π. Δημήτριος Staniloae
Ὑπάρχουν δύο ἰδιότητες πού προσιδιάζουν στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ: ἀειπάρθενος καί ταυτόχρονα Θεοτόκος. Καί αὐτές οἱ δύο ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού γεννήθηκε ἀπό αὐτήν σάν ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής. Νά διακηρύττεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε ἀπό αὐτήν, σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, ἀπό τήν ἕνωση μιᾶς γυναίκας καί ἑνός ἄντρα, σημαίνει νά τόν ὑποτάσσεις σ᾿ αὐτούς τούς νόμους, ἑπομένως, νά μήν τόν ἀναγνωρίζεις ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τόν θεωρεῖς ὡς καθαρά ἀνθρώπινη φανέρωση μέσα στα ὅρια τούτου τοῦ κόσμου. Ὁ πολύ γνωστός προτεστάντης θεολόγος Karl Barth ὑποστήριξε, ἐνάντια σ᾿ ἕναν ἄλλον προτεστάντη τόν Emil Brunner (Der Mittler) τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, λέγοντας ὅτι ὁ γεννημένος ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦς μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς ἄνθρωπος καί ταυτόχρονα ὡς κάτι διαφορετικό ἀπό μᾶς. Ἡ παρθενία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ μᾶς βεβαιώνει πώς στό πρόσωπό Του ἔχουμε ἀνάμεσά μας τόν Ἀσύλληπτο Θεό.
Ἐκτιμώντας αὐτή τήν ἀναγνώριση τοῦ Barth ὀφείλουμε πάρ᾿ ὅλα αὐτά νά παρατηρήσουμε ὅτι δέν βλέπει στή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ νά ὑπεισέρχεται μιά προετοιμασία τῆς Μητέρας Του ἐν ὄψει τῆς σύλληψης, προετοιμασία βοηθημένη ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ Barth δέν βγάζει κανένα συμπέρασμα σχετικά μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου γιά τή σημασία πού ἔχει ἡ Παρθένος μέσα στό Χριστιανισμό. Μένει ἔτσι αὐστηρά μέσα στά πλαίσια τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Οἱ Βυζαντινοί συγγραφεῖς ὑπογράμμισαν αὐτήν τήν προετοιμασία τῆς Παρθένου, μέσα στήν ὁποία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε μέ τήν ἐνέργεια Ἐκείνης πού θά γινόταν καί πραγματικά ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ προετοιμασία ἦταν μιά νίκη πάνω στά πάθη πού θά μποροῦσαν νά παρουσιαστοῦν καί νά ἀναπτυχθοῦν μέσα της καί ἑπομένως, νά τήν ἐμποδίσουν νά παραμείνει συλλαμβάνοντας τόν Χριστό, στήν κατάσταση τῆς ἄσπιλης Παρθενίας καί νά διατηρήσει τήν Παρθενία της γιά πάντα. Ἑπομένως ἡ γέννηση τοῦ Σωτήρα ἀπό τήν Παρθένο δέν σημαίνει μόνο νίκη πάνω στούς φυσικούς νόμους ἀλλά ἀκόμη τή δική της νίκη πάνω στά πάθη στά ὁποῖα ὑποτάσσεται γενικά ὁ ἄνθρωπος. Χάρη σ᾿ αὐτό τό γεγονός ὑπηρέτησε τή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ «μή φύσει σώματος μόνον, ἀλλά καί νῷ καί θελήσει». Καί αὐτή ἡ συνεργασία ἐμψυχώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γι᾿ Αὐτήν καί τή δική Της ἀγάπη γιά Κεῖνον.
Ἀλλά σ᾿ αὐτό τό θέμα θά ἐπανέλθουμε διεξοδικότερα σέ ἑπόμενες σελίδες.
Πρός τό παρόν σημειώνουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο πράξεις πού ὑψώνουν τό Χριστό πάνω ἀπό τούς νόμους πού βασιλεύουν στόν κόσμο: Ἡ γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου καί ἡ Ἀνάσταση. Καί αὐτοί πού μαρτυροῦν γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ἀνήκουν στήν ἴδια ὁμάδα μ᾿ αὐτούς πού μαρτυροῦν γιά τήν Ἀνάστασή Του. Συνεπῶς καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι τῆς ἴδιας ἀξιοπιστίας. Στήν πρώτη ὁμάδα εἰδικά, πηγή τῆς γνώσης γιά τή γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτήν τήν ὁμάδα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, μετέφερε καί μάλιστα γραπτά τόν διάλογο ἀνάμεσα σ᾿ αὐτήν καί τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ γιά τό γεγονός τῆς Γέννησης.
Ἐπειδή καί οἱ δύο πράξεις στηρίζονται στή μαρτυρία τῆς ἴδιας ὁμάδας δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά πιστέψουμε τή μαρτυρία τους γιά τήν Ἀνάσταση καί νά ἀρνηθοῦμε τή μαρτυρία τους γιά τή γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου. Καί μάλιστα, ἄν θεωρήσουμε ὅτι καί οἱ δύο πράξεις ἔχουν ὡς θεμέλιο τή θεία δύναμη πού ξεπερνᾶ τούς φυσικούς νόμους, καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ὑψώσει πάνω ἀπό τό ἀπόλυτο καθεστώς τῆς φύσης, κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά δεχτοῦμε πώς ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀλλά δέν γεννήθηκε ἐκ τῆς Παρθένου.
