Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟ (4)

Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου καὶ περὶ μετανοίας

Γεννάδιος Κων/πόλεως

Ὁ γογγυσμὸς τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Γραμματέων γιά τὴν ἐπιείκεια πρὸς τοὺς τελῶνες, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι ἄρχισαν νά πλησιάζουν τὸν Κύριόν μας μὲ εὐλάβεια καὶ νά ἀπολαμβάνουν τὴν διδασκαλία του, δέν ἐμπόδισε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς τελῶνες νά προχωρήσουν στό συμφέρον τους, οὔτε τοὺς ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴν τόσο καλὴ καὶ εὐτυχή ἐκείνη προσέγγιση. Τοὺς ὠφέλησε μάλιστα, δίδοντάς τους ἀρκετὲς ἐγγυήσεις γιά τὴν φιλανθρωπία μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζει ὁ Θεὸς αὐτούς πού μετανοοῦν καὶ ἐπιστρέφουν σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὶς πονηρίες τους παρεκίνησε δὲ καὶ τὸν Κύριόν μας νά παρηγορήση μὲ μεγαλύτερο καὶ πιὸ ἔντονο ζῆλο ἐμᾶς, χάριν τῶν ὁποίων ἐδιηγήθη καὶ αὐτές τίς παραβολές.

Διότι ὄχι μόνον τοὺς τότε παρόντες ἁμαρτωλοὺς καὶ τελῶνες, ἀλλὰ βεβαίως καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλους αὐτούς πού ἀπὸ τότε μέχρι τώρα προσέχουν μὲ πίστη στούς Θείους λόγους του καὶ θὰ προσέχουν μέχρι τὴν συντέλεια, μᾶς ψυχαγωγεῖ θαυμάσια μὲ τὶς ἐλπίδες τῆς φιλανθρωπίας του, ἀρκεῖ νά προτιμήσωμε τὴν διὰ τῆς μετανοίας ἐπιστροφὴ μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο.

Καὶ οἱ μὲν «ἄγγελοι χαίρουσι ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι», ὅπως μᾶς λέγει ὁ Δεσπότης, ὁ ἰδικὸς μας καὶ τῶν ἀγγέλων. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι περιγελοῦσαν τὸν Θεῖον λόγον, εἶχαν ὑποδουλωθῆ στήν οἴηση καὶ τὴν φιλαργυρία, καὶ ἦσαν συνηθισμένοι νά ὁδηγοῦν μαζὶ τους στήν ἀπώλεια καὶ στή διαφθορὰ ὅσους ἐξηπατοῦντο ἀπὸ αὐτούς, καὶ τοὺς ἔδιδαν προσοχὴ νομίζοντας ὅτι ἔχουν τὴν δυνατότητα νά ὠφελήσουν καὶ νά σώσουν.

Καὶ ἀφοῦ οὔτε ἐπείθοντο στόν Δεσπότη μας, ἀλλὰ μὲ κάθε τρόπο τὸν ἐπηρέαζαν φανερὰ καὶ τοῦ ἔστηναν ἐνέδρες, οὔτε ἤθελαν νά προσέξουν στά γεγονότα ἀπὸ τὰ ὁποῖα κάθε ἡμέρα κηρύττεται φανερὰ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε τουλάχιστον νά πιστεύουν στά βιβλία τῶν ὁποίων ἐθεωροῦντο ἑρμηνευταὶ πρὸς τοὺς ἄλλους.

Μέσα σὲ αὐτὰ ὅλες σχεδὸν οἱ ὑποθέσεις δεικνύουν τὴν συμπάθεια καὶ τὸν οἶκτο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐκείνους πού μετανοοῦν, καὶ τὴν σφοδροτάτη ποινὴ ἐναντίον αὐτῶν πού ἁμαρτάνουν ἀμετανόητα. Καὶ ἀπὸ μύρια παραδείγματα αὐτῆς τῆς οὐρανίου φιλανθρωπίας ἦταν γεμᾶτος ὁ πρὶν ἀπὸ τὴν Θείαν Οἰκονομία χρόνος, σὰν ἀπὸ προδρόμους καὶ προοίμια τῆς μετὰ ταῦτα σαφέστερης καὶ μεγαλύτερης συμπάθειας πού ἔδειξε.

Ἀλλὰ τώρα ἐμεῖς ἀφήνοντας τὴν ἄλλη διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος, θὰ μιλήσωμε μόνο γιά τὴν παραβολὴν τῶν δύο υἱῶν, τὴν ὁποία θὰ ἀκούσωμε σήμερα νά διαβάζεται. Ἤδη ὁ παραβολικὸς λόγος πού χρησιμοποιοῦσε ἡ Θεία εὔνοια πρὸς χάριν τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ἀφοροῦσε τοὺς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, εἶχεν ἑξαπλωθεῖ ἀρκετά, ἀνεφέρετο δὲ στό ὅτι ἀπιστοῦσαν ἀκόμη καὶ στά αὐτονόητα, κλείνοντας ἐπιμόνως τοὺς ὀφθαλμοὺς των, ἢ καὶ βλέποντας προσποιοῦντο ὅτι δέν βλέπουν. Ἐδικαίωναν τοὺς ἑαυτοὺς των ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων χωρὶς νά ντρέπωνται Ἐκεῖνον πού γνωρίζει τὰ πάντα, καὶ γίνονταν φορτικοὶ στά πταίσματα τῶν ὁμοδούλων ἢ καὶ τῶν ἀδελφῶν τους. Ἐπίσης, ὅσους μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἦσαν πατέρες καὶ ἔδειχναν φιλανθρωπία γιά τὰ παιδιὰ τους, συγχωρώντας τὴν προηγουμένην ἀναίδειά τους, ἔστω καὶ ἂν ἦταν πολυχρόνιος, καὶ ἀρκούμενοι στό ὅτι ἐπέστρεφαν καὶ ὁμολογοῦσαν τὴν ἀφροσύνη τους, τοὺς ἐπαινοῦσαν, μερικὲς φορὲς μάλιστα ἐμεσίτευαν ὑπὲρ αὐτῶν. Τὴν φιλανθρωπίαν ὅμως τοῦ κοινοῦ Δημιουργοῦ καὶ Πατρὸς τῶν ὅλων τὴν ἠρνοῦντο. Σ’ ἐκείνους λοιπὸν δίδονταν γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους οἱ παραβολές, οἱ ὁποῖες ἔπαιρναν ἀφορμὲς ἀπὸ τὰ καθημερινὰ καὶ ἀνθρώπινα γεγονότα, καὶ ἤλεγχαν τὴν ἀπανθρωπία.

