Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

ΑΟΡΑΤΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Εδώ και διακόσια περίπου χρόνια κυκλοφορούσε στο Άγιον Όρος η φήμη για την ύπαρξη των αόρατων μοναχών ή γυμνοί ασκητές, ή αόρατοι ασκητές, ή θαυματουργοί ασκητές, ασκητές που εμφανίζονται όποτε και όπου θέλουν, μοναχοί που ζούνε από το τίποτα, με τις πιο δύσκολες συνθήκες, καλόγεροι που χάνονται στο βάθος του χρόνου, που έχουν το μυστήριο και τη θεία χάρη να τους συνοδεύει σε όλη τους τη ζωή, που τρέφονται όπως τα περιστέρια του ουρανού από τη θεία ευσπλαχνία, που έχουν τη δύναμη να διαβάζουν τον προσκυνητή και να ξέρουν περισσότερα γι’ αυτόν από ότι οι ίδιος γνωρίζει για τον εαυτό του, όπως αναφέρεται είναι: Μια ομάδα ασκητών τον αριθμό επτά, η δώδεκα, η εννέα, που ζουν με άκρα άσκηση με μοναδικό έργο την αδιάλειπτον προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί, να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων.

Σύμφωνα με την παράδοση αυτοί οι δώδεκα, ή επτά ερημίτες, μοναχοί, άγιοι, θα επιτελέσουν την τελευταία θεία λειτουργία στην κορυφή του Άθωνα, στον ναό της Μεταμορφώσεως που βρίσκεται στην περιοχή αυτή. Και μετά θα έλθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία όπως την περιγράφει η Βίβλος. Αυτοί οι αόρατοι μοναχοί της έσχατης γενιάς, δεν θα γευτούν τον φυσικό θάνατο αλλά θα μεταμορφωθούν, δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή ανθρώπων.

Ο τίτλος αυτός, δηλαδή αόρατοι μοναχοί, ή αόρατοι ερημίτες, έχει δυο έννοιες και δυο ερμηνείες. Η μια εις το ότι οι ερημίτες αυτοί έχουν την μυστηριώδη χάρη από τον Θεό να είναι αόρατοι και να ζουν μυστηριώδη ζωή και η άλλη εις το ότι οι ερημίτες αυτοί του Άθωνα είναι αφανείς και αόρατοι από τους ανθρώπους, δια το λόγον ότι είναι κρυμμένοι και οι τόποι που κατοικούν είναι τόσο απόμεροι και απρόσιτοι που είναι σχεδόν παντελώς αδύνατον να τους συναντήσουν ή έστω να τούς αντικρύσουν οι άνθρωποι. Τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν, στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και κρέμονται από δοκάρια. Όταν πεθάνει κάποιος από αυτούς, έρχονται σε επαφή με κάποιον άλλον ενάρετο από τους αγιορείτες μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά.

Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩ

Υπάρχει μια περιοχή του Αγίου Όρους που εκτείνεται στο νότιο άκρο από την Σκήτη μικρά Αγία Άννα μέχρι την Σκήτη της Γλώσσας, ή Προβάτα, μια πολύ μεγάλη έκταση γεμάτη δέντρα και πυκνά δάση. Αυτή η περιοχή λέγετε έρημος του Άθω. Σε αυτή την περιοχή λέγεται ότι ζούνε εδώ και αιώνες οι αόρατοι μοναχοί. Όπως αναφέρεται, κατά καιρούς κάνουν την εμφάνισή τους σε πολύ λίγους κατοίκους της περιοχής αυτής, σεβάσμιοι στην όψη αποσκελετωμένοι ασκητές. Κατά κοινή ομολογία είναι τελείως γυμνοί από ενδύματα υλικά, αλλά καλύπτονται από την χάρη του θεού. Μια πρώτη πολύ γνωστή μαρτυρία γι’ αυτό το θέμα υπήρξε σε ένα αγιορείτικο περιοδικό που κυκλοφορούσε προπολεμικά με τον τίτλο, «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη». Στο περιοδικό αυτό που κυκλοφορούσε από το 1930 μέχρι το 1938, ένας γιατρός, ο Σπυρίδων, μετέπειτα μεγαλόσχημος μοναχός Αθανάσιος Καμπανάου, αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, έγραψε για πρώτη φορά για τους γυμνούς και χωρίς κατοικία αυτούς μοναχούς ότι : «πολλά πράγματα γνωρίζει το τα απάντα εφορών όμμα περί δεν των αοίκων που βρίσκονται στα Κρύα Νερά τι να είπω, το πανέφορον όμμα ξέρει την πολιτεία τους».