Ἀσφαλῶς στήν πράξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ δέν βλέπουμε τή συνεργασία ἑνός ἄλλου. Ἀλλά πάρ᾿ ὅλα αὐτά εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς συμφωνίας τῆς ἐνέργειας τῆς ἀνθρωπίνης φύσης Του μέ τή θεία Του ἐνέργεια πού ἐμπεριέχει κι αὐτή ἐπίσης μιά ἀγάπη αὐτῆς τῆς φύσης γιά τό Θεό πού ἔγινε ὑπόστασή της· ἀγάπη ὅμοια μ᾿ αὐτή πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ψυχή μας καί στό σῶμα μας.
Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό καί ἡ ἀγάπη Του πρός αὐτήν νοιώθονται ἀπό τήν ἀγάπη Του πού φανερώθηκε ἀνάμεσα στήν Παρθένο καί τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στό διάστημα τῆς προετοιμασίας τῆς Παρθένου γιά τήν παρθενική σύλληψη Ἐκείνου ὡς ἀνθρώπου καί μάλιστα μέσα στήν πράξη αὐτῆς τῆς σύλληψης.
Ἡ ἀγαπητική ἕνωση ἀνάμεσα στήν Παρθένο καί τόν Χριστό πού κορυφώθηκε στήν παρθενική σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποίησε τήν συγκεκριμένη στιγμή τήν κάθαρση τῆς Παρθένου ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, κάθαρση πού συνέπεσε μέ τήν ἀναμάρτητη σύλληψη τοῦ Χριστοῦ. Τό γεγονός αὐτό συνετέλεσε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καθ᾿ ὅσον ὁ θάνατός Του δέν προκλήθηκε ἀπό ἕνα ἁμάρτημά Του ἀλλά ἀπό τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων πού τά σήκωσε πάνω Του ἀπό ἀγάπη γι᾿ αὐτούς. Βέβαια ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐλευθερία Του ἀπό τήν ἁμαρτία ὀφείλονται κατά πρῶτο λόγο στή θεία Του ὑπόσταση, ἀλλά αὐτή ἡ ὑπόσταση συνάντησε μέσα στήν ἀγάπη Του γιά τήν ἀνθρωπότητα τήν ἀγάπη τῆς μητέρας Του καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης, πού πῆρε ἀπό αὐτήν, ἀγάπη πού μπόρεσε νά δεχτεῖ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ὅπως καί νἆναι, τόσο ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ὅσο καί ἡ Ἀνάστασή Του ἀποδεικνύουν πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πώς γιά νά πραγματωθεῖ ἡ πρώτη πράξη συνέβαλε καί ἡ μητέρα Του. Ἔτσι ἡ πράξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ πού ἀποτελεῖ τή βάση γιά τή μελλοντική μας Ἀνάσταση δέν θά εἶχε γίνει ἄν προηγουμένως δέν εἶχε συλληφθεῖ ἀπό τήν Παρθένο, κι αὐτή ἡ σύλληψη πραγματώθηκε διά τῆς θείας ὑπόστασης τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ὅμως συνέβαλε καί ἡ προετοιμασία τῆς μητέρας Του. Γιατί ἄν ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀρχίσει τήν ἀνθρώπινη ζωή Του ἀπό τή σύλληψη τῆς Παρθένου γιά τήν ὁποία εἶχε προετοιμασθεῖ ἡ ἁγία Μητέρα Του δέν θά εἶχε ἀποδειχτεῖ ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἤ ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἰσῆλθε στόν κόσμο, καί σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση δέν θά εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση.
Ἀπό αὐτές τίς δύο πράξεις ἀλλά καί ἀπό τίς δύο μαζί διαπεράστηκαν τά τείχη τοῦ κόσμου μας· ἀπό αὐτές τίς δύο, ἀλλά καί ἀπό τίς δύο μαζί ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος δέν ἔχει καταδικαστεῖ νά μένει κλεισμένος στόν ἑαυτό του. Χωρίς αὐτές τίς δύο πράξεις μέ τίς ὁποῖες ὁ Χριστός ἄρχισε καί τέλειωσε τήν ἐπίγεια ζωή Του δέν θά εἴχαμε καμμία ἀπόδειξη συγκεκριμένη καί μαρτυρημένη γιά τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ πάνω ἀπό τόν κόσμο, πού μπορεῖ νά εἰσχωρήσει μέσα στόν κόσμο καί μπορεῖ νά ὑψώσει αὐτούς πού εἶναι μέσα του πάνω ἀπό τόν κόσμο.
Αὐτός πού ἀρχιζει τή ζωή του ὡς ἄνθρωπος ὑποταγμένος στούς φυσικούς νόμους, δέν ἀποδεικνύεται πώς εἶναι Θεός καί ἑπομένως δέν μπορεῖ οὔτε νά ἀναστήσει. Καί ἀκόμη ἐκείνη πού τόν γέννησε σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους δέν θά ἦταν ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει πώς εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό γεγονός ὅτι τόν γέννησε ὄντας Παρθένος.
Ἀλλά ἡ ρίζα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου καί τῆς σέ σύνδεσμο μ᾿ αὐτήν Ἀνάστασής Του, πού δείχνουν ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός ὑπεράνω τούτου τοῦ κόσμου καί ἑπομένως ὅτι δέν εἴμαστε καταδικασμένοι νά μᾶς λιώσει ὁ θάνατος μέσα στόν κόσμο, βρίσκεται μιά σχέση τοῦ Θεοῦ γενικά μέ τή δημιουργία καί εἰδικά μέ τόν ἄνθρωπο, σχέση πού ἀπαιτεῖ νά γίνει πιό ρητά περιγραπτή.
