Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ


ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΕΠΙ ΤΗι ΚΥΡΙΑΚΗι ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2 0 1 3





Ἔλεγε ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης : «Ὁ διάβολος ἅπλωσε τρία πλοκάμια νά πιάσει ὅλο τόν κόσμο. Τούς πλουσίους νά τούς πιάσει μέ τή Μασονία, τούς πτωχούς μέ τόν κομμουνισμό καί τους θρησκευόμενους μέ τόν οἰκουμενισμό». Ὁ ἴδιος ἄλλοτε σέ συνάξεις μοναζουσῶν ἐπεσήμανε : «Οἰκουμενισμός καί Κοινή Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στά μέτρα τους. Αὐτά εἶναι σχέδια διαβόλων»[1].

Τί εἶναι, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός ;

Ὁ σύγχρονος ἅγιος γέρων τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καί καθηγητής τῆς Δογματικῆς ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς σημειώνει : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[2]. Στό ἴδιο μῆκος κύματος ὁ μακαριστός γέρων ἀρχιμανδρίτης π. Χαράλαμπος Βασιλοπουλος μᾶς δίνει τήν πραγματική εἰκόνα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἕνα Κίνημα παγκόσμιον του Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ καί ἔχει ὡς μοναδικόν σκοπόν τήν πολιτικήν καί θρησκευτικήν κατάκτησιν τῆς Οἰκουμένης! Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι μιά φοβερά λαίλαψ, πού προετοιμάζεται νά ξεθεμελιώση, ὅπως φαντάζεται, τήν ‘Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν’ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἄγριος τυφών τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, πού συγκεντρώνει τήν καταστροφικήν του μανία ἐναντίον κυρίως τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τόν σκοτεινό πόθο νά τήν ἐκμηδενίσῃ καί νά τήν ἀφανίσῃ»[3]. Ἐπίσης, ὁ μακαριστός γέρων ἀρχιμανδρίτης π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος ὀνομάζει τόν Οἰκουμενισμό τελευταῖο πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου[4]. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. αἰδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, μεγάλος ἀγωνιστής καί πολέμιος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρατηρεῖ σχετικά μέ τήν αἵρεση αὐτή ὅτι «ὁ κίνδυνος αὐτός (ἐκ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) ἀποβαίνει μεγαλύτερος, ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἀπειλή δέν εἶναι μόνον ἐξωτερική. Δέν προέρχεται δηλαδή μόνον ἀπό τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπιζόμενοι παλαιότερα ὡς αἱρέσεις, εἶχαν ἐλάχιστες, σχεδόν μηδαμινές δυνατότητες νά ἀσκήσουν ἐπιρροή στούς Ὀρθοδόξους πιστούς. Ὁ κίνδυνος τώρα εἶναι πολλαπλασίως μεγαλύτερος, διότι δρᾶ ἐκ τῶν ἔσω. Πολλοί ποιμένες, τῶν ὁποίων βασική ἀποστολή εἶναι νά διώκουν τούς λύκους τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν, δέν βλέπουν νά ὑπάρχουν λύκοι, γιά νά τούς ἐκδιώξουν, ἀφοῦ θεωροῦν, ὅτι ὁ Παπισμός καί ὁ Προτεσταντισμός δέν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλά ‘σεβάσμιες ἐκκλησίες’, ‘ἀδελφές ἐκκλησίες’, συνδιαχειρίστριες τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν». Σύμφωνα, τέλος, μέ τόν ἀείμνηστο Καθηγητή τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κ. Κων/νο Μουρατίδη «ὁ Οἰκουμενισμός-συγκρητισμός δέν εἶναι ἁπλῶς μία αἵρεσις, ἀλλά παναίρεσις, διότι κατ΄οὐσίαν ὁδηγεῖ εἰς τήν ἄρνησιν τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς μοναδικῆς καί ἀποκλειστικῆς ἀπολύτου ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως καί εἰς τόν ὑποβιβαμόν αὐτοῦ εἰς μίαν μεταξύ τῶν πολλῶν θρησκειῶν ἤ τήν πνευματικωτέραν καί σπουδαιοτέραν, ἀλλά ὄχι τήν μοναδικήν. Ὁ Οἰκουμενισμός, ἆρα συγκρητισμός εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπειλή κατά τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διότι δι΄αὐτῆς δέν πλήττεται ἁπλῶς ἕν δόγμα ἤ μία θεμελιώδης ἀλήθεια, ἀλλά σύμπασα συλλήβδην ἡ δογματική καί κανονική τάξις τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας»[5].

Ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση σέ πολιτικό ἐπίπεδο θέλει νά ἑνώσει τόν κόσμο καί νά κάνει ἕνα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ἠλεκτρονική διακυβέρνηση, ἕνα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οἰκονομία, ἔτσι καί ὁ Οἰκουμενισμός σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο θέλει νά ἑνώσει ὅλες τίς θρησκεῖες (διαθρησκειακός οἰκουμενισμός) καί ὅλες τίς αἱρέσεις (διαχριστιανικός οἰκουμενισμός) σέ μία παγκόσμια θρησκεία, ἀψηφώντας καί περιθωριοποιώντας τίς τεράστιες, γιγαντιαῖες καί χαώδεις δογματικές διαφορές καί ξεθεμελιώνοντας ἐκ βάθρων τά δόγματα καί τήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες καί τίς πίστεις.

Ἰδιαιτέρως πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι πηγή καί μήτρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τυγχάνει ἡ Μασωνία, πού προωθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν παγκόσμια θρησκεία τοῦ Ἐωσφορισμοῦ, ὅπως καί τῆς Μασωνίας πηγή καί μήτρα εἶναι ὁ φρικώδης διεθνής Σιωνισμός.

Ὑπάρχει ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο ἑνώσεως, πού ὁδηγεῖ στήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunio) πασῶν τῶν αἱρέσεων καί τῶν θρησκειῶν, στήν ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας καί τό ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς φάσεις. Ἡ πρώτη φάση τοῦ σχεδίου ἑνώσεως εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, δηλ. ὁ διαχριστιανικός οἰκουμενισμός. Ἡ δεύτερη φάση εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν, δηλ. ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός καί ἡ τρίτη φάση εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καί τῶν θρησκειῶν, δηλ. ἡ ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας, μέ ἀρχηγό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος θά παραδώσει τήν παγκόσμια ἐξουσία στόν Ἀντίχριστο.

Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στόν προτεσταντικό χῶρο, στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες «χριστιανικές ὁμολογίες», βλέποντας τόν κόσμο νά φεύγει ἀπό κοντά τους λόγω τῆς αὐξανομένης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάσθηκαν σέ μιά συσπείρωση καί συνεργασία. Αὐτή ἡ ἑνωτική δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενική Κίνηση, τόν 20ό αἰ. καί κυρίως τό 1948, μέ τήν ἵδρυση στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στή Γενεύη[6].

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πάντοτε ἀντιστέκεται σταθερά, ἀταλάντευτα καί ἀκλόνητα στόν Οικουμενισμό καί ἀποτεῖ ἰσχυρό ἀντιοικουμενιστικό προπύργιο.

Ἕνα ἀπό τά μέσα, ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς του, εἶναι ὁ συγκρητισμός, αὐτός ὁ θανάσιμος ἐχθρός τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τόν ὁποῖο προωθεῖ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». «Ὁ συγκρητισμός εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῶν θρησκειῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἰδεῶν. Εἶναι μιά πανοικουμενική θρησκευτική σύνθεση καί σύζευξη τῶν πιό ἀντιθετικῶν καί ἀνομοίων στοιχείων»[7].