Κάποιος άλλος πατέρας, ο πατήρ Γεράσιμος ή μοναχός Μενάγιας, χημικός στην κοσμική του ζωή που στη συνέχεια παράτησε καριέρες και επιστημονικές έρευνες και έγινε ησυχαστής και κάτοικος της ερήμου του Αγίου Βασιλείου, είχε αδελφική φιλία με τον γιατρό της Λαύρας, Αθανάσιο Καμπανάου. Όταν είδε να δημοσιεύει αυτά τα πράγματα στο περιοδικό «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη», τον βρήκε και του έκανε σύσταση και παρατήρηση να μην κάνει τέτοιες δημοσιεύσεις και να μην γράφει πράγματα αμάρτυρα τα οποία πιθανόν να προκαλέσουν δυσπιστίες και γέλωτες σε βάρος της μοναχικής πολιτείας του Αγίου Όρους. Στις παρατηρήσεις αυτές, ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος απάντησε με το γνωστό ήρεμο ύφος του : «-Καλέ μου άνθρωπε και αγαπητέ μου αδελφέ, δεν μπορώ να μην γράψω και να μην δημοσιεύσω αυτά τα οποία ήρθε αυτόπτης μάρτυρας και μου είπε ότι ήθελε να δημοσιευτούν γιατί θα άρρωστήσω και θα πεθάνω». Ο ανθρώπους αυτός ήταν ο Γέρων Αντώνιος από τον Άγιο Πέτρο. Στον άνθρωπο αυτό οι αόρατοι ασκητές είχαν εμφανιστεί και του ζήτησαν να πάει και να πει στον γιατρό ότι σε λίγο θα αρρωστήσει και θα πεθάνει και γι’ αυτό θα πρέπει να ετοιμαστεί. Και πράγματι ο Γέρο Αντώνιος πήγε και αφού συνάντησε τον γιατρό του είπε αυτά που του είχαν πει οι αόρατοι ασκητές. Στη συνέχεια του έδειξε ένα σταυρό ξύλινο τον οποίο του τον είχαν δώσει οι ασκητές. Σε αυτόν τον σταυρό επάνω ήταν σκαλισμένα τα γράμματα «Μακάριος Ιερομόναχος». Μετά από λίγο καιρό ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος, αρρώστησε βαριά και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, (+1940), αφού πρώτα όμως αποκάλυψε και δημοσίευσε την αλήθεια, ότι υπάρχουν και περιφέρονται από τόπο εις τόπο στην Έρημο του Άθω, οι άγιοι αυτοί Ασκητές και Μοναχοί.

ΠΑΤΗΡ ΠΑΪΣΙΟΣ



Ο ιερομόναχος Αθανάσιος Σιμονοπετρίτης βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια στο Άγιον Όρος και ήδη από την δεκαετία του εβδομήντα είχε γνωρίσει τον πατέρα Παΐσιο. Τότε ήταν αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητας και κάθε απόγευμα συνήθιζε να κατεβαίνει στο κελί του πατρός Παϊσίου με τον οποίο είχε πολλές και ενδιαφέρουσες συνομιλίες. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις με τον γέροντα έγινε μεταξύ τους η παρακάτω ενδιαφέρουσα συζήτηση. Συγκεκριμένα, όπως διηγείται ο πατήρ Αθανάσιος: «Μια φορά, το 1978, την ημέρα του Πάσχα, πήγα με ένα φωτογράφο στον πατέρα Παΐσιο. Ήταν μόνος του και χάρηκε πολύ που μας είδε.