Αὐτός ὁ κόσμος φαίνεται, μέ τίς σοβαρές ἐλλείψεις του ἤ μέ τά ὅριά του στό ἠθικό καί ὀντολογικό πεδίο τά ἀξεπέραστα ἀπό τίς δικές του ἐσωτερικές δυνάμεις, ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ μόνη μορφή ὕπαρξης. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν γενικά νά ὑψωθοῦν μόνοι τους σέ μιά πλήρη καί ὁριστική ἠθική καθαρότητα καί κανείς δέν μπορεῖ νά διαφύγει τό θάνατο. Ἀλλά μ᾿ αὐτές τίς δύο ἐλλείψεις ἤ ὅρια εἶναι συνδεδεμένες καί ἄλλες, πού φαίνονται στήν ἀδυναμία τῆς φύσης νά ἱκανοποιήσει πλήρως τίς ἀνθρώπινες φιλοδοξίες. Ἕνα αἴσθημα κενοῦ συνοδεύει πάντα τόν ἄνθρωπο. Ὅσα κι ἄν ἔχει ἀγαθά, ὅσο καλή κοινωνική θέση, ὅσες γνώσεις κι ἄν κατέχει, μένει πάντα ἀνικανοποίητος. Ἀλλά ἀκόμη καί μέσα στήν ἐμπειρία τοῦ κενοῦ, τοῦ ὁρίου, τῆς ἔλλειψης, συνοδευομένων ἀπό τήν τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ὁλοκλήρωσή του, ὑπάρχει ἡ συνείδηση πώς πέρα ἀπό αὐτό τόν κόσμο πρέπει νά ὑπάρχει ἕνα εἶδος πραγματικότητας πού μπορεῖ νά γεμίσει τό κενό, πού μέσα της δέν αἰσθάνεσαι τήν ἐμπειρία τοῦ ὁρίου, δέν νοιώθεις ποτέ τήν ἔλλειψη. Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ κόσμος αὐτός δέν ἀποτελεῖ τήν τελική πραγματικότητα, πώς δέν εἶναι τό Ἀπόλυτο πού μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἀπό μόνο του. Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἡ ὑπεράνω τῆς ἐγκοσμιότητας τῶν ἐλλείψεων καί τῶν ὁρίων εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε Θεό.
Ἡ ἀγιάτρευτη ἔλλειψη, ἔλλειψη ὀντολογική, ἀπό τήν ὁποία πάσχει αὐτός ὁ κόσμος, πού δείχνει ταυτόχρονα τήν ὁλοκληρωτική του ἐξάρτηση, μαζί μέ τήν τάση πρός τήν ἀπόλυτη ὕπαρξη, εἶναι τόσο ὁλική πού αὐτός ὁ κόσμος πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι δέν ἔχει μέσα του τό θεμέλιο τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά δέχεται τήν ὕπαρξη ἀποκλειστικά ἀπό τό θέλημα ἑνός ἀπολύτου ὑποκειμένου. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτός ὁ κόσμος φαίνεται δημιουργημένος ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό τό ἀπόλυτο ὑποκείμενο πού ἔχει τήν ἐξουσία γι᾿ αὐτό.
Ἄν ἀναγνωρίζαμε στόν κόσμο, σέ κάποιο μέτρο, ἕνα δικό του θεμέλιο ὕπαρξης θά σήμαινε ὅτι δέν βλέπουμε πάνω ἀπό αὐτόν κανένα ἀπόλυτο ὑποκείμενο, ἀλλά θεωροῦμε τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ ὑποκειμένου ὡς τό ἥμισυ μιᾶς δύναμης, ἑπομένως θεωροῦμε ὅτι κι αὐτή ὑποφέρει ἀπό ἀγιάτρευτη ἔλλειψη. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ἔλλειψη θά ἦταν συνδεδεμένη ἀνεπανόρθωτα μέ ὅλες τίς ὑπάρξεις, πράγμα πού θά σφράγιζε κάθε ὕπαρξη μέ μιά ἀπουσία νοήματος. Μόνο ἄν θεωρήσουμε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος λαμβάνει τήν ὕπαρξή του ἀπό μιά ἀπόλυτη πραγματικότητα, ἑπομένως δέν ἔχει κανένα θεμέλιο μέσα του, οἱ ἐλλείψεις του μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν ὡς προερχόμενες ἀπό μιά ἠθελημένη ἐξασθένιση τοῦ δεσμοῦ μέ τήν ἀπόλυτη πραγματικότητα πού τόν δημιούργησε καί πού τόν συντηρεῖ.
