Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟ (1)

῾Ο τελώνης κι ὁ Φαρισαῖος


ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ


Ι. Πρίν ἀπό δύο ἑβδομάδες ἀκούσαμε τήν εὐαγγελική περικοπή γιά τόν τυφλό Βαρτίμαιο (Λουκ. 18, 35-43), καί τήν περασμένη ἑβδομάδα τῆς ἱστορίας τοῦ Ζακχαίου (Λουκ. 19, 1-10)3.

῾Ο Βαρτίμαιος εἴτε ὑπῆρξε τυφλός ἐκ γενετῆς, εἴτε ἔχασε σέ κάποια στιγμή τῆς ζωῆς του τήν ὅρασή του, καί μαζί μ’ αὐτή ὅλη τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου, τῶν ἀνθρώπινων προσώπων, κάθε πράγματος πού τόν συνέδεε ἄμεσα διά τοῦ κτιστοῦ κόσμου μέ τόν Θεό καί Δημιουργό τοῦ παντός. ῏Ηταν τυφλός. Μιά μέρα, πέρασε δίπλα του ἕνα παράξενο πλῆθος κόσμου· δέν ἦταν τό θορυβῶδες πλῆθος τῶν περαστικῶν, αὐτοί εἶχαν ἕνα κέντρο, καί τό κέντρο τους ἦταν ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο Βαρτίμαιος ἀντιλήφθηκε ὅτι αὐτό τό πλῆθος ἦταν ξεχωριστό καί ρώτησε ποιός ἦταν αὐτός πού τό εἶχε συναρπάσει. Καί τότε, ἄρχισε νά φωνάζει γιά βοήθεια, γιά νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό σκοτάδι του…



Πόσες φορές ὑπήρξαμε ὅλοι μας τυφλοί, ἤ πόσα χρόνια ζήσαμε ὡς τυφλοί; Τυφλοί στήν ἀποκάλυψη ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία μᾶς προσφέρει ἡ Δημιουργία· τυφλοί στήν ὀμορφιά της, ὄχι μέ τήν ἐξωτερική ἔννοια, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς θείας σοφίας καί ὡραιότητας πού ἀκτινοβολεῖ μέσα ἀπ’ αὐτήν. Πόσες φορές κοιτάξαμε πρόσωπα καί παρόλα αὐτά δέν ἀναγνωρίσαμε ὅτι εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔπρεπε νά μᾶς φέρνουν πιό κοντά Του καί ὄχι, ὡς πειρασμοί, νά στέκονται ἀνάμεσα σ’ ᾿Εκεῖνον καί σέ μᾶς. Πόσο συχνά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πέρασε ἀπό δίπλα μας καί δέν πήραμε εἴδηση οὔτε τήν παρουσία Του οὔτε τό πέρασμά Του;


῎Ας στοχαστοῦμε καί ἄς ἀναρωτηθοῦμε ὄχι μόνο πόσες φορές ὑπήρξαμε τυφλοί κατά τό παρελθόν, ἀλλά καί πόσο τυφλοί εἴμαστε τούτη τή στιγμή. ῾Ο Χριστός εἶναι ἀνάμεσά μας. Τό συνειδητοποιοῦμε; ῾Ο Χριστός μᾶς συναντᾶ στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τό συνειδητοποιοῦμε; ῞Ενας ἀπό τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου ἔλεγε «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες τόν Κύριο καί Θεό σου!». ᾿Ακριβῶς! Εἶδες μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μία ἀληθινή εἰκόνα _ φθαρμένη ἴσως, ὅπως τόσες καί τόσες εἰκόνες, βεβηλωμένη ἤ κατεστραμμένη, κάποιες φορές χαλασμένη μέχρι σημείου νά καταντᾶ ἀγνώριστη, ὅμως παρόλα αὐτά, εἶδες μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.