Ἐμεῖς ὅμως δέν χρειαζόμεθα πλέον τὶς παραβολές, ἀφοῦ ἔχουμε πιστεύσει κατ’ ἐξοχὴν στούς λόγους καὶ στά ἔργα τοῦ Κυρίου, καὶ μόνον ἀπὸ αὐτὰ ἀντλοῦμε τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Διότι αὐτὸ τὸ καλὸ δέν τὸ ἀποκτήσαμε μόνον ἀπὸ τὰ μαθήματα τῶν Θείων μυστηρίων πού αὐτὸς μᾶς ἔδωσε, ἀλλὰ τὸν παρακολουθήσαμε νά μᾶς βεβαιώνη καὶ μὲ πολὺ φανερὰ παραδείγματα, ὅτι ἀφοῦ πρῶτα ἔδιδε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπεβεβαίωνε σ’ αὐτούς πού τὴν ἐδέχθησαν, καὶ τὴν ἐφανέρωνε προσθέτοντας τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ σωματικὰ κακά, ὅπως ἔγινε στόν παραλυτικὸν καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους.

Αὐτὰ λοιπόν, τιμώντας τὸν Δεσπότῃ, τὸν Πατέρα καὶ Κηδεμόνα μας, θὰ τὰ ἐκθέσωμε ἁπλῶς, ὄχι γιά νά ἐπιβεβαιώσωμε τὴν πρὸς ἐμᾶς φιλανθρωπία του μὲ παραβολὲς ἢ διηγήσεις, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἀνεκδιήγητος, ἀλλὰ μόνον γιά νά τὸν εὐχαριστήσωμε, ἐπειδὴ ὄχι μόνο τὴν πραγματοποιεῖ ἀλλὰ καὶ τὴν φανερώνει σιωπηρῶς, αὐτήν πού φανερώνεται κάθε ὥρα μὲ ἔργα ἀπερίγραπτα.

Πατέρας λοιπὸν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ φύσιν εἶναι ὁ Θεός πού αἰωνίως τὸν γεννᾶ. Ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε κατὰ φύσιν καὶ ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν βούλησιν ὅπως συνέβη μὲ τὰ κτίσματα. Πατέρα δὲ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἕναν, δηλαδὴ μαζὶ καὶ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ τὸν Θεάνθρωπον Υἱόν. Ἐπειδὴ εἶναι ἕνας Θεὸς καὶ μία φύσις, εἶναι ἕνας καὶ σχετικῶς μὲ ἐμᾶς, ἔστω καὶ ἂν διακρίνωνται οἱ ὑποστάσεις τους.Ἑπομένως ὁ καθένας τους εἶναι πατέρας μας, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς διακρίσεως τῶν προσώπων, καὶ συγχρόνως ἕνας πατέρας μας εἶναι καὶ οἱ τρεῖς, ὅπως εἶναι καὶ ἕνας Θεὸς κατὰ τὴν φύση. Ὁ δὲ Θεὸς εἶναι πατέρας μας κατὰ χάριν, ὄχι κατὰ φύσιν, ἐπειδὴ εἴμεθα ἔργα τῆς βουλήσεως, ὄχι τῆς φύσεώς του. Καὶ γιά ὅλα μὲν τὰ ἔργα του εἶναι πατέρας ὁ Θεός, ἰδιαιτέρως ὅμως γιά ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ σ’ ἐμᾶς δίδει λογική, μᾶς κάνει αὐτεξουσίους, μᾶς ὁρίζει ἄρχοντες ὅλης τῆς κτίσεως. Μᾶς συνδέει μὲ τὸ σῶμα σὰν μὲ ἐργαλεῖο, μᾶς δίδει δὲ τὴν δυνατότητα νά ἀνεβοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα μέχρι τὸν οὐρανό. Προνοεῖ γιά μᾶς χωρὶς χρονικὸν περιορισμόν, ὄχι μόνον γιά τὴν πρόσκαιρη ὕπαρξη καὶ ζωὴ μας, ἀλλὰ καὶ γιά νά ζοῦμε αἰωνίως, συναναστρεφόμενοι ἄμεσα μαζὶ του καὶ ἀπολαμβάνοντας τὰ ἐκεῖ ἀγαθά. Νά εἴμαστε μακάριοι ὅπως αὐτός, ὄχι μὲ γήινη εὐτυχία ἀλλὰ μὲ τὴν μακαριότητα πού δίδεται ὑπερφυῶς.

Ὤ, τὶ ἀνέκφραστος ἀγαθότης, ποὺ νικᾶ κάθε νοῦν καὶ κάθε λόγο! Ἀνέχθηκε νά εἶναι καὶ πατέρας τῶν ἔργων καὶ τῶν δούλων του, χρησιμοποιώντας γιά μᾶς ὅλες τίς πατρικὲς μεθόδους, χωρὶς νά παραλείπη τίποτε.

Ἡ προαίρεσις τῶν τέκνων ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμη ἔχει διαιρεθεῖ σὲ δύο, ἂν καὶ ἡ φύσις τους εἶναι μία. Ἂς ἐξαιρέσωμε ὅμως τώρα τὴν πρώτη δυάδα τῶν ἀνθρώπων, τότε πού ἔγινε ἡ σπορὰ τῆς φύσεώς μας, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δέν ἦσαν ἀδελφοί, ἡ δὲ δικὴ τους ὑπόθεσις εἶναι διαφορετική, καὶ ἁρμόζει σὲ ἄλλην εὐκαιρία. Σ’ αὐτὸν τὸν λόγο θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ἐκείνους πού ἐγεννήθησαν ἀπὸ αὐτούς. Ἀπὸ τότε λοιπὸν διηρέθη τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ ὁ Θεὸς προεγνώριζε μὲν καὶ προτιμοῦσε νά μείνη ἀδιαίρετο, ἀλλὰ ἤθελε νά ἀφήση τὴν χρήση τῶν καλῶν πού τοὺς ἔδωσε περισσότερο στήν προαίρεσή τους. Διότι δέν θὰ ἔπαιρνε πίσω τὴν ἐλευθερία τῆς γνώμης, τὸ καλλίτερο ἀπὸ τὰ δῶρα πού τοὺς εἶχε δώσει. Καὶ ἐγνώριζε μὲν ὅτι μία μερίδα τῶν τέκνων του δέν θὰ χρησιμοποιήση καλῶς αὐτά πού ἔλαβε, ἀλλὰ δέν ἤθελε, ἐπειδὴ εἶναι πανάγαθος, νά δώση πρόφαση τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸν πατέρα, στερώντάς τους ἀπὸ τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νά ζήσουν καλά, ὅπως ἁρμόζει σὲ τέκνα. Γι’ αὐτὸ μοίρασε τὴν περιουσία τῶν ἀγαθῶν ἐξ ἴσου στήν καλλίτερη καὶ στήν χειρότερη μερίδα, πρὶν ἀποκαλυφθεῖ ἐμπράκτως ἡ προαίρεσις τοῦ καθενός.