Ὁ κόσμος εἶναι τόσο στενά ἐξαρτημένος ἀπό τήν ὑπερβατική πραγματικότητα, πού δέν μπορεῖ νά ἔχει ἔλθει στήν ὕπαρξη παρά ὡς καθαρό ἀντικείμενο (pur objet), χωρίς καμμία πρωτοβουλία τῆς τάξεως τοῦ ὑποκειμένου κατά τήν ἔλευσή του στήν ὕπαρξη, παρ᾿ ὅλο πού τά ἐνσυνείδητα ὄντα τοῦ κόσμου ἀπό τή στιγμή πού δημιουργήθηκαν δείχνουν τήν ἐλευθερία μέ τήν ὁποία εἶναι προικισμένα ἀπό τήν πράξη τῆς δημιουργίας ἤ πού δυνάμει ἔχει ἐγχαραχτεῖ μέσα τους. Στήν πράξη τῆς δημιουργίας ἡ ὑπερβατική πραγματικότητα πρέπει νά ἔχει ἕνα χαρακτήρα ἀπολύτου ὑποκειμένου, πού δέν ἐξαρτᾶται καθόλου στή δημιουργική του πράξη οὔτε ἀπό μιά ἀνώτερη πραγματικότητα οὔτε ἀπό κάποιο πράγμα τούτου τοῦ κόσμου, πού δίνει στόν κόσμο ὕπαρξη ἐκ τοῦ μηδενός μ᾿ ἕνα τρόπο ἀπόλυτα κυριαρχικό. Ὁ κόσμος δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀπό τή μιά μεριά κάθ᾿ ἑαυτόν καί ἀπό τήν ἄλλη νά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς πράξης μιᾶς ἀνώτερης πραγματικότητας. Αὐτό θά σχετικοποιοῦσε καί τήν ἀνώτερη πραγματικότητα, κάνοντάς την νά ἐξαρτᾶται ἀπό μιά ἄλλη ἤ ἀπό τόν κόσμο ἤ ἀπό ἕναν νόμο στόν ὁποῖο θά ἦταν ὑποταγμένη. Ὁ κόσμος δέν μπορεῖ σέ κανένα ποσοστό νά εἶναι ἀπόρροια τῆς ὑπερβατικῆς πραγματικότητας. Αὐτό δέν θά ἐξηγοῦσε τίς ἐλλείψεις του καί θά τόν καθιστοῦσε ἀνίκανο νά λευτερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτές. Σέ κάθε ἄλλη περίπτωση παρεκτός ἀπό ἕνα ὑπερβατικό ἀπόλυτο ὑποκείμενο ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη θά εἶχε ἕναν πανθεϊστικό χαρακτήρα, αἰώνια σχετικοποιημένο· ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη θά εἶχε σφραγισθεῖ μέ τίς ἀνεπανόρθωτες ἐλλείψεις καί ἑπομένως μέ τήν ἀπουσία νοήματος. Δέν θά ὑπῆρχε ἕνα ἀπόλυτο ὑποκείμενο πάνω σέ κάθε ἔλλειψη ἱκανό νά ὑψώσει καί τόν κόσμο σέ μιά κατάσταση τελειότητας, ἄν ἕνα τέτοιο ὑποκείμενο δέν μποροῦσε νά δημιουργήσει κάτι ἐκ τοῦ μηδενός. Ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς πραγματικότητας θά εἶχε ἕνα ὅριο ἀφοῦ θά βρισκόταν κλεισμένη στόν ἑαυτό της. Ἄν ὅμως ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό ἕνα ἀπόλυτο ὑποκείμενο, ἀποκλειστικά μέ τό θέλημά του, ἑπομένως ὄχι ἐξαναγκασμένο ἀπό κάτι ἄλλο‒αὐτό τό ὑποκείμενο πρέπει νά ἔχει ἐπιλέξει ἐλεύθερα ἕνα αἴτιο γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου. Γιατί διαφορετικά αὐτό τό ὑποκείμενο θά εἶχε ὁδηγηθεῖ ἀπό μιά δύναμη στή δημιουργία τοῦ κόσμου, μιά ἐσώτερη τυφλή δύναμη, ἑπομένως δέν θά ἦταν κυριολεκτικά ὑποκείμενο. Γιατί ἀνήκει στήν ἐλευθερία νά ἀποφασίσει ἀνάμεσα στά διαφορετικά αἴτια πού παρουσιάζονται στή σκέψη. Δέν ὑπάρχει ἐλευθερία χωρίς τή σκέψη, ἤ χωρίς τό λογικό πού σκέπτεται. Μέ τή σειρά του τό λογικό χωρίς τήν ἐλευθερία δέν ἔχει καμμιά «λογικότητα».
Αὐτό διδάσκει ὁ χριστιανισμός βεβαιώνοντας ὅτι ὁ Πατήρ δημιούργησε τόν κόσμο μέ τό Ρῆμα Του ἤ μέ τό Λόγο Του.
Ἀλλά αὐτός ὁ λόγος ἔχει χαρακτήρα ὑπόστασης ἤ Προσώπου, πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν σύμφωνα μέ τή Γραφή (Φιλιπ. 2, 6) καί «Μορφή» τοῦ Πατρός. Σκέπτονται ἑπομένως ὅτι μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἴδια τήν «Μορφή» ὁ Πατέρας ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό Του γιατί ἡ αὐτογνωσία ἤ ἡ αὐτοσυνειδησία ἑνός Προσώπου δέν εἶναι δυνατή, ἀκόμη κι ὅταν πρόκειται γιά τό Θεό, ἄν δέν καθρεφτίζεται σ᾿ ἕνα ἄλλο Πρόσωπο. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει οὔτε τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός χωρίς τό Ρῆμα Του ἤ τόν Λόγο Του, χωρίς νά διακριθεῖ ἀπό ἕναν κόσμο πού εἶναι δυνατό νά δημιουργηθεῖ διά μιᾶς Αὐτογνωσίας καί Ζωῆς καθ᾿ Ἑαυτήν. Διαφορετικά ὁ κόσμος δέν θά ἦταν παρά μιά ἀσυνείδητη ἀπόρροια τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά τό Ρῆμα μέ τό ὁποῖο ὁ Πατέρας δημιουργεῖ τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός εἶναι ταυτόχρονα ὁ Υἱός Του. Καί ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ὁ Πατέρας δημιουργεῖ τόν κόσμο εἶναι ἡ θέληση νά ἁπλώσει τήν πατρική ἀγάπη Του καί σέ ἄλλους γιούς. Ὁ Υἱός καλεῖται ταυτόχρονα Λόγος γιατί δέν ὑπάρχει ἀληθινή σοφία στό Θεό πού νά μήν ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀγάπη καί γιατί ἡ λογικότητα πού ἀντανακλᾶται μέσα στόν κόσμο σκοτίζεται καί ἡ κατανόηση ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἐλαττώνεται ἐκεῖ ὅπου δέν εἶναι παρούσα ἡ ἀγάπη.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, δημιουργώντας τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός διά τοῦ Λόγου Του πού εἶναι ὁ Υἱός Του, τόν δημιουργεῖ μέ μιά σκέψη πού εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἀγάπη πρός αὐτόν τόν κόσμο. Ἔδειξε πιό ἄμεσα τήν ἀγάπη του γιά τόν κόσμο δημιουργώντας τόν ἄνθρωπο. Βέβαια, ἐφ᾿ ὅσον δημιούργησε καί ἕναν κόσμο φυσικό γιά νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἅπλωσε τήν ἀγάπη του καί πρός αὐτόν. Ἀλλά δημιουργώντας εἰδικά τόν ἄνθρωπο, κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, δέν μποροῦσε νά μή βάλει τήν ἄμεση ἀγάπη Του πρός τόν ἄνθρωπο μέσα στήν πράξη αὐτῆς τῆς δημιουργίας.