Τήν περασμένη ἑβδομάδα ἀκούσαμε γιά τόν Ζακχαῖο. ῾Ο Ζακχαῖος ξεπέρασε ἕναν ἄλλο πειρασμό, πολύ οἰκεῖο καί σ’ ἐμᾶς, αὐτόν τῆς ματαιοδοξίας. ῾Η ματαιοδοξία συνίσταται στό νά προσκολλώμεθα σέ πράγματα χωρίς ἀξία καί νά προσπαθοῦμε νά ἀντλήσουμε δι’ αὐτῶν τόν θαυμασμό τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τό δικαίωμα νά κρίνουν, καθώς εἶναι καί αὐτοί φυλακισμένοι στήν ἴδια μικρότητα νοῦ καί καρδιᾶς. ῾Η ματαιοδοξία, κατά τόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κλίμακος εἶναι ἀλαζονεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δειλία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων· ἐπιθυμοῦμε νά μήν κριθοῦμε, νά μήν καταδικαστοῦμε, ἀλλά νά μᾶς θαυμάζουν, νά μᾶς ἐπαινοῦν, νά μᾶς ἐπιδοκιμάζουν, ἀκόμη καί γιά πράγματα ἀνάξια ἐπιδοκιμασίας.


Πρότεινα τήν περασμένη ἑβδομάδα νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σ’ αὐτή τή συγκεκριμένη ἁμαρτία μας καί νά ρωτήσουμε τόν ἑαυτό μας· Πόσο ἐξαρτημένος εἶμαι ἀπό τήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, πόσο ἀδιάφορος εἶμαι γιά τήν κρίση τῆς συνειδήσεώς μου καί (πέραν αὐτῆς), δι’ αὐτῆς, γιά τήν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ; Πόσο ἀναζητῶ τήν ἐπιδοκιμασία καί τόν θαυμασμό τῶν ἀνθρώπων γιά πράγματα πού εἶναι ἀνάξιά μου, πόσο μᾶλλον γιά τόν Θεό;


Σήμερα ἔχουμε μπροστά μας μιά τρίτη εἰκόνα· ἀκούσαμε τήν ἱστορία τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη (Λουκ. 18, 10-14). ῾Ο Τελώνης εἶχε ἐπίγνωση ὅτι ἦταν ἀνάξιος νά παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί νά γίνεται δεκτός στή συντροφιά ἀξιοσέβαστων ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁ Θεός θά ἐπιδοκίμαζε. ῏Ηρθε μέχρι τή θύρα τοῦ Ναοῦ ἀλλά δέν μποροῦσε νά διαβεῖ τό κατώφλι, διότι γνώριζε ὅτι σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τόν λερωμένο, τόν μολυσμένο καί βεβηλωμένο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ἀπό τό αἷμα καί τό κακό σέ ὅλες του τίς μορφές, ὁ Ναός ἦταν χῶρος ἀφιερωμένος μόνο στόν Θεό. ῞Ολος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τά λόγια τοῦ Σατανᾶ κατά τούς πειρασμούς τοῦ Χριστοῦ, «ἐμοί παραδέδοται». ᾿Αλλά ὁ Ναός εἶναι ἕνας χῶρος τόν ὁποῖο ἄνθρωποι μέ πίστη _ἀδύναμοι ἀσφαλῶς, ἀλλά μέ πίστη στόν Θεό_ ἀπέκοψαν ἀπό τό βασίλειο αὐτό τοῦ τρόμου γιά νά ἀποτελεῖ μία θέα τῆς θείας ὡραιότητας, κατοικητήριο τοῦ ῾Ενός πού δέν ἔχει «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ», σ’ ἕνα κόσμο πού ἐκλάπη ἀπό Αὐτόν καί ἔχει παραδοθεῖ στά χέρια τοῦ ᾿Αντιδίκου.


Καθώς ὁ Τελώνης στεκόταν στό κατώφλι ἤξερε ὅτι ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ κακοῦ, καί δέν εἶχε πρόσβαση στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ. ῾Ωστόσο, ἔνιωθε τή διαφορά, ἔνιωθε τρόμο γιά τόν ἑαυτό του καί μία λατρευτική στάση γεννιόταν μέσα του ἀπέναντι στόν θεϊκό αὐτό χῶρο. ῎Ετυπτε τό στῆθος του καί ζητοῦσε ἔλεος, ἐπειδή γιά τίποτε ἄλλο δέν μποροῦσε νά ἐλπίζει οὔτε σέ τίποτε ἄλλο νά ὑπολογίζει.


