση της τουρκικής εισβολής και θηριωδίας. Η ολοένα
αυξανόμενη προσπάθεια αφελληνισμού μας μέσα από τη διεθνή παγκοσμιοποίηση
αλέθει κυριολεκτικά ήθη, έθιμα, παραδόσεις και όλο το ελληνορθόδοξο ήθος μας.
Πού πάμε αλήθεια; Πού να στρέψουμε το βλέμμα για να δούμε μια ελπίδα, ένα φως,
να πάρουμε κουράγιο;
Όπου και το 1940! Στον Θεό. Στον
δικαιοκρίτη Κύριο των δυνάμεων! Αυτόν που, όπως και τότε έτσι και τώρα, μπορεί
να «καθαιρεί δυνάστας από θρόνων» και να υψώνει τους ταπεινούς. Στην Παναγία
μας!
Είναι καιρός! Είναι έσχατη ώρα να
εργασθούμε και πάλι ένα θαύμα. Το θαύμα της ενότητας του λαού μας. Το θαύμα της
επιστροφής μας στα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά μας, στις ρίζες μας. Το θαύμα
της επιστροφής μας στον τρόπο και τη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ένα θαύμα
που θα το επιτύχουμε με τη βαθιά μετάνοιά μας, με τα δάκρυα της επιστροφής μας
στο νόμο του Θεού, με τις συνεχείς προσευχές μας ενώπιον του θρόνου του. Και θα
αφήσουμε με πίστη να το φανερώσει ο ίδιος ο Θεός. Μην περιμένουμε να ‘ρθουν
πολλοί αρωγοί σ’ αυτό το έργο. Ας μη στηρίξουμε τις ελπίδες μας στους ανθρώπους
και τους ισχυρούς της γης. Να περιμένουμε μόνο με πίστη από τον Θεό να
ξανακάνει το θαύμα του. Να Τον «αναγκάσουμε» με την πίστη, την προσευχή, τη
μετάνοια και την επιμονή μας να θαυματουργήσει και πάλι.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ», τ. 1987