–Έβαψα αυγά, είπε και δεν είχα πελατεία, ελάτε να κεραστείτε. Την περίοδο εκείνη ο γέροντας Παΐσιος δεν ήταν ακόμα πολύ γνωστός. Αφού καθίσαμε και συζητήσαμε, πριν σκοτεινιάσει του ζήτησα ευλογία και του είπα.

–Άντε γέροντα να πηγαίνουμε πριν σκοτεινιάσει γιατί δεν έχουμε φακό και μπορεί να χτυπήσουμε κάπου. Αυτός τότε μου είπε.

–Καθίστε λίγο ακόμα, έκανα αμάν να δω κάποιον επισκέπτη. Βέβαια δεν είχε ανάγκη από επισκέπτες ο γέροντας. Καθίσαμε πάλι και τότε τον ρώτησα, (όπου Α ο πατήρ Αθανάσιος όπου Π ο πατήρ Παΐσιος),

Α.–Γέροντα πήγα προχτές στην Αγία Άννα και στην μικρή Αγία Άννα και άκουσα να λένε εκεί για τους γυμνούς ασκητές,

Π.–Ε, τι θες να σου πω;

Α.-Ε γέροντα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν;

Π.-Εσύ τι λες υπάρχουν;

Α.-Ε γέροντα αφού υπήρχαν παλιά γιατί να μην υπάρχουν και σήμερα; Σκέφτηκε λιγάκι και μετά μου είπε,

Π.– Όταν σε ρωτάνε να λες πως υπάρχουν.

Α.-Πόσοι είναι γέροντα; Στην αγία Άννα άκουσα πως είναι δώδεκα στην μικρή αγία Άννα ότι είναι εννέα.

Π.-Δεν είναι ούτε δώδεκα ούτε εννέα.

Α.-Ε πόσοι είναι;

Π.–Εφτά.

Α.-Και που βρίσκονται;

Π.-Γυρίζουν στον Άθωνα.

Α.-Και πώς συμπληρώνεται ο αριθμός τους όταν κάποιος πεθάνει;

Π.-Ξέρουν αυτοί. Όταν κάποιος πεθάνει ξέρουν πού θα βρούνε τον κατάλληλο που μπορεί να αντέξει τις ασκήσεις τους και τον παίρνουν μαζί τους.

Α.-Και μπορεί να τους δει ο καθένας;

Π.-Α όχι! Έχουν την χάρη να κάνουν προσευχή και να γίνονται αόρατοι. Μπορεί να είναι μπροστά σου και εσύ να μην τους βλέπεις.

(Σημ.προσκυνητού:Α, Αυτό πράγματι είναι αλήθεια. Εγώ έχω τέσσερις μαρτυρίες από προσκυνητές που δεν έβλεπαν τον πατέρα Παΐσιο ενώ εκείνος ήταν δίπλα τους και τους εμφανίστηκε τελείως ξαφνικά από το πουθενά.)

Α.-Θέλω να μου πεις τι τρώνε.

Π.-Δύσκολο για τον Θεό είναι να τους ταΐσει; Αυτοί βρίσκονται γυμνοί στα χιόνια το τι τρώνε είναι το λιγότερο. Άντε τώρα πρέπει να φύγετε.

Α.-Να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο.

Π.-Ε, άντε λέγε.

Α.-Εσύ τους έχει δει, τους γνωρίζεις;

Π.-Ε ευλογημένε τι περιέργεια είναι αυτή;

Α.-Κοίταξε γέροντα μπορεί να πεθάνω εγώ πρώτος, ή μπορεί να πεθάνεις εσύ πρώτος. Αν πεθάνω εγώ δεν θα υπάρχει κάποιος να λέει ότι ο πατέρας Παΐσιος τους ξέρει, αν εσύ πεθάνεις πρώτος, το παίρνεις μαζί σου. Γέλασε.