Ὁ Οἰκουμενισμός κινεῖται σέ δύο ἐπίπεδα˙ τό πρῶτο σέ διαχριστιανικό καί τό δεύτερο σέ διαθρησκειακό. Ἔτσι, ἔχουμε τόν διαχριστιανικό οἰκουμενισμό καί τόν διαθρησκειακό οἰκουμενισμό, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς βασικές κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μέν διαχριστιανικός οἰκουμενισμός προωθεῖ τήν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν «ὁμολογιῶν» (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Πεντηκοστιανῶν, Μονοφυσιτῶν) μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τό κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ ἑτεροδόξων εἶναι ἁπλῶς τυπικές παραδόσεις κάθε «ἐκκλησίας» καί πρέπει νά παρακάμπτονται γιά τό καλό της ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέ τήν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καί ἐκφράσεων. Ὁ δέ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα, προωθεῖ τήν ἕνωση μεταξύ αὐτῶν καί κυρίως μεταξύ τῶν δῆθεν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Μέ λίγα λόγια προωθεῖ τήν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νά βλέπουμε τά «κοινά θεολογικά σημεῖα», ποῦ ὑπάρχουν σέ ὅλες τίς «μονοθεϊστικές θρησκεῖες», ὥστε νά οἰκοδομήσουμε τήν θρησκευτική ἑνότητα τῆς οἰκουμένης.

Ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ὑλοποιήσει τούς στόχους του, ἀναγκάζεται νά παραθεωρήσει ἤ καί νά ἀναθεωρήσει βασικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας.

Προβάλλει τήν ἀντίληψη τῆς ‘Διευρημένης Ἐκκλησίας’, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί περιλαμβάνει τούς χριστιανούς κάθε «ὁμολογίας», ἀπό τή στιγμή πού δέχθηκαν τό βάπτισμα. Ἔτσι, ὅλες οἱ «χριστιανικές ὁμολογίες» εἶναι μεταξύ τους ‘Ἀδελφές Ἐκκλησίες’. Πρόκειται γιά τήν θεωρία τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας.

Μέσα στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ἡ ἰδέα τῆς ‘Παγκοσμίου ὁρατῆς Ἐκκλησίας’. Ἡ Ἐκκλησία, πού ὑφίσταται τάχα ‘ἀόρατα’ καί ἀπαρτίζεται ἀπό ὅλους τους χριστιανούς, θά φανερωθεῖ καί στήν ὁρατή της διάσταση μέ τίς κοινές ἑνωτικές προσπάθειες.

Τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἐπηρέασε καί ἡ προτεσταντική θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ‘δένδρο’ μέ ‘κλαδιά’ ὅλες τίς «χριστιανικές ὁμολογίες», καθεμιά ἀπό τίς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀληθείας.

Ἄς προστεθεῖ καί ἡ θεωρία τῶν ‘δύο πνευμόνων’, πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καί παπικῶν. Σύμφωνα μ΄ αὐτήν, Ὀρθοδοξία καί παπισμός εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μέ τούς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Γιά νά ἀρχίσει τάχα νά ἀναπνέει ὀρθά καί πάλι, θά πρέπει οἱ δύο πνεύμονες νά συγχρονίσουν τήν ἀναπνοή τους.

Βασική θέση τοῦ Οἰκουμενισμού εἶναι ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ συμπροσευχή μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἤ ἀλλοθρήσκων καί ὅτι ἀπαγορεύεται μόνο ἡ συλλειτουργία μεταξύ τους.

Σκοπός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν εἶναι νά ἀδειάσει τούς ἱερούς Ναούς ἀπό πιστούς˙ ἀντίθετα τούς θέλει ἀσφυκτικά γεμάτους, μόνο πού αὐτοί οἱ «πιστοί» θά ἔχουν ἀλλοιωμένη καί οἰκουμενιστική πίστη καί διδασκαλία.