Καί ὁ Φαρισαῖος στεκόταν ἀκριβῶς στό μέσον τοῦ Ναοῦ· εἶχε μπεῖ καί εἶχε λάβει θέση ἐκεῖ ὡς κάποιος πού εἶχε κάθε δικαίωμα νά στέκεται στόν τόπο αὐτό. Γιατί; ῎Οχι ἐπειδή εἶχε καθαρή καρδιά, ἀλλά ἐπειδή εἶχε τηρήσει κάθε ἕναν ἀπό τούς τύπους πού εἶχε καθιερώσει ἡ Συναγωγή, ὅπως πολλοί ἀπό μᾶς τηροῦν τούς ἐξωτερικούς κανόνες τῆς ζωῆς, χωρίς αὐτοί νά διεισδύουν οὔτε κἄν μέσα ἀπό τό δέρμα μας, χωρίς νά φθάνουν στήν καρδιά μας, χωρίς νά ἀναμορφώνουν οὔτε νά νοηματοδοτοῦν τίς σκέψεις μας.


῎Εχουμε λοιπόν καί πάλι μπροστά μας δύο ἄνδρες καί ὁ Χριστός μᾶς ρωτᾶ· ᾿Εσύ ποιός εἶσαι; ῎Εχεις βαθιά ἐπίγνωση τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ, ἀναγνωρίζεις ὅτι δέν ὑπάρχει πρόσβαση σ’ Αὐτόν παρά μόνον ἄν ᾿Εκεῖνος θελήσει νά σκύψει πρός ἐμᾶς, γιά νά μᾶς χαρίσει τήν ἴαση καί τή σωτηρία; ῎Η μήπως εἴμαστε σάν τόν Φαρισαῖο πού θά πεῖ στόν Θεό, ἤ μᾶλλον θά Τοῦ πετάξει κατάμουτρα, «῞Οσα ζήτησες, τά ἔχω πράξει. Τί ἄλλο μπορεῖ νά θέλεις ἀπό μένα;». Δέν εἴμαστε τόσο ἀλαζόνες γιατί δέν ἔχουμε κἄν τό κουράγιο νά εἴμαστε ἀλαζόνες ὅπως ὁ Φαρισαῖος, οὔτε ἔχουμε τή θαρραλέα σταθερότητα νά εἴμαστε τόσο ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ Νόμου ὅπως ἐκεῖνος.


῎Ας ρωτήσουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας· Μιμούμαστε τόν Φαρισαῖο στίς πράξεις, τηρώντας ὅλα τά διατεταγμένα τῆς χριστιανικῆς μας πίστης; Καί πέραν αὐτοῦ, ἐπιτρέπουμε στήν πίστη μας νά μεταμορφώνει τίς καρδιές μας, νά ρυθμίζει τή θέλησή μας, νά φωτίζει τή διάνοιά μας;


Τό εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς ἀναθέτει αὐτό τό καθῆκον. ῎Ας τό σκεφθοῦμε. Θά ἀποτελέσει ἕνα ἀκόμη βῆμα στήν κριτική τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὥστε νά μήν καταδικαστοῦμε.


ΙΙ.


Πόσο σύντομη καί γνωστή ἡ σημερινή παραβολή, καί ὅμως, τό μήνυμά της ἠχηρό, γεμάτο πρόκληση…


Κι ἀποδεικνύεται ἠχηρό σέ κάθε του λέξη· δύο ἄντρες μπαίνουν μέσα στόν Ναό σ’ ἕνα κόσμο χαμένο γιά τόν Θεό, ὁ ἱερός χῶρος τοῦ Ναοῦ, ἀνήκει ἀποκλειστικά σ’ Αὐτόν, εἶναι τό δικό Του ἱερό Βασίλειο. ῾Ο ἕνας ἀπ’ τούς ἄντρες προχωρεῖ τολμηρός στό ἐσωτερικό, καί παίρνει θέση μπροστά στόν Θεό· ὁ ἄλλος ἔρχεται, ἀλλά δέν τολμᾶ κἄν νά διαβεῖ τό κατώφλι• εἶναι ἁμαρτωλός, καί ὁ τόπος εἶναι ἅγιος, ὅπως ἐκεῖνος γύρω ἀπό τήν Καιομένη Βάτο, στήν ἔρημο, ὅπου ὁ Μωυσῆς δέν μποροῦσε νά εἰσέλθει χωρίς νά βγάλει τά ὑποδήματά του, δηλαδή χωρίς νά διακατέχεται ἀπό λατρεία καί φόβο Θεοῦ.