Π.-Κοίταξε να σου πω, ξέρω μόνο τους τέσσερις. Κάθε πέντε χρόνια έχω ραντεβού. Να, σε λίγο καιρό θα έρθει κάποιος παπάς Σεραφείμ να κουβεντιάσουμε. Αλλά κοίταξε, είπε κοιτάζοντας κάπου αφηρημένα. –Υπάρχει μεγαλύτερη κατάσταση στο άγιον Όρος.

Α.-Μεγαλύτερη; τι μεγαλύτερη;

Π.-Θες να σου πω τώρα; θα σου στρίψει η βίδα σου και θα καταλήξεις στον Λεμπέτη.

(Σε μια άλλη μαρτυρία, λέει πως το 1950 όταν ο Γέρνοντας Παΐσιος είχε πάει στο Άγιον Όρος για πρώτη φορά γυρνούσε στα μοναστήρια και στις Σκήτες του Άθωνα για να βρει αγίους και ενάρετους Μοναχούς και Ασκητές και να ωφεληθεί πνευματικά και για να υποταχτεί σε κάποιον από αυτούς. Μια μέρα πεζοπορώντας από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων για να πάει στην Σκήτη της Αγίας Άννας, έχασε τον δρόμο του και μετά την Κερασιά αντί να πάει ίσια στο μονοπάτι, εκεί που είναι η διασταύρωση και η βρύση, έστριψε δεξιά προς το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί προς τον Άθωνα. Όταν περπάτησε αρκετά και κατάλαβε ότι χάθηκε διότι είχε αρχίσει να ανεβαίνει πολύ ψηλά, ανησύχησε για το τι πρέπει να κάνει. Κάθισε τότε και προσευχήθηκε στην Παναγία για να τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο του προς την Αγία Άννα. Εκεί που προσευχόταν βλέπει ξαφνικά ένα άγνωστο αναχωρητή ο οποίος τον πλησίασε και του λέγει. –Δεν είναι αυτός ο δρόμος που οδηγεί στην Αγία Άννα. Να πας κάτω αρκετά εκεί που βρήκες την διασταύρωση που είναι το νερό και να πάρεις το μονοπάτι στα δεξιά σου και θα σε βγάλει στην Αγία Άννα. Αφού τον ευχαρίστησε ο Γέροντας Παΐσιος τον ρώτησε πού μένει. Ο αναχωρητής τότε του έδειξε τον Άθωνα και του απάντησε – Να εδώ πιο πάνω. Όπως αναφέρει ο Γέροντα Παΐσιος το φόρεμα του αγνώστου αυτού αναχωρητή ήταν ξεθωριασμένο σαν καραβόπανο και η ομιλία του και όλη όψη του έδειχναν ότι δεν είχε επαφές με άλλους ανθρώπους. Ο ντορβάς του και το ζωστικό του ήταν μπαλωμένα αλλού με κλωστή και αλλού με άγριους θάμνους που λέγονται σπαρτά. Φαίνονταν ηλικίας εβδομήντα χρονών περίπου. Το δε ύφος ήταν σεβάσμιο και το πρόσωπο του ακτινοβολούσε και φαίνονταν σαν άγιος.Όταν αργότερα συναντήθηκε με ενάρετους αγιορείτες Γέροντες και τους διηγήθηκε για τον ανώνυμο αναχωρητή που συνάντησε, του είπαν ότι το πιθανότερο αυτός ο άγνωστος αναχωρητής ήταν ένας από τους 12, κατά άλλους 7 ,αφανείς αναχωρητές του Αγίου Όρους, δηλαδή τους αόρατους μοναχούς του Άθωνα.