Ἄλλωστε, ἀκόμη καί μέσα στά λόγια πού ἀπευθύνει στό Υἱό Του ἐν ὄψει τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν» ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν Υἱόν ὡς σημεῖο ἀφετηρίας γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τή δημιουργία ἑνός ἄλλου ἀγαπημένου υἱοῦ. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο συμπεριλαμβάνεται ἀκόμα καί μέσα στήν πρόσκληση πού ἀπευθύνεται στό Υἱό γιά νά δημιουργήσουν μαζί αὐτό τό ὄν μέ ἀποτυπωμένη πάνω του τήν Εἰκόνα Του πού καθρεφτίζεται στόν Μονογενή Υἱό Του. Μέσα στήν ἀγάπη ἐκδηλώνεται ἡ πιό θετική δύναμη, ἡ πιό δημιουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά κάνει νά ἐξέλθει ἀκόμη καί ἐκ τοῦ μηδενός αὐτό πού ἀγαπάει.
Ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο συνεχίζεται ἀκόμη, ὅταν διακηρύττοντας ὅτι δέν εἶναι καλό νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος (Γεν. 2, 18), τοῦ παρέχει «βοηθό κατ᾿ αὐτόν», δίνοντας ὕπαρξη στή γυναίκα ὄχι ἐκ τοῦ μηδενός τούτη τή φορά, ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ.
Ἡ ἀγάπη δέν φαίνεται σ᾿ αὐτή τήν πράξη ἐκδηλωμένη μέσα στό διάλογο τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἀδάμ, γιατί αὐτό θά τοποθετοῦσε τή γυναίκα σέ κατώτερη θέση ὡς πρός τόν Ἀδάμ ἀκόμη καί σ᾿ αὐτή τήν πράξη τῆς ἔλευσής τους στήν ὕπαρξη. Ὁ Θεός τήν φέρνει κι αὐτήν στήν ὕπαρξη μόνο μέ τήν ἀγάπη πού ἐκδηλώνει συνομιλώντας κάτ᾿ ἰδίαν μέ τόν Ἑαυτό Του, τό ἴδιο ὅπως ἔκανε καί μέ τόν Ἀδάμ. Ἀλλά ὁ φυσικός δεσμός καί ταυτόχρονα ἡ συμπληρωματικότητα μεταξύ τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας, πού εἶναι προορισμένοι ἀπό κοινοῦ νά συγκρατήσουν τήν ἀγάπη μέσα στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀποτυπώθηκε στή γυναίκα ἀπ᾿ τό Θεό καθώς τήν ἔφτιαξε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ πού βρισκόταν σέ ὕπνωση (Γεν. 2, 21). Ἡ γυναίκα δέν ἔρχεται στήν ὕπαρξη μέ ἐνσυνείδητη πρωτοβουλία τοῦ Ἀδάμ, ὅπως ἕνα ἀντικείμενο ἀπ᾿ ἕνα ὑποκείμενο. Ἡ ἑνότητα πού συγκρατεῖ ἡ ἀγάπη μεταξύ τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας ἔγινε αἰσθητή ἀπό τό ἀνθρώπινο ζευγάρι ὡς προερχόμενη ἀπό τόν Θεό ἤδη στήν πρώτη στιγμή τῆς ἐνσυνείδητης ὕπαρξής τους ὡς ζευγαριοῦ ἤ τῆς ἐμφάνισης τῆς γυναίκας μπροστά στόν Ἀδάμ καί ἐκφράστηκε ἀπό αὐτόν μέ τά λόγια: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναίκα αὐτοῦ καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2, 24).