Καί πόση διαφορά στά λόγια τους! ῾Ο Φαρισαῖος ἐμφανῶς δοξάζει τόν Θεό, Τόν ὑμνεῖ, ἀλλά γιά ποιό πράγμα; Μά, διότι ἔφτιαξε ἕναν ἄνθρωπο σάν κι αὐτόν, τόσο ἅγιο, τόσο ἄξιό Του· ἕναν ἄνθρωπο πού ὄχι μόνο τηρεῖ ὅλες τίς διατάξεις τοῦ Νόμου, ἀλλά προχωρεῖ καί πέραν αὐτῶν, πέραν ὅσων ὁ Θεός ἐντέλλεται καί ἀναμένει ἀπό τόν ἄνθρωπο. Πράγματι, στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντάς Τον, ἐπειδή αὐτός, ὁ Φαρισαῖος, εἶναι τόσο θαυμάσιος, ὥστε ἀποτελεῖ τή δόξα καί τή λαμπρότητα καί τήν ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ.


῾Ο Τελώνης δέν τολμᾶ νά μπεῖ στόν ἱερό χῶρο τοῦ Θεοῦ.


Καί ἡ παραβολή εἶναι σαφής· ἐκεῖνος πού ἦρθε καί στάθηκε συντετριμμένος, γεμάτος ντροπή γιά τόν ἑαυτό του, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά μπεῖ στόν ἱερό αὐτό χῶρο, ἐπιστρέφει στόν οἶκο του συγχωρημένος, ἀγαπώμενος, συνοδευόμενος οὐσιαστικά ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς καί ὁ ὁποῖος στέκεται δίπλα σέ κάθε ἕναν πού Τόν ἔχει ἀνάγκη, καί πού ἀναγνωρίζει πόσο χρειάζεται τή σωτηρία.


῾Ο Φαρισαῖος πηγαίνει καί αὐτός στό σπίτι του, εἶναι ὅμως λιγότερο συγχωρημένος· ἡ δική του σχέση μέ τόν Θεό δέν εἶναι ἡ ἴδια· στό κέντρο της εἶναι αὐτός, ὁ Θεός κινεῖται στήν περιφέρειά της. ῾Ο Φαρισαῖος εἶναι στόν πυρήνα τῶν πραγμάτων, ὁ Θεός εἶναι ὑποχείριός του. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα ἔχει κάνει δέν ἔχουν ἀξία· ἁπλῶς σημαίνει πώς σέ ὅ,τι τόν ἀφορᾶ, οἱ καλές του πράξεις δέν ἔχουν ἀποφέρει καρπούς ἁγιότητας μέσα του. Οἱ πράξεις ἦταν καλές, ἀλλά λεκιασμένες, δηλητηριασμένες ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν αὐτό-δικαίωση· ἡ ὀμορφιά τους ἀμαυρώθηκε, διότι δέν ἀπευθύνονταν οὔτε πρός τόν Θεό οὔτε πρός τόν συνάνθρωπό του, ἦταν στραμμένες πρός τόν ἑαυτό του. Καί ὁ Κύριος μᾶς λέει ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ἀπογύμνωσε αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τοῦ ἀφαίρεσε τούς καρπούς τῶν καλῶν του ἔργων, τούς καρπούς τῆς ἐξωστρεφοῦς πιστότητάς του στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι μόνο ἡ ταπείνωση θά μποροῦσε νά εἶχε νοηματοδοτήσει καί αὐτόν καί τά ἔργα του, μόνο αὐτή θά μποροῦσε νά μετασχηματίσει τίς πράξεις του σέ ζωή, σέ ὕδωρ ζωῆς αἰωνίου.


Μά τότε τίθεται ἐνώπιόν μας τό ἐρώτημα· πῶς μποροῦμε νά μάθουμε ἔστω κάτι γιά τήν ταπεινοφροσύνη, ἄν αὐτή εἶναι ὁ ἀπόλυτος ὅρος προκειμένου νά μή ἔχουμε τήν τύχη τῆς ξηρανθείσης συκῆς, ἀλλά νά εἴμαστε καρποφόροι, νά εἴμαστε ἡ πλούσια σοδειά ἀπό τήν ὁποία θά τρέφονται οἱ ἄνθρωποι;