ΜΙΑ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Συνήθως όταν κάποιος πάει στο Άγιον Όρος το κάνει για τρεις κυρίως λόγους: 1) γιατί έχει ένα σοβαρό πρόβλημα, συνήθως υγείας, γι’ αυτόν ή για κάποιο στενό συγγενικό του πρόσωπο με την ελπίδα να βρει κάποιον σοφό γέροντα με την ικανότητα να τον βοηθήσει, 2)για τουριστικούς λόγους, να δει επιτέλους και να γνωρίσει τι είναι αυτό το περίφημο Άγιον Όρος για το οποίο μιλάνε σε όλο τον κόσμο και το επισκέπτονται πρόεδροι, βασιλείς και πρωθυπουργοί, (όρα Κάρολος, βασιλιάς της Αγγλίας, Βλαδίμηρος Πούτιν της Ρωσίας, κ. α. 3)για καθαρά πνευματικούς λόγους. Στην περίπτωση αυτή συνήθως πηγαίνει συστημένος και στις περισσότερες περιπτώσεις για να συναντήσει τον πνευματικό του καθοδηγητή, τον πνευματικό του πατέρα με τον οποίο θα συζητήσουν διάφορα ζητήματα πνευματικά μέχρι και κοινωνικά που άπτονται της προσωπικής τους ζωής. Υπάρχει και ένας τελευταίος λόγος για κάποιους που ζητάνε μια ξεχωριστή εμπειρία.

Όμως το Άγιον Όρος δεν «αποκαλύπτεται» παρά μόνο σε λίγους. Το περίεργο είναι πως καμιά φορά «αποκαλύπτεται» και σε επισκέπτες που δεν έχουν το καταξιωμένο υπόβαθρο για να τους αποκαλυφθεί όλη η πραγματική άγια φύση αυτού του τόπου, που παρόμοιός του δεν υπάρχει σε όλο τον κόσμο. Αυτό δε, γίνεται ακριβώς για να ωφεληθούν πνευματικά και να αλλάξουν την όλη τους θεώρηση για την ζωή και τον κόσμο. Και πράγματι στο Άγιον Όρος συμβαίνουν συχνά μικρά ή μεγάλα θαύματα και πολλοί προσκυνητές βρίσκονται σε διάφορες περιπέτειες που δεν θα μπορούσαν να τις φανταστούν σε κάποιο άλλο μέρος, ή το πιο συνηθισμένο, αργούν να τις συνειδητοποιήσουν και μετά από καιρό συνήθως ξαφνικά τους έρχεται η φώτιση για να καταλάβουν π.χ. τι είπε κάποιος γέροντας, γιατί το είπε, γιατί αντίκρισαν κάποια εικόνα σαν να τους κοιτούσε ζωντανή, γιατί μετά από μια εξαντλητική αγρύπνια αντί να πέσουν ξεροί για ύπνο, είχαν τέτοια ζωτικότητα που άντεχαν στη συνέχεια σε κοπιαστική πορεία πολλών ωρών.