Ἀλλά τά ἀνθρώπινα ὄντα πού δέν ἦρθαν στήν ὕπαρξη μέ μιά ἀγάπη ἐκφρασμένη διά λόγου ἀνάμεσα στό Θεό καί σ᾿ αὐτά, ἐπειδή δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη τή στιγμή πού ὁ Θεός κατευθυνόταν στήν πράξη τῆς δημιουργίας τους, ἀλλά μέ μιά ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐμπνεόμενη ἀπό τήν προσμονή τῆς ἐλεύθερης ἀπάντησής τους στήν ἀγάπη Του, ἀποτυπωμένη δυνάμει μέσα τους–δέν ἀπάντησαν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀγάπη τους ἀλλά μέ τήν ἀνυπακοή τους, πράγμα πού ἐξασθένησε καί τήν μεταξύ τους ἀγάπη.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός κατέφυγε σέ μιά ἀναδημιουργία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ὁποία ἔδωσε μιά νέα ἀρχή στήν ὕπαρξή τους κάνοντας χρήση αὐτή τή φορά τῆς διά λόγου ἀγάπης ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί κείνους, ἀφοῦ τώρα ὑπῆρχαν. Αὐτό φέρνει μιά ἑνότητα ἀνώτερη ἀνάμεσα στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Ὁ Υἱός καί τό Ρῆμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔμεινε πιά τώρα στή θέση Ἐκείνου διά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός δημιούγησε τό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος, μένοντας ὡστόσο καί Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός πρός Αὐτόν νά μπορεῖ νά συμπεριλάβει καί τήν ἀγάπη του πρός τόν ἄνθρωπο καί ἀκόμη ἡ ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα νά συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου προς τόν Πατέρα. Ἑπομένως ἔθεσε σέ ἐνέργεια πολύ μεγαλύτερη ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἀπ᾿ ὅτι στήν πρώτη δημιουργία, ὅπου ἐκδήλωνε μόνο ἐξωτερικά τή δημιουργική του δύναμη στόν ἄνθρωπο. Ὁ Υἱός καί τό Ρῆμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔμειναν πιά ἐξωτερικά στόν ἄνθρωπο ἀλλά ἐσωτερικεύτηκαν μέσα του. Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα δέν θά μπορεῖ πιά νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν ὁλοσχερῶς στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα θά μείνει στήν αἰωνιότητα γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ θά μείνει παντοτινά καί ἄνθρωπος καί κάθε φορά πού αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό πρόσωπο θά ἐκπέσει στήν ἐπίγεια ζωή του ἀπό τόν δεσμό ἀγάπης μέ Ἐκεῖνον, θά μπορεῖ νά ἐπιστρέψει εὔκολα σ᾿ αὐτό τό δεσμό, χάρη στή φυσικήν κοινωνία (communion) πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος στήν αἰωνιότητα. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος λέει: «Εἰ διά τό δυνατόν εἰρήκει, καί ἐλέλυτο ἡ κατάρα· τοῦ μέν κελεύσαντος ἡ δύναμις ἐπεδείκνυτο, ὁ μέντοι ἄνθρωπος τοιοῦτος ἐγίνετο, οἷος ἦν λαβών τήν χάριν, καί μή συνηρμοσμένην ἔχων, αὐτήν τῷ σώματι· τοιοῦτος γάρ ὤν καί τότε τέθειτο ἐν τῷ παραδείσῳ· τάχα δέ καί χείρων ἐγίνετο, ὅτι καί παραβαίνειν μεμάθηκεν. Ὤν τοίνυν τοιοῦτος, εἰ καί παραπέπειστο ὑπό τοῦ ὄφεως, ἐγίνετο πάλιν χρεία· προστάξαι τόν Θεόν καί λῦσαι τήν κατάραν· καί οὕτως εἰς ἄπειρον ἐγίνετο ἡ χρεία, καί οὐδέν ἧττον οἱ ἄνθρωποι ἔμενον ὑπεύθυνοι, δουλεύοντες τῇ ἁμαρτίᾳ· ἀεί δέ ἁμαρτάνοντες, ἀεί ἐδέοντο τοῦ συγχωροῦντος, καί οὐδέποτε ἠλευθεροῦντο, σάρκες ὄντες καθ᾿ ἑαυτούς, καί ἀεί ἡττώμενοι τῷ νόμῳ διά τήν ἀσθένειαν τῆς σαρκός. …Ἵνα οὖν μηδέ τοῦτο γένηται, πέμπει τόν ἑαυτοῦ Υἱόν, καί γίνεται υἱός ἀνθρώπου, τήν κτιστήν σάρκα λαβών· ἵν᾿, ἐπειδή πάντες εἰσίν ὑπεύθυνοι τῷ θανάτῳ, ἄλλος ὤν τῶν πάντων, αὐτός ὑπέρ πάντων τό ἴδιον σῶμα τῷ θανάτῳ προσενέγκῃ καί λοιπόν, ὡς πάντων δι᾿ αὐτοῦ ἀποθανόντων,
ὁ μέν λόγος τῆς ἀποφάσεως πληρωθῇ (πάντες γάρ ἀπέθανον ἐν Χριστῷ)· πάντες δέ δι᾿ αὐτοῦ γένωνται λοιπόν ἐλεύθεροι μέν ἀπό τῆς ἁμαρτίας καί τῆς δι᾿ αὐτήν κατάρας, ἀληθῶς δέ διαμείνωσιν, εἰσαεί ἀναστάντες ἐκ νεκρῶν, καί ἀθανασίαν καί ἀφθαρσίαν ἐνδυσάμενοι. Τοῦ γάρ Λόγου ἐνδυσαμένου τήν σάρκα, καθώς πολλάκις δέδεικται, πᾶν μέν δῆγμα τοῦ ὄφεως δι᾿ ὅλου κατεσβέννυτο ἀπ᾿ αὐτῆς· εἴ τι ἐκ τῶν σαρκικῶν κινημάτων ἀνεφύετο κακόν, ἐξεκόπτετο, καί συνανῃρεῖτο τούτοις ὁ τῆς ἁμαρτίας ἀκόλουθος θάνατος, ὡς αὐτός ὁ Κύριός φησιν… Τούτων δέ λυθέντων ἀπό τῆς σαρκός, πάντες οὕτω κατά τήν συγγένειαν τῆς σαρκός ἠλευθερώθημεν καί λοιπόν συνήφθημεν καί ἡμεῖς τῷ Λόγῳ».