Στίς μεθόδους, πού χρησιμοποεῖ ὁ Οἰκουμενισμός γιά τήν προσέγγιση τῶν χριστιανῶν, περιλαμβάνεται ὁ δογματικός μινιμαλισμός καί ὁ δογματικός μαξιμαλισμός. Ὅσον ἀφορᾶ στόν δογματικό μινιμαλισμό, πρόκειται γιά μία προσπάθεια νά συρρικνωθοῦν τά δόγματα στά πιό ἀναγκαῖα, σέ ἕνα ‘μίνιμουμ’ (=ἐλάχιστο), προκειμένου νά ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ τῶν «ὁμολογιῶν» καί νά ἐπέλθει ἡ «ἕνωση τῶν χριστιανῶν». Τό ἀποτέλεσμα, ὅμως, εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ὁ ὑποβιβασμός καί ἡ ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του. Ὅσον ἀφορᾶ στόν δογματικό μαξιμαλισμό, ἐννοεῖται ἡ προσπάθεια μερικῶν νά προσθέτουν νέες λέξεις καί ὅρους στό δόγμα, γιά νά ἑρμηνεύεται δῆθεν καλύτερα ἡ πίστη ἤ νά ἐπιδιώκεται μιά νέα εὐρύτερη ἑρμηνεία[8].

Γνήσιο τέκνο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καί ἡ ἐσχάτως ἀναφυεῖσα μεταπατερική ἤ νεοπατερική ἤ συναφειακή αἵρεση.

Ἡ μεταπατερική ἤ νεοπατερική αἵρεση κάνει λόγο γιά τήν ὑπέρβαση, τό ξεπέρασμα, τήν περιθωριοποίηση τοῦ συνόλου τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν ἀντικατάστασή τους ἀπό τούς σημερινούς, συγχρόνους δῆθεν «νέους πατέρες», τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστές. Στόχος αὐτῆς τῆς πατρομαχίας εἶναι ἡ προλείανση τῆς ὁδοῦ πρός τήν ψευδοένωση μέ τούς αἱρετικούς καί τούς ἑτεροδόξους, ἐφόσον πλέον μεταίρονται τά ὅρια, «ἅ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο» μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ὅπως ἐπιτυχῶς ἀποδείχθηκε στό μεγάλο ἐπιστημονικό καί θεολογικό συνέδριο, πού διοργάνωσε πέρισυ τόν Φεβρουάριο τοῦ 2012 ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας μέ θέμα : «Μεταπατερική αἵρεση καί πατερική θεολογία».

Ἡ συναφειακή αἵρεση ἀφορᾶ στήν Ἱεραποστολή καί στόν Εὐαγγελισμό καί νοεῖται ὡς ἡ ἀποφυγή τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν νά ἐμφανισθοῦν, ἐνώπιον τῶν μή χριστιανῶν, ὡς διχασμένες λόγω τῶν δογματικῶν διαφορῶν τους. Γι’αὐτό καί καλοῦνται νά δείξουν ἑνότητα, θέτοντας σέ προτεραιότητα θέματα κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί καταπιέσεως τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Αὐτό, ὅμως, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἡ ἱεραποστολή καί τό κήρυγμα νά στραφοῦν στή διατύπωση τρόπων ἀποκαταστάσεως τῶν κοινωνικῶν ἀδικιῶν καί ὄχι στή μετάδοση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου[9].

Κανείς δέν ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπό τή φύση της εἶναι ἀνοιχτή στό διάλογο. Ὁ Θεός πάντοτε διαλέγεται μέ τόν ἄνθρωπο καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀρνήθηκαν ποτέ τή διαλεκτική ἐπικοινωνία τους μέ τόν κόσμο. Οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας αὐτοσυνειδησία τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό, προσπαθοῦσαν μέ τό διάλογο νά μεταδώσουν τήν ἐμπειρία τῆς ἀληθείας, πού βίωναν. Γι΄ αὐτούς ἡ ἀλήθεια δέν ἦταν ἀντικείμενο ἔρευνας. Δέν τήν ἀναζητοῦσαν, δέν τήν διαπραγματεύονταν, ἁπλά τήν πρόσφεραν. Ἄν ὁ διάλογος δέν ὁδηγοῦσε τούς ἑτερόδοξους στήν ἀπόρριψη τῆς πλάνης τους καί στήν ἀποδοχή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν τόν συνέχιζαν.

Οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι, πού γίνονται μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ, Μονοφυσιτισμοῦ, Ἰσλαμισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ, διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς ἀρχές τῆς διευρυμένης Ἐκκλησίας καί τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Γι΄ αὐτό εἶναι ἄκαρποι. Ἀπόδειξη ὅτι στά ἑκατό σχεδόν χρόνια της διεξαγωγῆς τους δέν ἔχουν προσφέρει τίποτε τό ἀξιόλογο στήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀντίθετα μάλιστα, κατάφεραν νά διχάσουν τούς Ὀρθοδόξους! «Δέν ὑφίσταται μεγαλυτέρα ἐπιτυχία τοῦ δολίου δράκοντος καί αἰσχίστου ἐχθροῦ τῆς ἀληθείας καί τῆς σωτηρίας καί ἀρχαίου πτερνιστοῦ δαίμονος ἀπό τίς ἀνωτέρω τραγικές ἐκδηλώσεις τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ πού μέ τό πρόσχημα τῆς δῆθεν εἰρήνης ἀπομειώνει καί εὐτελίζει πλήρως τήν ἀλήθεια τῆς διά Χριστοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου ἀποκαλύψεως. Μεγαλειωδῶς, ὁ θεῖος Παῦλος «προφητεύει» καί στηλιτεύει τό ὄνειδος καί τό κανονικό ἔγκλημα τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, πού ἀποτελεῖ τήν ἐσχάτη πλάνη καί τόν αἴσχιστο πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου. Δικαιώνονται ἑπομένως πλήρως, ὅσοι διαμαρτύρονται, ἀντιτίθενται καί ὑπέγραψαν καί ὑπογράφουν τήν κατά τοῦ θεηλάτου καί εἰδεχθοῦς καί ἐγκληματικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς δαιμονικῆς αὐτῆς παναιρέσεως, ὁμολογίαν»[10].

Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν σημερινῶν διαλόγων εἶναι τά ἑξῆς :

Α. Ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας.

Β. Ἡ ἔλλειψη εἰλικρίνειας τῶν ἑτεροδόξων.

Γ. Ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας.

Δ. Ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν.

Ε. Ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων.

ΣΤ. Ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας.

Ζ. Ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὄροις.

Η. Ἡ ὑπογραφή κοινῶν ἀντορθοδόξων κειμένων.

Θ. Οἱ συμπροσευχές. Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μέ τήν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν τους κριτηρίων, εἶναι πολύ φυσικό νά συμμετέχουν χωρίς ἀναστολές σέ κοινές μέ τούς ἑτερόδοξους λατρευτικές ἐκδηλώσεις καί συμπροσευχές, πού πραγματοποιοῦνται συχνά στά πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζουν ὅτι μέ τόν οἰκουμενιστικό αὐτό συμπνευματισμό δημιουργεῖται τό κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, πού ἀπαιτεῖται γιά τήν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας. Οἱ ἱεροί Κανόνες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύουν αὐστηρά τίς συμπροσευχές μέ τούς ἑτερόδοξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη μ' ἐμᾶς. Πιστεύουν σ' ἕναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Ὑπενθυμίζεται ὅτι ὁ 45ος κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει ὅτι : «Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον ἀφοριζέσθω, εἰ δε ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω». Τί μᾶς λέει ὁ κανών αὐτός; «Ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος συμπροσευχηθεῖ μόνο, ἀλλά ὄχι καί συλλειτουργήσει μέ αἱρετικούς, ἄς ἀφορίζεται. Ἐάν, ὅμως, ἐπέτρεψε νά ἐνεργήσουν ὁ,τιδήποτε ὡς κληρικοί, νά καθαιρεῖται». Ἡ συμπροσευχή, λοιπόν, ἀπαγορεύεται, ἐπειδή δηλώνει συμμετοχή στήν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καί δίνει σ' αὐτόν τήν ψευδαίσθηση ὅτι δέν βρίσκεται στήν πλάνη, ὀπότε δέν χρειάζεται νά ἐπιστρέψει στήν ἀλήθεια. «Ἡ ἀπροκάλυπτος πασίδηλος καί αὐταπόδεικτος καταπάτησις τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ διά τούς ἀνωτέρω οἰκουμενιστάς ὄνειδος καί πτῶσιν, πού μόνον τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δύναται νά ἀποπλύνη διότι μετ’ ἐπιγνώσεως ἀπεμπολοῦν καί περιφρονοῦν τόν λόγον τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας καί Σωτῆρος τοῦ κόσμου «ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν, οὐ τιμᾶ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν»[11] »[12].