Ἡ μία λοιπὸν μερίδα τῶν ἀνθρώπων δέν ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, συναναστρέφετο συνεχῶς μαζὶ του, τὸν ὑπηρετοῦσε καὶ ὑπετάσσετο στούς πατρικοὺς νόμους, ὅπως εἶναι τὸ φυσικό, καὶ ἀρκεῖτο γιά ὅλα στήν κρίση τοῦ Πατέρα, χωρὶς νά ἀπαιτῆ τίποτε. Γνώριζε ὅτι καὶ χωρὶς νά τοῦ ζητήση, Ἐκεῖνος θὰ δώση καὶ θὰ προσθέση περισσότερες καὶ μεγαλύτερες δωρεές. Ὅλο τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῶν ἀνθρώπων ἐπέλεξε τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη τακτική.

Γι’ αὐτό, τὸ μέρος τῆς ἀνθρωπότητας πού παρέμεινε μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὑπήκουε σὲ ὅλα, εὔλογα δέν προπορεύεται μόνον στήν τάξη καὶ δικαίως ὀνομάζεται πρεσβύτερο, ἀλλὰ προπορεύεται τοῦ ἄλλου καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Πατρικὸ καὶ Θεῖο σκοπό. Ἐνῶ ἐκεῖνο πού προετίμησε νά ζῆ μὲ δικὸ του ῥυθμό, καὶ ἔμελλε γι’ αὐτὸ νά ἐκτοπισθῆ στήν ἔσχατη ἀθλιότητα, εἶναι καὶ ὀνομάζεται καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἀπόψεις νεώτερο. Διότι καινοτομοῦσε, ἀκυρώνοντας τὸν σκοπό πού εἶχε γι’ αὐτὸ ὁ Πατέρας, καὶ ἐκινεῖτο ἀπὸ παιδαριώδη θελήματα.

Ἔτσι, λοιπὸν, εἶχαν χωρισθῆ, καὶ ὁ Πατέρας τοὺς δημιούργησε ὅλους ὁμοίως γιά νά μείνουν μαζὶ του, νά ὑπακούσουν σὲ ὅλα καὶ νά μὴν ἀπομακρυνθοῦν, νά προξενήσουν δὲ πολλὴ δόξα ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνετὴ διαγωγή, ὄχι μόνον στόν ἑαυτὸν τους ἀλλά καὶ στόν Ἴδιο τὸν Πατέρα. Δύο δηλαδὴ εἶναι οἱ δρόμοι πού σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τὶς μεγάλες ἐλπίδες πού προέρχονται ἀπὸ αὐτό, ὁδηγοῦν στόν ἕνα σκοπό, στήν ἄκρα μακαριότητα, οἱ ὁποῖοι κατευθύνονται ἀπὸ ἀληθινὴ πίστη καὶ ἤθη σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς. Καὶ αὐτοὶ μέν πού ἀκολούθησαν τὸν δρόμο τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι εἶναι καὶ οἱ παλαιότεροι καὶ ἀνήκουν στή μερίδα τῶν πρεσβυτέρων, πρόσεχαν στόν Θεὸ καὶ Πατέρα, καὶ δέχονταν τὴν παιδαγωγία του, ἐνῶ οἱ ἄλλοι πού μετὰ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους χρόνους ἐπανεστάτησαν καὶ ἀπεστράφησαν τὸν Θεόν, ἀνήκαν στήν μερίδα τῶν νεωτέρων, καὶ συνανεστρέφοντο μὲ τοὺς χοίρους. Διότι ἔχοντας ἐκπέσει ἐντελῶς ἀπὸ τὰ Θεῖα χαρίσματα μὲ τὴν καθημερινὴ αὔξηση αὐτῆς τῆς ἀποστροφῆς, καὶ κατοικώντας τόπους ἐντελῶς ἔρημους ἀπὸ Θεῖες ἐπισκέψεις, ἀφοῦ ζοῦσαν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἡ ὁποία διετρέφετο μὲ τὴν ποικίλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, προσεκολλήθησαν πλέον στόν πονηρό, στόν ἐχθρὸ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας, αὐτόν πού ἐξέβαλε πρῶτα ἡ πονηρία ἀπὸ τὴν πατρικὴ χώρα.

Αὐτὸς παρέδωσε τὸ εὐγενὲς ἐκεῖνο πλάσμα στήν ζωὴ καὶ τὴν τροφὴ τῶν χοίρων. Ἢ μᾶλλον αὐτὸ λιμοκτονοῦσε περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς χοίρους. Διότι οἱ μὲν δαίμονες ἀπὸ τότε πού ἀπεστάτησαν, ἐτρέφοντο μὲ τὴν ἀπώλεια τοῦ θείου πλάσματος. Τὸ δὲ μέρος τῶν ἀνθρώπων πού συνανεστρέφετο μαζὶ τους εἶχε στερηθεῖ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν τροφή, καὶ ἔτσι μᾶλλον ἔτρεφε τοὺς δαίμονες παρὰ αὐτὸ ἐτρέφετο ἀπὸ ἐκείνους. Καὶ αὐτοὶ μέν, ὑποκρινόμενοι ὅτι τρώγουν, ἦσαν στήν πραγματικότητα πεινασμένοι, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ κάθε ἄποψη λιμοκτονοῦσε.

Ἔτσι λοιπὸν διπλὴ ἦταν καὶ ἡ πίστις τῆς δυάδος τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ὡς πρὸς δὲ τὰ ἤθη, οἱ περισσότεροι ζοῦσαν πολὺ ἄσχημα. Διότι καὶ ἐκεῖνοι πού πίστευαν σωστά, ἦσαν μὲ τὰ ἔργα ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Γι’ αὐτὸ καὶ δέχονταν πολλὲς μαστιγώσεις, μᾶλλον δὲ μόνοι τους ταλαιπωροῦνταν μὲ τὶς πληγές πού τοὺς ἔπρεπαν, ἀφοῦ ἡ πατρικὴ κηδεμονία εἶχε ἀναχωρήσει πλέον ἀπὸ αὐτούς. Ἐφ’ ὅσον μὲ τὰ λόγια μὲν πίστευαν σωστά, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα ἀπιστοῦσαν παραβαίνοντας τοὺς πατρικοὺς νόμους. Ἔτσι καὶ οἱ ὑποτιθέμενοι εὐσεβεῖς εἶχαν παραδοθεῖ σὲ διαφόρους πειρασμούς, ἐνῶ λίγοι ἦσαν ἐκεῖνοι πού μαζὶ μὲ τὴν πίστι εἶχαν καὶ τὴν ἔμπρακτη εὐλάβεια. Ὥστε τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ εἶχαν χωρισθεῖ τότε σὲ δύο μέρη. Καὶ ἐκεῖνοι μέν πού ζοῦσαν μὲ φρόνημα πρεσβυτέρου ἦσαν ὀλίγοι, οἱ περισσότεροι δὲ ἐνεωτέριζαν.