Αὐτή ἡ μέγιστη ἀγάπη, βαλμένη ἀπ᾿ τό Θεό μέσα στήν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, φάνηκε στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Δημιουργεῖται τώρα ὡς ἄνθρωπος, ὄχι ἀπό μιά ἀγάπη φανερωμένη μόνο ἀπό Αὐτόν ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, ἀλλά ἀπό μιά ἀγάπη διαλεγόμενη μέ τήν θηλυκή ὕπαρξη ἀπό τήν ὁποία θά σχημάτιζε τό σῶμα Του. Δέν δημιουργεῖ τήν ἀνθρωπότητά του ἐκ τοῦ μηδενός γιατί ἐκτιμοῦσε τήν ὑπάρχουσα ἀνθρωπότητα πού ἤθελε νά τή σώσει κρατώντας τή φυσική συνέχεια μαζί της. Καί αὐτή ἡ ἀνθρωπότητα ὑψώθηκε στήν κορφή τῆς ἀγάπης της γι᾿ Αὐτόν μέσα στήν Παρθένο πού εἶχε ζήσει προσμένοντας μόνον Ἐκεῖνον. Οὔτε ὅμως ἤθελε νά σχηματίσει τό σῶμα του ἀρχίζοντας ἀπό μιά ἐμπαθή ἕνωση ἄνδρα καί γυναίκας, ἀλλά τό σχηματίζει ἀπό μιά γυναίκα, ὄχι χωρίς τήν ἐνσυνείδητη συναίνεσή της, ὅπως ὅταν ἐλήφθη τό σῶμα τῆς Εὔας ἀπό τόν Ἀδάμ, ἀλλά μέ τή συναίνεσή της ὑψωμένη σέ κορύφωση ἀγάπης, πού τήν δείχνει ἡ ἄσπιλη παρθενία της, παρθενία πού τήν κράτησε καί τήν βάθυνε μέσα ἀπό μιά ζωή ὁλοκληρωτικά δοσμένη στό Θεό, ὁδηγημένη μέ ὅλα τά κινήματα τῆς ψυχῆς της ἀποκλειστικά πρός Αὐτόν.
Ὅμως σ᾿ αὐτή τή ζωή τῆς Παρθένου δέν συγκεντρωνόταν μόνο ἡ ἐνέργειά της ἀλλά συνοδευόταν καί ἐνισχυόταν ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ρήματος. Ἡ ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν συναντοῦσε τή δική Του ἀγάπη γι᾿ αὐτήν, ἀγάπη πού στήριζε καί θέρμαινε τήν ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν. Ὁ Θεός μποροῦσε κι αὐτή τή φορά νά δημιουργήσει ἕνα σῶμα μέ μόνη τήν ἐξουσία Του. Καί μάλιστα ἀκόμη περισσότερο τώρα πού ἐπρόκειτο γιά ἕνα σῶμα δημιουργημένο γι᾿ Αὐτόν τόν ἴδιο. Ἀλλά δέν τό κάνει, καί προτιμάει νά θέσει σέ ἐνέργεια τή μέγιστη ἀγάπη Του γιά τό ἄνθρωπο καί νά βοηθήσει Αὐτήν πού θά τόν γεννοῦσε νά αὐξήσει τήν ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν γιατί ἤθελε νά θέσει στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς νέας βαθμίδας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης τήν ἀγάπη, πού γίνεται πλήρης ὅταν φανερώνεται ὄχι μόνον ἀπό μέρους Του ἀλλά καί ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἡ νέα ἀνθρώπινη ὕπαρξη δέν μπορεῖ νά εἶναι τέλεια ἤ νά φθάσει στήν τελειότητα παρά μόνο ἄν θεμελιώνεται στήν ἀγάπη. Ἄν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νά δημιουργήσει τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτή ἡ ἀγάπη μπόρεσε νά δημιουργήσει τώρα ἕνα νέο ξεκίνημα τῆς ἀνθρωπότητας γιά μιά ὕπαρξη ὁλότελα ἀνώτερη πάνω ἀπό τούς φυσικούς νόμους.
Νά πώς περιγράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας τήν ἀπαρχή τῆς νέας σχέσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἀπαρχή πού ἐγκαινιάζεται μέ τή σύλληψη τῆς Παρθένου Μαρίας: «Ἀλλά τό ἀκόμη πιό θαυμαστό εἶναι τό ἑξῆς: Ὁ Θεός οὔτε προειδοποίησε τόν Ἀδάμ οὔτε τόν ἔπεισε νά τοῦ δώση τήν πλευρά, ἀπό τήν ὁποία ἔπρεπε νά δημιουργηθῆ ἡ Εὔα. Τόν κοίμισε κι ἔτσι, ἔχοντάς του ἀφαιρέσει τίς αἰσθήσεις, τοῦ ἀπέσπασε τό μέλος. Ἐνῶ γιά νά προχωρήση στή δημιουργία τοῦ Νέου Ἀδάμ ἐδίδαξε προηγουμένως τήν Παρθένο καί περίμενε τήν πίστη καί τήν παραδοχή της. Γιά τή δημιουργία τοῦ Ἀδάμ πάλι συσκέπτεται μέ τόν μονογενῆ
του Υἱό λέγοντας: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον». Ὅταν ὅμως χρειάσθηκε νά «εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον» -αὐτόν τόν «θαυμαστόν Σύμβουλον»- «εἰς τήν οἰκουμένην», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 1, 6), καί νά πλάση τόν δεύτερο Ἀδάμ, παίρνει στήν ἀπόφασή του αὐτή συνεργάτη τήν Παρθένο… Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν τό ἔργο ὄχι μόνο τοῦ Πατρός, πού «εὐδόκησε», καί τῆς Δυνάμεώς του, πού «ἐπεσκίασε», καί τοῦ Πνεύματος, πού «ἐπεδήμησε», ἀλλά καί τῆς θελήσεως καί τῆς πίστεως τῆς Παρθένου».