Δέν ξέρω πῶς θά μπορούσαμε νά κινηθοῦμε μέ μιᾶς ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τή ματαιδοξία πρός τήν ταπείνωση· ἴσως μόνο ἄν συμβεῖ κάτι τόσο τραγικό στή ζωή μας καί στερηθοῦμε ἐντελῶς ὅλα ἐκεῖνα πού στήριζαν τήν ἁμαρτωλή, καταστροφική, ἄκαρπη κατάστασή μας. ῞Ενα πράγμα μποροῦμε νά κάνουμε· ὅσα χαρίσματα κι ἄν νομίζουμε ὅτι κατέχουμε, ψυχικά, διανοητικά καί σωματικά, ὅσο γόνιμες κι ἄν βρίσκουμε τίς πράξεις μας, νά θυμόμαστε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου· ῎Ω, ἄνθρωπε, τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;… Καί πραγματικά, ἀπηχοῦν τά λόγια τοῦ Κυρίου, στόν πρῶτο Μακαρισμό, ἐκεῖνον πού ἀνοίγει τή θύρα σέ ὅλους τούς ἄλλους Μακαρισμούς καί πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς κατανόησης· «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι», μακάριοι ὅσοι κατανοοῦν, ὄχι μόνο μέ τή διάνοιά τους (πάντως σίγουρα τουλάχιστον μ’ αὐτή) ὅτι δέν εἶναι τίποτε καί δέν κατέχουν τίποτε πού νά μήν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.


Κληθήκαμε στή ζωή ἐκ τοῦ μηδενός, χωρίς νά χρειαστεῖ ἡ συμμετοχή μας· ἡ ἴδια μας ἡ ὕπαρξη εἶναι ἕνα δῶρο! Μᾶς δόθηκε ἡ ζωή, τήν ὁποία ἐμεῖς δέν μπορούσαμε νά δημιουργήσουμε, δέν μπορούσαμε νά δωρήσουμε στόν ἑαυτό μας! Μᾶς δόθηκε ἡ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, καθώς καί μία ὄντως βαθύτερη, ἐκ τοῦ σύνεγγυς, γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅλα δωρεάν! Καί στή συνέχεια, ὅ,τι εἴμαστε εἶναι δικό Του δῶρο· τό σῶμα μας, ἡ καρδιά, ἡ διάνοια, ἡ ψυχή, τί ἐξουσία ἔχουμε ἐπάνω τους, ἐάν ὁ Θεός πάψει νά τά συντηρεῖ; ῞Ενα ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο ἀρκεῖ, καί τή μεγαλύτερη εὐφυΐα τήν καταπίνει τό σκοτάδι. ῾Υπάρχουν στιγμές πού πρέπει νά δώσουμε λίγη ἀγάπη καί συμπάθεια καί ἀνακαλύπτουμε ὅτι οἱ καρδιές μας εἶναι ἀπό πέτρα ἤ ἀπό πάγο… Θέλουμε νά κάνουμε τό καλό καί δέν μποροῦμε· τό γνώριζε αὐτό ὁ ᾿Απόστολος ὅταν ἔλεγε «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. 7, 19). Καί τό σῶμα μας ἀπό πόσα πράγματα ἐξαρτᾶται!


Καί τί νά ποῦμε γιά τίς σχέσεις μας, γιά τή φιλία πού μᾶς προσφέρεται, τήν ἀγάπη πού μᾶς κρατᾶ ζωντανούς, τήν ἀδελφοσύνη, ὅ,τι εἴμαστε κι ὅ,τι ἔχουμε μᾶς ἔχει δοθεῖ. Ποιά εἶναι ἡ ἑπόμενη κίνηση; Δέν εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη; ᾿Αντί νά στραφοῦμε πρός τόν Θεό ὡς φαρισαῖοι, ἐπαινώντας τόν ἑαυτό μας γι’ αὐτό πού εἴμαστε καί ξεχνώντας ὅτι ὅλα εἶναι δικά Του, ἄς στραφοῦμε πρός Αὐτόν λέγοντας· ῎Ω, Κύριε, ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα πού προέρχονται ἀπό Σένα· ὅλη αὐτή ἡ ὀμορφιά, ἡ εὐφυΐα, ἡ εὐαίσθητη καρδιά, ὅλες οἱ συγκυρίες τῆς ζωῆς εἶναι δῶρο. Δῶρο εἶναι ἀκόμη καί ἐκεῖνες πού μᾶς τρομάζουν, διότι ὁ Θεός μᾶς λέει· «Σέ ἐμπιστεύομαι ἀρκετά, τόσο ὥστε νά σέ στείλω στό σκοτάδι γιά νά φέρεις τό φῶς! Σέ στέλνω μέσα στή διαφθορά γιά νά γίνεις τό ἅλας πού ἀνακόπτει τή φθορά! Σέ στέλνω ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει ἐλπίδα, γιά νά κομίσεις ἐλπίδα, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει χαρά γιά νά γίνεις πρόξενος χαρᾶς, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει ἀγάπη, γιά νά γίνεις φορέας ἀγάπης… Καί θά μπορούσαμε νά συνεχίσουμε ἐπ’ ἄπειρον, βλέποντας ὅτι ὅταν μᾶς στέλνει στό σκοτάδι, τό κάνει γιά νά μαρτυρήσουμε τήν παρουσία καί τή ζωή τοῦ Θεοῦ, τό κάνει γιατί μᾶς ἔχει ἐμπιστοσύνη, πιστεύει σ’ ἐμᾶς, ἐλπίζει γιά μᾶς τό καλύτερο· δέν ἀρκεῖ αὐτό γιά νά Τοῦ εἴμαστε εὐγνώμονες;