Αὐτὰ λοιπὸν συνέβαιναν στούς παλαιοὺς χρόνους. Ἂς ἀσχοληθοῦμε ὅμως τώρα γιά μεγαλύτερη ὠφέλεια, μὲ τὸν μετὰ τὴν Θείαν Οἰκονομίαν χρόνο, πρὸς τὸν ὁποῖον ἁρμόζει περισσότερο καὶ ἡ παραβολή. Διότι τὰ γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας ἦσαν ἀνάπλασις, μετὰ τὴν πρώτην ἐκείνη πλάση, καὶ ἀναγέννησις μετὰ τὴν γέννηση, καὶ ἀρχὴ δευτέρας καὶ τελειότερης ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ φάρμακο τῆς μετανοίας προηγουμένως ἦταν πολὺ ἀσταθὲς καὶ ὑποσχόταν τὴ σωτηρία, χωρὶς ὅμως νά σώζη. Ἔσπερνε, χωρὶς ὅμως νά καρποφορῆ. Καὶ πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς τότε εὐσεβεῖς τὸ εἶχαν δοκιμάσει, δέν μποροῦσε δὲ ἀκόμη νά ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ φυσικὴ φθορὰ ἡ ὁποία προκλήθηκε ἀπὸ τὴ φυγή, καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ γιατὶ πρέπει νά ἀποροῦμε γιά τοὺς κατὰ τὰ ἄλλα πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἁμάρταναν καὶ μετανοοῦσαν, ἀφοῦ καὶ γιά ἐκείνους πού ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι εἶχαν κατορθώσει καὶ ὅλη τὴν ἀρετή, εἶχε κλεισθῆ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ πατρικὸς οἶκος καὶ τοὺς περίμενε ὁ ἴδιος Ἅδης, ὅπως καὶ τοὺς διεφθαρμένους στή πίστη καὶ τὴν ζωή; Διότι ἡ στέρησις αὐτὴ τῆς δυνατότητας ἦταν ἰσχυρότερη, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν μετάνοια πού ἀκολουθοῦσε τὰ πταίσματα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε προσωπικὴ ἀρετή.

Ἀνοιξε λοιπὸν στά τέκνα Του τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ μὲ τὴν Θείαν Οἰκονομίαν ἑτοίμασε τὴν αἰωνίαν κληρονομίαν, ἀφοῦ γι’ αὐτὸ ἦλθε καὶ ταπεινώθηκε μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν θάνατο. Ἔτσι τοὺς ἔκαμε πλέον, ἀδελφοὺς καὶ συμμόρφους, ὄχι μόνον τέκνα του ὅπως πρίν. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δέν εἶναι οὔτε λέγονται πλέον ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνον ὅσοι ἐσφραγίσθησαν μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ βάπτισμά του, καὶ ἔγιναν μέτοχοι τῶν ἄλλων χαρισμάτων πού προῆλθαν ἀπὸ τὴν Θείαν Οἰκονομία, καὶ αὐτοὺς ἀφορᾶ. ἡ διαίρεσις καὶ τὸ νόημα τῆς παραβολῆς.

Ἂς ἐξετάσωμε λοιπὸν τὸ δῶρο τῆς μετανοίας, ἔχοντας ἐνώπιόν μας τοὺς δύο αὐτοὺς υἱοὺς τοῦ ὡραίου καὶ φιλανθρωποτάτου Πατρός, καὶ χρησιμοποιώντας ὡς διδάσκαλον ἐκεῖνον πού τοὺς ἔδωσε. Ἀπὸ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς δύο υἱούς, ἐκεῖνος μέν πού ἔχει πρεσβυτικὸν φρόνημα, παραμένει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, οἰκονομεῖ καλῶς τὰ ἀγαθά πού ἔλαβε καὶ προεκτείνει τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσπάθειά του πρὸς τὰ μεγαλύτερα. Μοιράζει ὅλη τὴν ζωὴ του μεταξὺ δύο καλῶν. Ἀφ’ ἑνὸς καρποφορεῖ γιά τὸν ἑαυτὸν του καὶ γιά τὸν Πατέρα μὲ τὴν ἐπίπονον ἄσκηση τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀφ’ ἑτέρου στρέφεται πρὸς τὸ Πρόσωπο τοῦ Πατρὸς μὲ τὴν θεωρία. Ὁ ἄλλος, ὑποδουλώνεται στή σάρκα καὶ στίς αἰσθήσεις, καὶ μὲ μία ἐντελῶς παιδικὴ ὁρμή, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, διαβιώνει δὲ σὲ περιοχές τίς ὁποῖες ὁ Πατέρας δέν ἐπιβλέπει, καὶ οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπὸ τρόπο ζωῆς πού δέν ἐναρμονίζεται μὲ τὴν θελήσή του. Ἐκεῖ σκορπίζει τὸν πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν πού τοῦ ἐδόθη, σπαταλώντας τον γιά τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἀλόγων ἐπιθυμιῶν του.

Ὁ Πατέρας τοῦ ἔδωσε τὸν ἡγεμόνα νοῦ, καὶ αὐτὸς τὸν ὑπεδούλωσε στά πάθη του. Τοῦ ὅρισε νόμο γιά νά οἰκονομήση καλῶς τὴν ζωὴ του πρὸς εὐφροσύνη τοῦ εὐεργέτου, καὶ ἐπίτευξη τῶν μεγαλυτέρων ἀγαθῶν, αὐτὸς ὅμως τὸν παρέβαινε καὶ ἔτσι προκαλοῦσε συνεχῶς τὸν Πατέρα. Τοῦ ἄνοιξε τὴν ἴδια τὴν πύλη τῆς αἰωνίου ζωῆς μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ βάπτισμα, καὶ ἐκεῖνος μὲ τὶς προσωπικὲς του ἁμαρτίες τὴν ἔκλεισε πάλι ἀθλίως. Σωρεία ἁμαρτιῶν ἐσύναξε στήν ψυχὴ του, ἀντὶ τοῦ πλήθους τῶν ἀσυγκρίτων ἐκείνων δωρεῶν. Ἀντὶ στόν Πατέρα ὑποδουλώνεται στόν ἐχθρό, καὶ ἐκεῖνος τὸν κάνει χοιροβοσκὸ καὶ ὁμοτράπεζο μὲ τοὺς χοίρους. Ἐζητοῦσε ἀπὸ τὴν τροφὴ τους καὶ δέν μποροῦσε οὔτε αὐτὴν νά ἔχη, ὥστε καὶ ἀπὸ αὐτούς τοὺς χοίρους ἔγινε χειρότερος καὶ ἀθλιώτερος.