Ι. Ἡ Μυστηριακή Διακοινωνία. Ἄν οἱ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, πολύ περισσότερο ἀποκλείουν τή συμμετοχή μας στά λεγόμενα ἀνυπόστατα "Μυστήριά" τους. Ἡ άντίληψη τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι παράλογη καί ἀπαράδεκτη. Ἡ Ἐκκλησία μας ποτέ δέν θεώρησε τή Θεία Εὐχαριστία ὡς μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητας, ἀλλά πάντοτε ὡς σφραγίδα καί ἐπιστέγασμά της. Ἄλλωστε, τό κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη.

Ἄλλο μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ διαχριστιανική συνεργασία σέ πρακτικούς τομεῖς ἤ ἀλλιῶς ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός. Οἱ οἰκουμενιστές διατείνονται ὅτι τά ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικά, βιοηθικά κ. ἄ.) ὀφείλουν νά μᾶς ἑνώνουν.

Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ΄ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα.

Τά τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστική πολιτική ἀσκεῖται καί μέ τίς ἀνταλλαγές ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξύ τῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἀπό ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς[13].

Σήμερα δυστυχῶς δέν ἐφαρμόζονται οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ἡ στάση αὐτή δεν συνάδει μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι θεσμός Θεοΐδρυτος καί δημοκρατικός. Ἡ στάση αὐτή ἀποδεικνύει ὅτι δέν σεβόμεθα τούς Ἱ. Κανόνες καί τις παρακαταθήκες τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι πολέμησαν τίς αἱρέσεις τραγικώτατο δέ παράδειγμα πρός ἀποφυγήν ἀπορρίψεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός πού κατήντησε παγκόσμιο ἐξαίσιο πτῶμα μέ τίς ἐγκληματικές συμπεριφορές τῶν «λειτουργῶν» του.

Ἡ παραπάνω στάση τῶν οἰκουμενιστῶν καί τά ἀνοίγματά τους στίς οἰκουμενιστικές δραστηριότητες εἶναι ἀπό πάσης πλευρᾶς καταδικαστέα, διότι α) ἀμφισβητοῦν ἔμπρακτα τήν ὀρθοδοξοπατερική μας παράδοση καί Πίστη, β) σπέρνουν τήν ἀμφιβολία στίς καρδιές τοῦ ποιμνίου καί κλονίζουν πολλούς, ὁδηγώντας σέ διαίρεση καί σχίσμα καί γ) παρασύρουν ἕνα μέρος τοῦ ποιμνίου στήν πλάνη καί μέ αὐτήν στόν πνευματικό ὄλεθρο. Οἱ κινούμενοι σ' αὐτήν τήν οἰκουμενιστική ἀνευθυνότητα, ὅποια θέση καί ἄν κατέχουν στόν Ἐκκλησιαστικό Ὀργανισμό, ἀντιτάσσονται στήν παράδοση τῶν Ἅγίων μας καί συνεπῶς βρίσκονται σέ ἀντίθεση μαζί τους.

Γι' αὐτό ἡ στάση τους πρέπει νά καταδικάζεται καί νά ἀπορρίπτεται ἀπό τό σύνολο τῶν Ἱεραρχῶν καί τόν πιστό Λαό[14], ὁ ὁποῖος εἶναι αὐτός πού κρατᾶ, πού σώζει τήν πίστη, σύμφωνα μέ τήν διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848: «Παρ΄ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[15].



Μετά θερμῶν πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