Πριν από λίγο καιρό κάποιος φίλος είχε πάει στον Γέροντα του, στην Σκήτη του στην Καψάλα, ένα μαγευτικό και πνιγμένο στην βλάστηση μέρος ανάμεσα στις Καριές και στην μονή Παντοκράτορος και Σταυρονικήτα. Μετά από μια περιεκτική όπως πάντα συζήτηση που είχαν, με μεγάλο το πνευματικό όφελος, αποχαιρέτησε τον χαρισματικό αυτό Γέροντα, (ενώ έξω περίμεναν δεκάδες προσκυνητές να του μιλήσουν) και κίνησε πεζή για την μονή του Παντοκράτορος, όπου συνήθως καταλύει όταν βρίσκεται στο Άγιο Όρος. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι. Το τοπίο με φόντο την θάλασσα ήταν μαγευτικό, αλλά σε λίγο άρχισε να βρέχει και ο αέρας έγινε ξαφνικά πολύ δυνατός. Περπατούσε με μεγάλη δυσκολία ώσπου έφτασε σε ένα μονοπόρτι που έκοβε στην πλαγιά δεξιά από τον κυρίως δρόμο, σε μια απότομη κατηφόρα και έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι που φαίνονταν μεγαλόπρεπο κάτω στην βραχώδη ακτή. Μπήκε στο μονοπάτι, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να το βαδίσει καθώς ήταν πολύ στενό και το νερό το είχε μετατρέψει σε μικρό χείμαρρο. Πολύ κουρασμένος γύρισε προς τα πίσω να ανέβει αναγκαστικά ξανά στον κεντρικό δρόμο και τότε είδε από ψηλά στον δρόμο να περνάει ένα φορτηγό. Σκέφτηκε προς στιγμή ότι σώθηκε από την ταλαιπωρία. Φώναξε δυνατά αλλά δυστυχώς ο οδηγός του φορτηγού δεν τον άκουσε. Τι κρίμα σκέφτηκε, ο Θεός φαίνεται ήθελε να κουραστεί και άλλο. Ένοιωθε πραγματικά ξεθεωμένος καθώς ανέβηκε και ξαναβρέθηκε στον κυρίως δρόμο για το μοναστήρι. Η βροχή τώρα είχε δυναμώσει και είχε γίνει μπόρα, ο αέρας φυσούσε και τα πόδια του πονούσαν. Προχώρησε σφιγμένος και σε λίγο ξαφνικά αντίκρισε δεξιά του την είσοδο ενός άλλου μονοπατιού που είχε και μια ταμπέλα, «προς μονή Παντοκράτορος». Αμέσως σκέφτηκε να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι που δεν το ήξερε γιατί φαντάστηκε ότι σίγουρα θα έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι. Μπήκε με κάποιο δισταγμό μέσα στο στενό μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε σε ένα φανταστικό τοπίο όπου η βλάστηση των δέντρων ήταν τόσο πυκνή, ώστε η βροχή που ακούγονταν με δυνατό θόρυβο μόλις και μετά βίας περνούσε τα κλαδιά των δέντρων. Προχώρησε διστακτικά, ενώ γύρω του απλώθηκε ένα μυστήριο μισοσκόταδο όπου διακρίνονταν οι φιγούρες των δέντρων σαν γιγάντια παράξενα και μυστήρια ζωντανά πλάσματα. Καθώς βάδιζε κατάκοπος ξαφνικά συνέβη κάτι που τον κατατρόμαξε. Στα αριστερά του ήταν μια απόμακρη πλαγιά και κάτω κυλούσε ένα βαθύ ρυάκι. Μέσα από την πλαγιά έξαφνα πρόβαλαν μικρά αγριογούρουνα που έτρεχαν σαν τρελά από το ένα μέρος στο άλλο. Τον έπιασε φόβος γιατί αμέσως του ήρθε η σκέψη πως κοντά στα μικρά βρίσκεται και η μεγάλη αγριογουρούνα που είναι αδυσώπητη όταν καταλάβει ότι κάποιος άγνωστος βρίσκεται κοντά στα μικρά της. Ένοιωσε ένα ρίγος και σκέφτηκε πως αν προβάλλει μέσα από την βλάστηση με επιθετικές διαθέσεις, θα έπρεπε να σκαρφαλώσει σε κάποιο δέντρο αν και τα πόδια του δεν τον έπαιρναν. Ήταν πραγματικά σε απελπιστική κατάσταση και με δυσκολία κρατιόνταν όρθιος. Τότε συνέβη κάτι το τελείως απροσδόκητο. Από το βάθος του μονοπατιού εμφανίστηκε σαν ανθρώπινη φιγούρα ένα μαύρο ψηλό, αγέρωχο άλογο, που τον κοιτούσε με νόημα. Έμοιαζε σαν παράξενη