Εὐγνωμοσύνη ὅμως δέν εἶναι ἕνα κρύο εὐχαριστῶ· εὐγνωμοσύνη σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦμε νά Τόν κάνουμε νά δεῖ πώς ὅσα μᾶς ἔδωσε δέν πῆγαν χαμένα, ὅτι δέν ἐνανθρώπησε, δέν ἔζησε καί πέθανε ἄδικα· εὐγνωμοσύνη σημαίνει μιά ζωή πού θά μποροῦσε νά δώσει χαρά στόν Θεό· νά ἡ πρόκληση τῆς συγκεκριμένης αὐτῆς παραβολῆς…


Ναί, τό ἰδεῶδες γιά μᾶς θά ἦταν νά εἴμαστε ταπεινοί, ἀλλά τί εἶναι ἡ ταπείνωση; Ποιός ἀπό μᾶς ξέρει, καί ἄν ξέρει, ποιός μπορεῖ νά τό μεταφέρει σ’ ἐκεῖνον πού δέν ξέρει; Τήν εὐγνωμοσύνη ὅμως ὅλοι τή γνωρίζουμε· γνωρίζουμε μικρούς τρόπους, καί μικρές πτυχές της! ῎Ας στοχαστοῦμε πάνω σ’ αὐτή καί, μέσα σέ μία πράξη εὐγνωμοσύνης, ἄς ἀναγνωρίσουμε ὅτι δέν ἔχουμε δικαίωμα νά βρισκόμαστε στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ, κι ὅμως ᾿Εκεῖνος μᾶς ἐπιτρέπει νά εἰσέλθουμε! Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του, οὔτε μέ τήν προσευχή οὔτε μέ τό Μυστήριο, κι ὅμως ᾿Εκεῖνος μᾶς καλεῖ σέ κοινωνία! Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά εἴμαστε παιδιά Του, νά εἴμαστε ἀδελφοί καί ἀδελφές τοῦ Χριστοῦ, νά εἴμαστε κατοικητήριο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, κι ὅμως ᾿Εκεῖνος, μέ μιά κίνηση ἀγάπης, μᾶς τά παραχωρεῖ ὅλα!


῎Ας ἀναλογιστεῖ ὁ καθένας μας κι ἄς ἀναρωτηθεῖ· μέ ποιόν τρόπο μπορῶ νά Τοῦ εἶμαι εὐγνώμων, ἔτσι ὥστε ὁ Θεός νά εὐφραίνεται ὅτι δέν μᾶς γέμισε μέ τά δῶρα Του μάταια, δέν ἐνανθρώπησε καί πέθανε γιά μᾶς ἄδικα, ὅτι τό μήνυμα τό ἔχουμε λάβει. Κι ὅταν ἡ εὐγνωμοσύνη μας βαθύνει, ἐκεῖ στό βάθος της, θά συντριβοῦμε, θά λατρεύσουμε τόν Κύριο καί θά μάθουμε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ταπείνωση, δέν εἶναι ὑποβάθμιση ἀλλά λατρεία, ἐπίγνωση ὅτι Αὐτός εἶναι ὅλα ὅσα ἔχουμε καί ὅ,τι εἴμαστε καί ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἀνοιχτοί ἀπέναντί Του, ὅπως ἡ εὔφορη γῆ εἶναι ἕτοιμη νά δεχτεῖ τό ἀλέτρι, τή σπορά, τό ἡλιοφῶς, τή βροχή, τό καθετί πού θά φέρει καρποφορία.


Ἀπό το βιβλίο:

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡίΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, πορεία ἀπό τό τριώδιο στήν ἀνάσταση

Ἐκδ. «Ἐν πλῷ»