Ἔτσι τιμοῦν οἱ δαίμονες ἐκείνους πού ὑποδουλώνονται στά θελήματά τους. Ἀλλὰ ὅταν μετὰ πολὺ χρόνο ἦλθε στόν ἑαυτὸν του καὶ συναισθάνθηκε τὴν ὑπερβολὴ τῶν κακῶν, ὁμολόγησε μέσα στήν ψυχὴ του ἀφ’ ἑνὸς τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Πατέρα, καὶ τὴν μετάνοια τὴν ὁποίαν ἡ πατρικὴ φιλανθρωπία ἀναγνωρίζει στά τέκνα ὡς πρῶτον δικαίωμα, ἀφ’ ἑτέρου ὅτι τὸ νά ἀπελπισθῆ γιά τὴν συγχωρητικότητα τοῦ Πατέρα, ἀπὸ ἀπιστία στήν ἀγαθότητά του καὶ γι’ αὐτὸ νά ἀπομακρυνθῆ ὁριστικά ἀπὸ αὐτόν, εἶναι ἀθεράπευτο κακό, καὶ κορυφὴ τῶν ἄλλων πταισμάτων.

Ἐπιστρέφει, λοιπὸν, πρὸς τὸν Πατέρα μὲ μεγάλο θάρρος. Ἐξομολογεῖται τὴν ἁμαρτία μὲ πολλὴ συντριβή, τὴν ὁποία πρῶτα αἰσθάνθηκε στή καρδιά του, πρὶν προσέλθη στόν Πατέρα, καὶ ἔπειτα τὴ φανέρωσε μὲ σχῆμα καὶ μὲ γλῶσσα. Δέν ζητεῖ πλέον τὴν τάξη τοῦ υἱοῦ, ἀλλὰ θεωρεῖ μεγάλο δῶρο νά τόν κατατάξη μεταξύ τοῦ ὑπηρετικοῦ προσωπικοῦ, ἐὰν βέβαια κρινόταν ἄξιος καὶ γι’ αὐτό. Προτιμᾶ μὲ θέρμη, σὲ ἀντικατάσταση τῆς ἐλευθερίας τὴν ὁποίαν ἀνοήτως ἔχασε, νά ὑπηρετῆ καὶ νά ἀντισταθμίζη τὴν ἀσεβῆ ἐκείνη ῥᾳθυμία μὲ τοὺς κόπους τῆς δουλείας. Ἐχρησιμοποίησε κακῶς τὰ καλά πού τοῦ δόθηκαν. Διότι τὰ κατανάλωσε ὅταν δέν ἔπρεπε, καὶ πρὸς ἐκείνους τοὺς ὁποίους δέν ἔπρεπε, καὶ μὲ τρόπο πού δέν ἁρμόζει. Τώρα δὲ ὑποτάσσει πάλι ὅλη τὴν θελήσή του στίς πατρικὲς ἐντολές, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἔργο τῶν μισθωτῶν.

Ὁ δὲ φιλανθρωπότατος Πατέρας, βλέποντάς τον ἀπὸ μακριὰ νά ἔρχεται, δέν ἀγανακτεῖ, δέν ἀποστρέφει τὸ πρόσωπόν του, δέν στέλλει νά τὸν διώξουν, δέν κλείνει τίς πύλες, δέν τὸν ἀφήνει μὲν νά παρουσιασθῆ ἐμπρὸς του καὶ μετά, πολὺ δικαίως, νά τὸν ἐπιπλήξη, δέν τὸν ἐπικρίνει γιά τὴν ἀδοξία πού φανερὰ προξένησε τὸ παιδὶ του ὄχι μόνον στόν ἑαυτὸν του, ἀλλὰ καὶ στόν Πατέρα, γιά τίποτε ἐντελῶς δέν τὸν κατηγορεῖ, ἀλλὰ ἀμέσως ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐνισχύει τὴν ἐλπίδα πού εἶχε ἐμφυτευθῆ στήν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ γιά τὴν πατρικὴ εὐσπλαγχνία, καὶ τὴν ἐπαληθεύει τρέχοντας νά τὸν προϋπαντήση καὶ νά τὸν ἀγκαλιάση, καὶ νά ταπεινωθῆ κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ παιδιοῦ, καὶ νά δείξη μὲ ἀσπασμὸ τὴν πατρικὴ του στοργή.

Καὶ ὁ μὲν υἱός, ἐνῶ εἶδε τόση ἐπιείκεια, δέν ἀξιώνει ἀκόμη τὸν ἑαυτὸν του νά ὀνομασθῆ υἱὸς του, ὁ δὲ Πατέρας τοῦ δίδει καὶ τὰ γνωρίσματα τῆς υἱότητας. Τοῦ φορᾶ, δηλαδὴ, πάλι τὴν πρώτη στολὴ τοῦ βαπτίσματος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπεγυμνώθη μὲ τὶς προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἐπειδὴ ἡ μετάνοια ἔγινε γι’ αὐτόν δεύτερο βάπτισμα. Σφραγίζει τὸ χέρι μὲ τὸ δακτυλίδι, γιά νά εἶναι τοῦ λοιποῦ ἀπρόσιτος στούς δαίμονες, ἀναγνωριζόμενος ἀπὸ μακριά. Τοῦ ἑτοιμάζει ὑποδήματα γιά τὸν δρόμο τῆς ὑπακοῆς, κάνοντάς τον πάλι ὁδοιπόρο πρὸς τὴ σωτηρία. Τὸν ἀξιώνει τῆς μυστηριώδους καὶ πνευματικῆς τροφῆς, καὶ τὸν κάνει σ’ αὐτὸ τὸ γεῦμα ὁμοτράπεζό του.

Ὤ, τὶ μεγίστη συμπάθεια! τὶ φιλανθρωπία ἀνέκφραστος πού νικᾶ κάθε νοῦ καὶ λόγο! Χαίρεται μ’ αὐτὴν καὶ ὁ οὐρανός, καὶ οἱ δοῦλοι πού παραστέκουν στόν Πατέρα. Ἐπειδὴ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τῶν ἀγγέλων οἱ τάξεις, ἀφοῦ ὑπηρετοῦν στή διοίκησι αὐτοῦ τοῦ σύμπαντος, καὶ ἰδιαιτέρως στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ πραγματοποιοῦνται καὶ τὰ δύο μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος χαίρονται μαζὶ του γιά τὴν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο ἐκθειάζουν τὴν εὐμένεια τοῦ Δεσπότου καὶ Πατρός, φανερώνοντας αὐτὴ τὴν ἡδονὴ μὲ ψαλμοὺς καὶ χοροὺς νοερούς.

Ὁ δὲ πρεσβύτερος ἀδελφός, ἂν μὲν παρευρίσκετο ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή, θὰ ἔχαιρε μαζὶ τους, θὰ συνέτρωγε καὶ δέν θὰ δυσανασχετοῦσε, βλέποντας τόσην πίστη σ’ αὐτόν πού μετενόησε, καθὼς καὶ τὴ γεμάτη ἀγαθὲς ἐλπίδες ἐπιστροφὴ του, καὶ ἀκούοντας τὴν ὁμολογίαν του, στά ὁποῖα ἀκολούθησε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Πατέρα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ τότε ἦταν ἀπησχολημένος μὲ τὰ δικὰ του, ἢ μᾶλλον μὲ τίς πατρικὲς ἐντολές, ἦλθε ἔξαφνα καὶ ἀντίκρυσε τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα. Καὶ ἦταν συγκρατημένος, ὄχι ἀπὸ φθόνο καὶ ὀργή, ἀλλὰ ἀπὸ ἔκπληξη γιά τὴν τόσο μεγάλην εὔνοια πρὸς τὸν φυγάδα καὶ ἄσωτο, καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα γιά τὸ θαῦμα, τὸ ὅτι ἦταν τώρα μαζὶ τους.

Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο δῶρο πρὸς ἐκεῖνον πού μετενόησε, καὶ ἔτσι ἔπρεπε νά εἶναι. Τοποθετώντας λοιπὸν τὴ δικαιοσύνη τοῦ Πατέρα ἀπέναντι στήν ὑπερβολὴ τῆς ἐπιείκειάς του, θαύμαζε πολὺ βλέποντας τὴν πρώτη νά ἡττᾶται παραδόξως ἀπὸ τὴ δεύτερη. Διότι αὐτός ποτέ δέν ἔφθασε νά ἔχη ἐμπειρία τοιαύτης φιλανθρωπίας, ἂν καὶ πρόσεχε πάντοτε στά πατρικὰ θελήματα, καὶ δέν εἶχε παραβεῖ καμμίαν ἐντολὴ του, γεγονὸς γιά τὸ ὁποῖο καὶ πολὺ τὸν ἀγαποῦσε ὁ Πατέρας, καὶ ἀποσκοποῦσε μόνον στήν δικαιοσύνη του μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζει αὐτούς πού τὸν ὑπηρετοῦν.

Τὸν πλησιάζει δὲ καὶ αὐτὸν ὁ Πατέρας καὶ τὸν πείθει, καὶ ἀποκαλύπτοντας τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ λέγει: Ἐάν, παιδί μου, αὐτός πού ἔχασε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ πρόβατά πού εἶχε, ἀφοῦ ἀσφαλίσει καλὰ τὰ ἄλλα, τρέχει μὲ ἀγωνία σὲ ἀναζήτηση τοῦ ἑνός, καὶ ὅταν τὸ εὕρη τὸ ἐπαναφέρει καὶ τὸ συναριθμεῖ μὲ τὰ ἄλλα πλημμυρισμένος ἀπὸ χαρά• καὶ ἂν κάποια γυναῖκα πού ἔχασε μία ἀπὸ τὶς δέκα δραχμὲς τὴν ἀναζητεῖ μὲ κάθε τρόπο, καὶ χαίρεται ὅταν τὴν εὕρη -καὶ μάλιστα δέν ἀρκοῦνται νά χαίρωνται μόνοι τους, ἀλλὰ καλοῦν καὶ φίλους καὶ γείτονες γιά νά εὐχαριστηθοῦν κι αὐτοὶ μαζὶ τους γιά τὴν εὕρεσιν αὐτῶν πού εἶχαν ἀπωλέση- πῶς ἐγώ, ποὺ εἶμαι Πατέρας, δέν θὰ εὐφρανθῶ πολὺ δεχόμενος τὸν ἀδελφό σου πού ξαναέζησε ἀπὸ τὴν φοβερή ἐκείνη νέκρωση, καὶ εὑρέθη μετὰ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἀπώλειά του; Πόσο καλλίτεροι εἶστε ἐσεῖς τὰ παιδιά μου ἀπὸ τὶς δραχμὲς καὶ τὰ πρόβατα;

Τόσον μεγάλο θαυμασμὸ προξενεῖ ἀκόμη καὶ στούς πλέον οἰκείους ἡ ὑπερβολὴ τῆς πατρικῆς ἐπιείκειας. Καὶ θαυμάζουν ὄχι ἐπειδὴ φθονοῦν αὐτόν πού παραδόξως ἔτυχε τόσον καλῆς ἀντιμετωπίσεως, ἀλλὰ ἐπειδὴ καίονται ἀπὸ ζῆλον καὶ πόθο γιά τὸν Πατέρα, τὸν ὁποῖον θεωροῦν ὅτι προσεβλήθη καὶ εἶναι ἀδικημένος. Ἴσως δὲ οὔτε μὲ σχήματα καὶ λόγους ἔδειξε αὐτὴν τὴν ἀπορία του ὁ πρεσβύτερος υἱός, ἀλλὰ ἀποροῦσε μόνον μὲ τὸν λογισμὸ του, καὶ ὁ Πατέρας τὸν ἐθεράπευσε ἐμπνέοντας τὸ φάρμακο στόν νοῦ τοῦ παιδιοῦ του, καὶ ἐκεῖνα πού θὰ τοῦ ἔλεγε ὁ Πατέρας εἶπε καὶ ὁ ἴδιος στόν ἑαυτὸν του, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἔχαιρε καὶ ἀπελάμβανε τὸ τραπέζι ἀνυμνώντας τὴν πατρικὴ φιλανθρωπία. Διότι ἂν δέν γινόταν ἔτσι, σημαίνει ὅτι δέν θὰ ἦταν πρεσβύτερος οὔτε τηρητὴς τῶν πατρικῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ θὰ ἦταν ὑποδουλωμένος στήν οἴηση καὶ τὸν φθόνο καὶ θὰ ἁμάρτανε πολὺ χειρότερα ἀπὸ τὸν νεώτερο.

Πράγματι, τὸ νά βροῦμε κάτι ἀπὸ αὐτά πού εἴχαμε χάσει, προξενεῖ πολλὴ εὐφροσύνη, ἔστω καὶ ἂν τὰ περισσότερα εἶχαν διαφυλαχθεῖ. Ἐπειδὴ γιά τὰ καλά πού ὑπάρχουν χαιρόμεθα μὲ τὴν παρουσία τους, γιά δὲ τὰ χαμένα, ὅπως εἶναι φυσικό, πονοῦμε, καὶ ὅταν τελικὰ εὑρεθοῦν χαιρόμαστε γι’ αὐτὰ διπλά, προσθέτοντας γιά τὴν εὕρεση στήν προηγουμένη χαρὰ καὶ δεύτερη, αὐτή πού ἀντικατέστησε τὴ λύπη. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπαράβατο νόμο καὶ σοφὴ ὑποκίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴ φύση. Γι’ αὐτὸ οὔτε θὰ ἦταν ἀνάγκη νά εἴπη ὁ Κύριός μας παρόμοια παραβολή, ἀφοῦ εἶναι πολὺ φανερή ἡ Θεία πρὸς τὰ τέκνα φιλανθρωπία του, τὴν ὁποία συνήθιζε θεοπρεπῶς νά χαρίζη ἀφειδῶς στούς ἁμαρτωλοὺς καὶ στούς τελῶνες πού προσήρχοντο τότε. Ἀλλὰ ἦταν ἡ ἀναίδεια τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Γραμματέων ἀσφαλῶς, πού ὁδήγησε σ’ αὐτό, οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἶπα καὶ πρίν, ἐβλασφημοῦσαν ὠμότατα τὸν Θεὸ περισσότερο καὶ ἀπὸ ὅ,τι τοὺς ἐπιγείους πατέρες, καὶ ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔδειχναν φιλανθρωπία γιά τὰ τέκνα τους, ἤθελαν μόνον ὁ Θεὸς νά μνησικακῆ γιά τὰ ἰδικὰ του, ἡ ἄβυσσος τῆς φιλανθρωπίας, τὸ πέλαγος τῆς ἀγαθότητος. Καὶ χρησιμοποιοῦσαν αὐτὸ τὸ ψεῦδος ὡς πρόφασιν, ὄχι μόνο γιά τὴν ἀπιστία τους πρὸς τὸν Κύριό μας, ἀλλὰ καὶ γιά νά κατασπαράζουν τοὺς ἀδελφοὺς τους, περιεργαζόμενοι καὶ κρίνοντας πολὺ αὐστηρὰ τὰ ἄχυρα πού εἶχαν στούς ὀφθαλμοὺς των, ἐνῶ δέν ᾐσθάνοντο τὶς δοκούς πού εἶχαν στούς δικοὺς τους, ἢ καὶ τὶς ἐκάλυπταν μὲ τὰ χρώματα τῆς ὑποκρισίας.