Ὑπῆρξε πάντα τόσο ὁλοκληρωτικά ἀφοσιωμένη στό Θεό, πού ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά μήν τῆς ἀπαντήσει δίνοντάς της ὅ,τι εἶχε καλύτερο. Προετοιμάστηκε τόσο δυναμικά γιά νά γίνει νύμφη Του πού δέν μποροῦσε νά τῆς τό ἀρνηθεῖ. «Γιατί, ἄν ἡ Πανάμωμη τήρησε ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχε ὑποχρέωση νά τηρήση, ἄν ἀποδείχθηκε ἄνθρωπος τόσο εὐγνώμων καί δέν παρέλειψε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ χρωστοῦσε, πῶς εἶναι δυνατόν νά μή φερόταν ἐξίσου δίκαια καί ὁ Θεός; Ἄν ἡ Παρθένος δέν παρέλειψε τίποτε ἀπό αὐτά πού μποροῦν νά ἀναδείξουν τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί Τόν ἀγάπησε μέ τόσο σφοδρό ἔρωτα, θά ἦταν βέβαια ἐντελῶς ἀπίθανο νά μή θεωρήση ὁ Θεός ὑποχρέωσή Του νά τῆς δώση ἰσάξια ἀμοιβή, νά γίνει υἱός της». Καί πλάθεται ἔτσι μέ λόγο μητρικό ὁ τοῦ Πατρός Λόγος. Καί κτίζεται μέ τήν φωνήν τοῦ κτίσματος ὁ Δημιουργός».
Ἡ πνευματική ἕνωση μέ τό Υἱό τοῦ Θεοῦ μέσα σέ ὅλο της τό εἶναι τήν κατέστησε ἕνα εἶδος νύμφης Του. Αὐτή ἡ ἕνωση μέσα στήν ἀγάπη δημιούργησε μέσα της μιά τόσο δυνατή παρουσία τοῦ Ρήματος μέ τό ἅγιό Του πνεῦμα καί ἡ ἀγάπη Του γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐντάθηκε τόσο πολύ, πού ἄρχισε νά σχηματίζεται ὡς ἄνθρωπος μέσα σ᾿ αὐτήν, ἕλκοντάς την μέσα στήν σχηματιζόμενη ὑπόστασή Του σά νἆταν ἡ ἴδια της ἡ φύση: ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς Θεότητας.
Ἀλλά εὑρισκόμενη σ᾿ ἕνα τέτοιο βαθμό ἀγαπητικῆς ἕνωσης μέ τόν Υἱόν πού λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση Του ἀπ᾿ αὐτή – αὐτήν πού τόν ἀγαπᾶ τόσο δυνατά καί πού μέ τή σειρά Του τήν ἀγαπᾶ– δέν μπορεῖ νά ἐκπέσει ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη πού τήν ἔκανε νά Τόν προσμένει μένοντας Παρθένος, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὄντας νύμφη, καί ἀκόμη μετά πού ἔγινε μητέρα Του.
Ἡ καθαρή καί τέλεια ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν τήν ἔκανε νά ἑνώσει μέσα της τή μητρότητα καί τήν παρθενία, πράγμα ἀδύνατο διά τίς ἄλλες γυναῖκες. Ἡ ἀγάπη της γιά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, γεμάτη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γιά αὐτήν, ἑνώνει τήν παρθενία μέ τή γέννηση, ἐξηγώντας αὐτό τό μυστήριο πού δέν κατανοεῖται ἀπό μιά λογική πού τῆς λείπει ἡ ἀγάπη· αὐτή ἡ ἀγάπη ἐξηγεῖ ἀκόμη τό γεγονός ὅτι μένει πάντα Παρθένος, ἄν καί ἔγινε Μητέρα καί δέ σκέφτηκε ποτέ παρά μόνο τό Υἱό της. Γι᾿ αὐτό εἰκονίζεται πάντα μέ τό Υἱό της στά χέρια ἤ πλάι στό Υἱό της σέ στάση προσευχῆς.
Γι᾿ αὐτό ἀπευθύνουμε σ᾿ αὐτήν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο σέ ὅλους τούς ἁγίους, τίς προσευχές μας, πεπεισμένοι ὅτι ἡ ἕνωση μέ τό Υἱό της, βασισμένη σέ μιά ἀγάπη πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν ἕνωση καί τήν ἀγάπη ἀνάμεσα σέ κάθε ἄλλο δημιούργημα καί Ἐκεῖνον, τήν κάνει νά εἰσακούγεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἅγιο ἤ ἄγγελο ἀπό τό Υἱό της, ὅταν προσεύχεται γιά μᾶς.
Πηγή: http://www.imaik.gr