απόκοσμη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη σε μαύρα ράσα. Στην αρχή τρόμαξε, αλλά μετά μια φωνή μέσα του τον έσπρωξε να πάει προς τα εκεί. Το άλογο άρχισε να περπατάει αργά προς τα μπρος και κάθε λίγο και λιγάκι γυρνούσε πίσω για να δει αν τον ακολουθούσε ο προσκυνητής. Αυτός άρχισε να αισθάνεται μια ανακούφιση και μια περίεργη στην αρχή σιγουριά. Το άλογο έδειχνε ότι καταλαβαίνει ποιος ήταν, ότι είχε έρθει να τον βοηθήσει και να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει τον δρόμο του. Περπάτησε αρκετή ώρα με το άλογο σαν «προστάτη» και οδηγό. Ήταν πολύ περίεργο, αλλά όσο περνούσε η ώρα ενώ η κούραση του είχε εξαφανιστεί, άρχισε να έχει την αίσθηση ότι το άλογο ήταν άνθρωπος που τον αντιμετώπιζε με αγάπη και τον προστάτευε από το άγνωστο μισοσκόταδο τοπίο. Το βλέμμα του είχε μια παράξενη αίσθηση ότι καταλαβαίνει πολύ περισσότερο από εκείνον, ότι έχει την αντίληψη του περιβάλλοντος και του χρόνου αλλά και της κατάστασής του, σαν να ήταν κάτι παραπάνω από αυτόν. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και ήταν ήδη μούσκεμα. Πέρασαν το ποταμάκι από ένα αυτοσχέδιο πετρώδες πέρασμα που το υπέδειξε το άλογο και σε λίγο αντίκρισε τα πρώτα κτίσματα του μοναστηριού. Ένοιωσε μια μεγάλη ανακούφιση. Το άλογο σαν άνθρωπος προχώρησε τώρα πιο γρήγορα και πήγε σε ένα μικρό ξέφωτο. Εκεί σταμάτησε σοβαρό και περίμενε τον προσκυνητή. Όταν έφτασε δίπλα του αυτό τον κοίταζε με ένα χαρακτηριστικό, σοβαρό, αλλά πολύ φιλικό ύφος. Ένοιωσε παράξενα ενώ ήταν παντού βρεγμένος και τα πόδια του πονούσαν. Ένοιωσε την ανάγκη να το ευχαριστήσει σαν άνθρωπο και του μίλησε. Εκείνο τον κοίταζε σα να καταλάβαινε τι του έλεγε. Για μια στιγμή κατάλαβε πως αυτή ήταν η φυσιολογική του θέση. Λογικά θα έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια εκεί και να μην απομακρυνθεί χωρίς να του το ζητήσει κάποιος καλόγερος για κάποια εργασία, όμως το άλογο είχε φύγει από την φυσιολογική του θέση, είχε έρθει μέσα στο μονοπάτι μέχρι σε αυτόν και από εκεί τον κάλεσε τρόπον τινά να το ακολουθήσει και να τον βγάλει από το μονοπάτι όπου τριγύριζαν τα αγριογούρουνα με άγνωστες διαθέσεις, ίσως επικίνδυνες ακόμα και για την ζωή του. Ανατρίχιασε, αλλά νόμιζε πώς είδε για μια στιγμή στην θέση του αλόγου έναν πολύ ψηλό, πολύ αδύνατο και αγέρωχο καλόγερο που τον κοιτούσε με γλυκιά συμπάθεια.

Στη συνέχεια προχώρησε για να φτάσει κατάκοπος στην μεγάλη πύλη του μοναστηριού που έβλεπε το Αιγαίο Πέλαγος. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και πότιζε τώρα όλο του το κορμί. Όταν μπήκε στην αυλή του μοναστηριού πήγε και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας που στέκεται όρθια σαν αόρατη θεία μορφή με τα χέρια σαν να σπέρνουν την γη. Μετά το προσκύνημα κάθισε λίγο να ξαποστάσει και να συλλογιστεί τι είχε συμβεί. Θυμήθηκε τότε πως κάποιοι προσκυνητές μιλούσαν για τους αοράτους μοναχούς που συχνά εμφανίζονται σαν μορφές αιθέριες, συχνά σαν κλασικοί καλόγεροι, συχνά σαν μυστήριες μαυροφορημένες φιγούρες που κάνουν πως δεν σε ακούνε και στη συνέχεια χάνονται μυστηριωδώς. Δεν ήθελε να ισχυριστεί πως αυτή ήταν μια εμπειρία συνάντησης με κάποιο αόρατο μοναχό, αλλά στ’ αλήθεια, πόσο άγιο είναι το όρος σου, Θεέ μου !!!