Γιὰ νά συμπληρώσωμε λοιπὸν ἐδῶ κλείνοντας τὸ λόγο γιά τὸ προκείμενο θέμα, τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ διακρίνονται σὲ δύο μέρη, ὅπως εἴπαμε, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ μὲν εἶναι καὶ λέγονται μακάριοι, ὁ ἴδιος τοὺς ἔδωσε αὐτὸ τὸ ὄνομα, δηλαδὴ μὲ πρεσβυτικὸ φρόνημα χρησιμοποιοῦν καλῶς τίς πατρικὲς εὐεργεσίες, καὶ γιά τὴν φιλοπονία τους προκόπτουν καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ κληρονομοῦν τὴν αἰώνια ζωή, συναναστρεφόμενοι ἄμεσα μὲ τὸν Πατέρα καὶ ἀπολαμβάνοντας μαζὶ του μὲ τρόπο ὑπερφυσικὸ τὴν εὐδαιμονία.

Οἱ ἄλλοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπομακρύνονται προσωρινῶς νεωτερίζοντας, καὶ πολὺ κακῶς σκεπτόμενοι, κάνουν κατάχρησιν τῶν πατρικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν δώρων τοῦ Δεσπότου, παρεκλίνοντας πρὸς τὴν ζωὴ τῶν χοίρων. Ἀφοῦ δὲ μετανοήσουν, ἐπειδὴ ἔχει παραμείνει μέσα τους ἡ σπίθα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Πατέρα καὶ δέν ἔχει σβήσει ἐντελῶς, ἀπολαμβάνουν πάλι τὴν τάξη τῶν υἱῶν, ὄχι σύμφωνα μὲ κάποια δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἀπὸ οἶκτο καὶ φιλανθρωπία. Διότι ἡ θερμὴ μετάνοια τοὺς ἔχει ὡς παρακίνηση καὶ ἀφορμὴ τὴν πολλὴν ἀγαθότητα, τὴν σφοδροτάτην ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα τοῦ Πατέρα, ὥστε νά ἀποτελῆ καρπὸ ὄχι μόνον φόβου ἀλλὰ καὶ ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζονται ἠλεημένοι. Καὶ ἔτσι σώζεται ἡ δυάδα τῶν ἀδελφῶν, ἔτσι συνενώνεται ὅλο τὸ πλῆθος τῶν ἀληθινῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, σὲ μίαν εὐτυχή καὶ λαμπρὰ δυάδα. Διότι ἐκεῖνοι πού ἀπιστοῦν καὶ ἀρνοῦνται τὴν δευτέρα καὶ ὑπέρμετρο χάρι τοῦ Πατέρα, ἡ ὁποία ἔγινε μὲ πρωτοφανή οἰκονομία, ἀχρηστεύουν τὴν πίστη μὲ ἄλλες κακοδοξίες, ἢ πιστεύουν μὲν ὀρθά, ἀλλὰ παραμένουν χωρισμένοι ὁριστικά ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς νόμους, διακινδυνεύοντας ματαίως τὴν σωτηρία τους μὲ τὴν νεκρὰ καὶ χωρὶς ἔργα πίστη. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπεδοκιμάσθησαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ καὶ τὴν ὀνομασία τῶν υἱῶν, ἀφοῦ μὲ τὴ θέλησή τους ἀπεστράφησαν τὸν Θεὸ καὶ τὴν κατάταξη μὲ τοὺς ἀδελφοὺς των. Γι’ αὐτὸ ἄθλιοι καὶ γυμνοὶ ἀπὸ κάθε ἀγαθό, πορεύονται στήν παροῦσα ζωή, καὶ πολὺ περισσότερο στή μέλλουσα καὶ αἰώνια, κατοικοῦν στόν Ἄδη καὶ ὑποφέρουν ἐκεῖ πικρὰ κατὰ τὰ ἔργα τους.

Ἂς εὐχαριστήσωμε λοιπὸν τὸν Πατέρα καὶ Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος, γιά νά ἀφήσωμε τώρα τὰ ἄλλα πού ἀκοῦμε καθημερινῶς, καὶ ἐδῶ μετρίως ἀναπτύξαμε, «οὐχ ἦλθε καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Καὶ πολὺ καλὰ ἔδειξε τὴν πρόθεσὴ του αὐτὴν μὲ τὰ ἔργα, ὄχι μόνον συγχωρώντας πόρνες καὶ ληστές καὶ τελῶνες πού μετενόησαν, ἀλλὰ συγκαταλέγοντάς τους μαζὶ μὲ τοὺς καθαρούς.

Ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς γνήσιας μετάνοιας μᾶς περιέγραψε ὁ ἴδιος. Βάλε στόν νοῦ σου, λέγει, ποίων ἀγαθῶν ἐστερήθης, καὶ γιά ποῖα κακὰ ἔγινες ἔνοχος. Μίσησε τὴν ἀποστασίαν, ἡ ὁποία σὲ ὁδήγησε στό φοβερὸ λιμὸ τῶν ἀγαθῶν καὶ στή συναναστροφὴ μὲ τοὺς χοίρους. Καὶ ἐνῶ ἄλλοι πού εἶναι προικισμένοι μὲ ὀλιγώτερα χαρίσματα, ἀπολαμβάνουν αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ χορταίνουν ἀπὸ Θεῖο πόθο, ἐσύ λιμοκτονεῖς ἀθλίως. Ἐπίστρεψε μὲ ὅλη τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς σου στόν ἀρχικὸ τρόπο ζωῆς σου, τότε πού συμβίωνες μὲ τὰ ἀληθινὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, καὶ πρόσεχες στούς Θείους νόμους. Μὴ φοβηθεῖς τὴν ὑπερβολὴν τῶν πταισμάτων, ἀλλὰ νά σὲ ἐνθαρρύνη τὸ μέγεθος τῆς Θείας εὐσπλαγχνίας. Ἐπίστρεψε γρήγορα πονώντας γιά τὰ ἑκούσια κακά, ἀλλὰ καὶ ψυχαγωγούμενος ἀπὸ τὶς καλὲς ἐλπίδες. Γονάτιζε συνεχῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν καρδιά καὶ τὸ σῶμα. Ἀνακάλεσε μὲ δάκρυα τὸν Θεῖον οἶκτον. νά παρακαλῆς ἀκατάπαυστα, ὥστε νά μὴν ἐπιτρέψη ὁ Θεὸς νά ξαναπέσης πλέον. Νά εἶσαι ἕτοιμος νά ὑπομείνης κάθε πληγὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ὁποία θὰ θεραπευθοῦν τὰ πταίσματά σου, καὶ θὰ φύγης καθαρὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή. Πλήγωνε καὶ σὺ τὸν ἑαυτὸν σου μὲ ὅσην δύναμι ἔχεις. Πίεζε τὸ σῶμα σου μὲ τὴν ἐγκράτεια, ὥστε νά πλουτισθῆ τὸ πνεῦμά σου.

Θέλεις νά προσθέσω καὶ τὰ μεγαλύτερα; Ἂν μετὰ τὴν ἀλλαγή σου ἐκπληρώσεις ὅλον τὸν Θεῖο νόμο, νά ὀνομάζης καὶ νά θεωρῆς τὸν ἑαυτὸν σου ἀχρεῖο δοῦλο. Διότι ἔτσι ταπεινώνονται ὅσοι σκέπτονται σωστά, ἔστω καὶ ἂν εὑρίσκωνται σὲ συνεχῆ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἔστω καὶ ἂν δέν τοὺς ἐλέγχει ἡ συνείδησις ὅτι μὲ κάποια πράξη τους ἔφυγαν φανερὰ ἀπὸ τὸν ὀρθὸ δρόμο. Σύ δὲ πῶς θὰ καυχηθῆς κάποιο καλό μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γιά; Πρέπει νά ἀποκρούης ἀμέσως μὲ τὴν ἀνάμνηση τῶν προηγουμένων παρεκτροπῶν τὸν λογισμὸ τῆς οἰήσεως, καὶ νά ἐντρέπεσαι μᾶλλον γιά τὰ προηγούμενα κακά, παρὰ νά ὑψηλοφρονῆς γιά τὰ πρόσφατα καλά. Μὴ προσέχης δὲ στίς ἁμαρτίες τῶν ἀδελφῶν παρὰ τόσον ὅσο νά μὴν ἁμαρτάνης μὲ τὴν ἐπικοινωνία μαζὶ τους.

Μὴ κρίνεις μέσα σου. Μὴ κατηγορῆς τοὺς ἄλλους, μᾶλλον δὲ νά προσεύχεσαι νά δώση ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐκείνους μετάνοια, διότι καὶ σὲ σένα ἀπὸ αὐτὸν ἦλθε ἀφανῶς τὸ καλὸ τῆς μετανοίας. Μὴ σκανδαλίζης κανέναν, οὔτε ἀπὸ τοὺς μικρότερους, καὶ νά προσπαθῆς οὔτε κἄν ἀφορμὴ σκανδάλων νά μὴ δίδης, διότι θὰ ἀναγκάσης τὸν Θεὸ νά ἀποστρέψη τὸ πρόσωπὸ Του ἀπὸ σέ, καὶ πάλι θὰ εὑρεθῆς κενὸς ἀπὸ χάρι. Νά εἶσαι ἕτοιμος νά πληγωθῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νά ὑπομένης, ὅταν μὲ κάθε τρόπο σὲ πληγώνουν. Διότι ἐκεῖνος πού δικαιώνει τὸν ἑαυτὸν του καὶ ἀντιδρᾶ σ’ αὐτούς πού τὸν λυποῦν καὶ τὸν πληγώνουν, χάνει τὸ κέρδος πού εἶχε ἀπὸ τὴν μετάνοια. Νά ἀνταποδίδης στούς ἀδελφοὺς ἀγαθὸν ἀντὶ κακοῦ, ἐνθυμούμενος τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀντὶ τῶν κακῶν πού ἔκαμες, ἄνοιξε γιά σὲ τὴν πύλη τῆς μετανοίας. Ὁ δημιουργὸς γιά τὸ χτίσμα, ὁ Κύριος γιά τὸν δοῦλο.

Μὲ αὐτοὺς καὶ παρόμοιους λόγους καὶ λογισμοὺς ἀσχολούμενος ὅλη τὴν ὥρα, καὶ ἐκπληρώνοντας τοὺς ἄλλους νόμους τῶν Εὐαγγελίων, θὰ ἑλκύσης μὲ αὐτὸ τὸν ἀγαθὸ τρόπο τὸν Θεῖο οἶκτο, γιά τὴν ἀληθινὴ μετάνοιά σου. Διότι χωρὶς τοιαύτην μετάνοια εἶναι ἀδύνατον νά ἔλθουν στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι πού ζοῦν πολὺ προσεκτικά, ὄχι μόνον ἐκεῖνοι πού ἐπιστρέφουν ἀπὸ πολὺ ἁμαρτωλὴ ζωή. Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν νά μετανοήσουν, ἀφοῦ κανεὶς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐντελῶς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ ἀκαθαρσία. Ἐκεῖνοι δέ πού μὲ τίς ἀρετὲς ἔχουν πλησιάσει περισσότερο τὸν Θεό, αὐτοὶ καὶ τὶς μικρότερες παρεκτροπές τίς θεωροῦν πολὺ μεγάλες, καὶ καλὰ κάνουν. Ἔτσι ἀποκτοῦν μεγάλη ταπείνωση, προκόπτουν ἀσφαλῶς καὶ προσεγγίζουν περισσότερο τὸν Θεό. Ὅπως ἐκεῖνοι πού ἀμελοῦν γιά τὶς μικρότερες καὶ οὔτε πονοῦν γι’ αὐτὲς οὔτε διορθώνουν τὸν ἑαυτὸν τους, παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ πίπτουν σὲ μεγαλύτερες.

Ἐμφύτευσε καὶ σὲ μᾶς, Χριστὲ Βασιλεῦ, διάπυρον πόθον ἀληθινῆς μετανοίας, καὶ χρησιμοποιώντας αὐτὴν ὡς ἀφορμή, δεῖξε τὸν πατρικὸ σου οἶκτο γιά μᾶς, καὶ ἐκείνους πού ἐπιστρέφουν καλῶς ἀπὸ πολλὴ ἀσωτία, κατάταξέ τους μεταξὺ τῶν τέκνων σου, ὅτι Σοὶ πρέπει δόξα καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».

ΠΗΓΗ: http://www.imaik.gr